Είχε
κιόλας περάσει σχεδόν ένας μήνας, από την
τελευταία φορά που τις είχα δει να περνούν
αργά κι υποβαστάζοντας η μία την άλλη, έξω
απ’ το παράθυρό μου, την ώρα που συνήθως
έβγαιναν, εκτός κι αν είχε πολύ άσχημο καιρό,
για τον πρωινό περίπατό τους στην πλατεία
Βικτορίας.
Μόλις είχα έρθει στην Αθήνα, κι ώσπου να
βρω μια πιο σταθερή και καλοπληρωμένη
δουλειά απ’ αυτήν του διορθωτή
τυπογραφικών δοκιμίων, έμενα σε μια φτηνή
γκαρσονιέρα – στο ισόγειο μιας παλιάς
πολυκατοικίας – που είχε το πλεονέκτημα,
ωστόσο, να διαθέτει ξεχωριστή είσοδο κι ένα
τεράστιο παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο κι
επέτρεπε στο φως, τις περισσότερες ώρες
της ημέρας, να πλημμυρίζει το φτωχικό μου
δωμάτιο. Καθόμουν και δούλευα στο γραφείο
μου, όταν το βλέμμα μου έπεσε, αφηρημένο
στην αρχή, για πρώτη φορά πάνω τους, για να
σταθεί σχεδόν ξαφνιασμένο κατόπιν,
απομονώνοντας τη μορφή τους απ’ το
υπόλοιπο πλήθος, και να τις ακολουθήσει, το
ίδιο αργά όσο τα βήματά τους, μέχρι τη
διπλανή γωνία όπου χάθηκαν. Το ίδιο ακριβώς
συνέβη και την επόμενη μέρα· και τη
μεθεπόμενη· κι όλες τις άλλες, ώσπου
έφτασα να περιμένω σχεδόν την ώρα που θα
περνούσαν μπροστά από το παράθυρό μου,
θαρρείς και κάτι πάνω τους, που δεν μπορούσα
ή δεν προλάβαινα να προσδιορίσω, μ’
έσπρωχνε σ’ αυτό.
Είχε κιόλας περάσει σχεδόν ένας μήνας,
από την τελευταία φορά που τις είχα δει να
περνούν αργά έξω απ’ το παράθυρό μου,
ντυμένες με κομψά σκούρα ρούχα, κρατώντας
από μιαν ανοιχτόχρωμη ομπρέλα για τον ήλιο
κι υποβαστάζοντας η μία την άλλη, τη συνηθισμένη
ώρα που έβγαιναν κάθε πρωί, για το σύντομο
περίπατό τους γύρω απ’ την πλατεία.
«Λέτε για την κυρία Νεφέλη και την κυρία
Ερμιόνη, τις αδελφές που μένανε στο
νεοκλασικό στη γωνία. Δε μάθατε τι έγινε;»
απόρησε ζωηρά, καταχωνιάζοντας στο πλούσιο
μπούστο της τα χρήματα του ενοικίου, που
της έδωσα, η κυρά Θοδώρα η σπιτονοικοκυρά
μου, η οποία ζούσε παρέα με καμιά δεκαριά
γάτες στο ρετιρέ, όταν βρήκα την ευκαιρία,
λίγες μέρες αργότερα, και τη ρώτησα μήπως
τυχόν γνώριζε εκείνες τις δύο ηλικιωμένες
κυρίες που έβλεπα να περνούν καθημερινά έξω
απ’ το παράθυρό μου. «Αχ, καλέ, πού ζείτε;
Εδώ βούιξε ο τόπος!» πρόσθεσε, για να
συμπληρώσει αμέσως: «Πάει ένας μήνας τώρα
που πεθάνανε. Την ίδια μέρα, το πιστεύετε;
Και στο θάνατο μαζί, οι καημένες, έτσι όπως
ζήσανε σ’ όλη τους τη ζωή. Είχαμε, πάντως,
να το λέμε εδώ στη γειτονιά. Σπάνιο πράγμα
η αγάπη που ’χαν η μια για την άλλη. Τώρα,
πάει και το σπίτι τους· θα το κάνουν
πολυκατοικία, ξέρετε!»
|
|