Η άνθηση του κοινοτισμού στη μεταβυζαντινή περίοδο, επί οθωμανικής κυριαρχίας, οφείλεται σε μια πληθώρα παραγόντων. Σημαντικότερος από αυτούς στάθηκε το σύστημα φορολόγησης των υπόδουλων, σύμφωνα με τον οποίο τον κατ' άτομο υπολογισμό και την απόδοση των φόρων είχαν αναλάβει οι τοπικοί κοινοτικοί άρχοντες (κοτσαμπάσηδες ή τσορμπατζήδες στη Μακεδονία). Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η σχετική θρησκευτική ελευθερία που αναγνωριζόταν στους υπόδουλους και η ευχέρεια δράσης του Πατριαρχείου και των επισκόπων, που στηριζόταν στην ίδια τη διαθήκη του προφήτη Μωάμεθ στα 624 μ.χ., αλλά και στα προνόμια που παραχώρησε προς το Πατριαρχείο με βεράτιο του 1454 ο σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ ο Πορθητής. Η άνθηση αυτή, ως ιστορικό γεγονός της συγκεκριμένης περιόδου, καθιστά σημαντική την κατά το δυνατό λεπτομερέστερη ανίχνευση των δομικών στοιχείων και του τρόπου λειτουργίας των κοινοτήτων, χωρίς εκ των υστέρων αφορισμούς, αλλά ούτε και αστήρικτες εξιδανικεύσεις. Πολύ περισσότερο όταν από μία ελευθεριακή οπτική γωνία ο κοινοτισμός ως σημερινό πολιτικό πρόταγμα δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται για μια συγκεκριμένη πολιτική παράδοση, στην οποία η κοινότητα κατείχε κεντρικό ρόλο. Μια τέτοια παράδοση μας καλεί να την αξιολογήσουμε και να υποβάλλουμε σε έντονη κριτική τις καθόλου αμελητέες σεξιστικές, συντηρητικές και πλουτοκρατικές πτυχές της λειτουργίας των κοινοτήτων αυτών.
Οι κοινότητες αποτέλεσαν πολιτικές συλλογικότητες, με την έννοια ότι είχαν αρμοδιότητες που αναφέρονταν σε άσκηση εξουσίας σε τοπικό επίπεδο και λειτουργούσαν παράλληλα με τα επαρχιακά διοικητικά όργανα της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας.
Στην οργάνωσή τους συναντάμε τρεις βαθμίδες: την κοινότητα του χωριού ή της πόλης, την κοινότητα της επαρχίας (καζά) και την κοινότητα του σαντζακίου, που ήταν η αμέσως ανώτερη οθωμανική διοικητική περιφέρεια, νομός με σημερινούς όρους. Οι κοινοτικοί άρχοντες, τουλάχιστον της πρώτης βαθμίδας, εκλέγονταν με λαϊκή συνέλευση διά βοής, για ένα χρόνο ή για έξι μήνες. Συνήθως κατάγονταν από πλούσιες οικογένειες, απολάμβαναν φοροαπαλλαγών κατά τη θητεία τους και δεν έχαιραν πάντοτε της εκτίμησης των συμπατριωτών τους, λόγω και της λειτουργίας τους ως φοροεισπρακτόρων.
Η πορεία των κοινοτήτων από τη de facto εδραίωση μέχρι τη de jure αναγνώρισή τους από πλευράς οθωμανικής κυριαρχίας διατρέχει αρκετούς αιώνες καθώς μόλις το 1839 με το ΧαττιΣερίφ του ΓκιουλΧανέ γίνεται μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της τουρκικής δημόσιας διοίκησης κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, με πενιχρά πάντως αποτελέσματα, λόγω και της επιφυλακτικής στάσης των υπόδουλων.
Φτάνουμε έτσι στα 1856, οπότε εκδίδεται το ΧαττιΧουμαγιούν, που ουσιαστικά συγχώνευε την πολιτική αυτοδιοίκηση των Ελλήνων με τη θρησκευτική τους αυτοδιοίκηση και ζητούσε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να συντάξει τους Γενικούς Κανονισμούς. Από εκείνο το σημείο και μετά οι ήδη υπάρχοντες κανονισμοί των επιμέρους κοινοτήτων, ή οι τυχόν νέοι, έπρεπε να συμφωνούν με τις γενικές αρχές που διέγραφαν οι Γενικοί Κανονισμοί και να εγκρίνονται από το Πατριαρχείο, για να θεωρούνται έγκυροι. Μια τέτοια ήταν οπωσδήποτε και προϊόν αλλαγών σε κοινωνικό επίπεδο που σηματοδοτούνταν από την απελευθέρωση ορισμένων ελληνικών εδαφών μετά την επανάσταση του 1821, τη διαγραφόμενη παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την πίεση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις εξελίξεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση των Ελλήνων που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία.
Η ιστορική αυτή διαδρομή εξειδικεύεται πλέον στην περίπτωση των Σερρών, όπου η ευρύτερη περιοχή διετέλεσε υπό οθωμανική κυριαρχία ανάμεσα στα έτη 1383-1912, ενώ τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή από τους Βούλγαρους, οι οποίοι διατήρησαν την κυριαρχία το 1912 και μέχρι τα μέσα του 1913. Η συνύπαρξη του τουρκικού και του ελληνικού πληθυσμιακού στοιχείου φαίνεται να μην έχει το στοιχείο της έντασης, ωστόσο προβληματίζει όλες τις πληθυσμιακές ομάδες η αυθαιρεσία και η σκληρότητα που επιδεικνύουν ορισμένοι τοπικοί εκπρόσωποι της οθωμανικής αρχής (αγιάννηδες). Τον 16ο αιώνα παρατηρούμε μια πληθυσμιακή ισορροπία στην πόλη των Σερρών, όπου σε σύνολο 30.000 κατοίκων, περίπου 12.500 είναι Τούρκοι, οι υπόλοιποι είναι Χριστιανοί και λίγοι Εβραίοι. Ισορροπία που διατηρείται και κατά τον 18ο αιώνα.
Στα 1894, σύμφωνα με την πολύτιμη μαρτυρία του Π. Ν. Παπαγεωργίου, η πόλη έχει πληθυσμό 28.000 κατοίκους, εκ των οποίων 13.500 Τούρκοι, 13.000 Έλληνες, 1.100 Εβραίοι και 400 Τσιγγάνοι.
Η σημαντικότερη πηγή, στην οποία θα γίνει εκτενής αναφορά, είναι το "Σύστημα ή Διαταγαί" της κοινότητας Μελενίκου. Πρόκειται για πηγή που η αξία της ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της περιοχής των Σερρών, δεδομένου ότι είναι το μοναδικό καταστατικό κοινότητας, μαζί με αυτό της Μυκόνου -που όμως απηχεί κυρίως τον τρόπο ρύθμισης ποινικών θεμάτων της περιοχής και όχι διοικητικής οργάνωσής της- που έχει σωθεί αυτούσιο και ψηφίστηκε σε περίοδο προγενέστερη του Χάττι-Χουμαγιούν του 1860. Το καταστατικό αυτό ψηφίστηκε από συνέλευση των κατοίκων του Μελενίκου (πρόκειται για χωριό που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία, περίπου 60 χιλιόμετρα βορείως της πόλης των Σερρών) στα 1813. Σημαντικές πληροφορίες θα αντλήσουμε αναφορικά με λαϊκές συνελεύσεις στις Σέρρες από τη Σερραϊκή Χρονογραφία του παπαΣυναδινού, που καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1598 ως το 1642. Επίσης από τον Π. Παπαγεωργίου που χρησιμοποιεί εκτενώς τον Κώδικα Α της Μητροπόλεως Σερρών, αφιερώνοντας σ' αυτόν ένα κεφαλαίο 26 σελίδων από τη μελέτη του.
Καλύπτει μια μεγάλη χρονική περίοδο, από το 1603 ως το 1913 και περιέχει αναφορές σε συνελεύσεις των σερραίων που οδηγούν σε συμπεράσματα για την οργάνωση της κοινότητάς τους.
Η παλαιότερη μαρτυρία που υπάρχει στις προαναφερθείσες πηγές για συνέλευση των ορθόδοξων κατοίκων των Σερρών αναφέρεται στα 1613, βρίσκεται στον Κώδικα Α της Μητροπόλεως και τη διασώζει ο Π. Παπαγεωργίου.
Κατά τη μαρτυρία αυτή, είναι ολοφάνερος ο κεντρικός ρόλος του μητροπολίτη και του τοπικού κλήρου στη συνέλευση εκείνη των σερραίων, η οποία κατέληξε σε εκλογή τριών τοπικών αρχόντων.
Ένα χρόνο μετά, έγινε πάλι λαϊκή συνέλευση, όπου σύμφωνα με τις πηγές επιβεβαιώνεται ξανά η σημασία του μητροπολίτη και του κλήρου στην τοπική σύναξη, αλλά και οικονομικών συσσωματώσεων (συντεχνιών) που αντιστοιχούσαν στα σημερινά επαγγελματικά σωματεία. Η διαχείριση των οικονομικών και η κατανομή της φορολογίας κατά τις φοροδοτικές ικανότητες του καθενός επικυρώνεται με τελετή θρησκευτικού περιεχομένου, ούτως ώστε να αποκτήσει αυξημένη σημασία η απόφαση της συνέλευσης. Στα 1615 ξαναγίνεται συνέλευση του κλήρου και του λαού που αυτή τη φορά ασχολείται με θέματα ρύθμισης του εμπορίου μέσω καθορισμού των μονάδων μέτρησης των πωλούμενων αγαθών. Εκτενή αναφορά σε συνέλευση των κατοίκων το 1638, που είχε οδυνηρές συνέπειες για τον ίδιο το χρονικογράφο, έχουμε στο χρονικό του παπαΣυναδινού.
"Τω αυτώ χρόνω, τον Φευρουάριον μήναν, με εδίωξαν εμένα τον Παπασυναδινόν όλοι οι Χριστιανοί και όλοι οι πολητία μικροί τε και μεγάλοι από τας Σέρρας και από το σπίτι μου και από την γυναίκα μου και από τα παιδία μου και από τα υπάρχοντα μου και από την πατρίδαν μου. Και σύνοδον έκαμαν και με έκριναν".
Βλέπουμε να έχει δικαστικές αρμοδιότητες και η ίδια η συνέλευση, και όχι μόνο η διοίκηση της κοινότητας.
Μία άλλη κατεξοχήν αρμοδιότητα της συνέλευσης της ορθόδοξης κοινότητας ήταν η εκλογή προσωρινού μητροπολίτη, όταν για διάφορους λόγους χήρευε η θέση.
Το "Σύστημα ή Διαταγαί" της κοινότητας Μελενίκου, που εξέδωσε στα 1946 ο Π. Πέννας, ψηφίστηκε "κατά κοινήν ψήφον, απάσης της συνελεύσεως της εν Μακεδονία Πόλεως Μελενίκου" την 1η Απριλίου του 1813. Εντυπωσιάζει η μεθοδικότητα και η επιμέλεια στη διατύπωση καθώς προηγείται το πρακτικό της συνέλευσης των κατοίκων, που έχει και ρόλο εισηγητικής έκθεσης θα έλεγε κανείς με σημερινούς όρους, και ακολουθεί το καταστατικό που περιέχει τριάντα άρθρα. Από το πρακτικό προκύπτει ανάγλυφα μια ζοφερή κατάσταση, όπου οι στόχοι της κοινότητας να καλύπτονται οι ανάγκες για τη λειτουργία των εκκλησιών και των σχολείων και να βοηθούνται τα φτωχά μέλη της κοινότητας δεν έχουν επιτευχθεί. Γι' αυτό και οι κάτοικοι συνειδητοποιούν την ανάγκη ενός καταστατικού το οποίο ορίζουν να τηρείται εφεξής με αυστηρότητα, συνοδεύοντας με κατάρες όποιους τυχόν αποπειραθούν να το καταστρατηγήσουν και με ευχές όσους το εφαρμόσουν πιστά. Στα πρώτα τρία άρθρα καθιερώνεται η δυνατότητα να γίνονται αντικείμενα δανεισμού τμήματα της περιουσίας της κοινότητας σε φερέγγυα άτομα, με ενέχυρο και τόκο που να μην ξεπερνάει το 12% ετησίως. Τα επόμενα τέσσερα άρθρα ρυθμίζουν τα της εκλογής των αρχόντων από ετήσια συνέλευση αντιπροσώπων. Οι είκοσι αυτοί εκλέκτορες εκλέγουν τρεις επιτρόπους και τρεις εφόρους. Οι αρμοδιότητες των αρχών αυτών, που έχουν ετήσια θητεία, καθορίζονται στα άρθρα 824 του Καταστατικού. Ορισμένες διαχειριστικές αρμοδιότητες σχετικά με την περιουσία των σχολείων, των εκκλησιών, την είσπραξη των φόρων και τη συγκέντρωση της βοήθειας για τους φτωχούς ασκούνται από κοινού από τους επιτρόπους και τους εφόρους. Άλλες πάλι ανήκουν μόνο στους επιτρόπους, είτε μόνο στους εφόρους.
Από τις πρώτες ξεχωρίζουν η αρμοδιότητα να έχουν κλειδί από την "κάσσα" του κοινού (αρθ. 18) και να κρατούν τη σφραγίδα με την οποία σφραγίζονται όλα τα έγγραφα του Κοινού (αρθ. 29).
Από τις δεύτερες η υποχρέωση των επιτρόπων να επισκέπτονται τα σχολεία δύο φορές το μήνα, να προνοούν για το διορισμό και τη μισθοδοσία των δασκάλων με χρήματα της κοινότητας (δωρεάν παιδεία) και να λαμβάνουν πειθαρχικά μέτρα έναντι των μαθητών (άρθρα 20,21). Οι θέσεις αυτές αποτελούν τιμή και υποχρέωση ταυτόχρονα γι' αυτούς που εκλέγονται, δεν είναι έμμισθες και η αποποίησή τους είναι δυνατή μόνον έναντι χρηματικού ποσού (μάλιστα αυτός που θα αρνηθεί χαρακτηρίζεται "διεστραμμένος" αρθ. 25). Οι εκλεγέντες λογοδοτούν ενώπιον της συνέλευσης στο τέλος της θητείας τους, οπότε και γίνεται η εκλογή των νέων επιτρόπων και εφόρων. Παράταση της θητείας είναι δυνατή αν αυτό το ζητήσει η συνέλευση και το δεχτούν οι λογοδοτήσαντες (αρθ. 27). Το καταστατικό τελειώνει με διαδικαστικές ρυθμίσεις, ποινές για αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και προβλέψεις για περιπτώσεις απουσίας εκτός Μελενίκου κάποιου από τους εφόρους ή τους επιτρόπους (αρθ. 2831).
Αξιολογώντας το καταστατικό, βλέπει κανείς να κυριαρχούν τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα στοιχεία. Πρόκειται για πάντρεμα των καλύτερων στιγμών αμεσοδημοκρατικών παραδόσεων των ελληνικών κοινοτήτων, με ιδέες ευρωπαϊκήςδιαφωτιστικής προέλευσης που ευδοκιμούσαν στη Βαλκανική και φορείς τους ήταν οι έμποροι που ταξίδευαν από και προς το Μελενίκο. Επίσης η εκκλησία χάνει τον πρωταρχικό της ρόλο καθώς ο μητροπολίτης έχει πλέον ρόλο απλώς επιβεβαιωτικό των αποφάσεων των επιτρόπων και των εφόρων κι έτσι αποτρέπονται διενέξεις που κατέληγαν εις βάρος των μελών της κοινότητας. Υπάρχει έντονο το στοιχείο της κοινωνικής κοινοτικής πρόνοιας και αυτό αντικατοπτρίζει ένα στενό δεσμό κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των κατοίκων αλλά και μια εμπιστοσύνη ότι οι εκλεγμένοι θα διαχειριστούν ευσυνείδητα τις κοινοτικές υποθέσεις.
Με την υπόθεση του Χάττι-Χουμαγιούν στα 1856 και των εθνικών Κανονισμών στα 18601862, τέθηκε σε κίνηση μια διαδικασία εισαγωγής και επιβολής ενιαίας οργάνωσης σε όλες τις κατά τόπους κοινότητες ορθόδοξων ελλήνων. Από αυτή τη διαδικασία δεν θα μπορούσε να μείνει έξω η κοινότητα των Σερρών. Ο πρώτος κανονισμός της, που συντάχθηκε υπό το καθεστώς των Εθνικών Κανονισμών, χρονολογείται στα 1877, επί μητροπολίτη Φιλοθέου Βρυενίου. Νέος κανονισμός ενημερώνεται από το Πατριαρχείο στα 1892. Οι κανονισμοί αυτοί έχουν χαθεί. Στα 1902 θεσπίζεται νέος κανονισμός με τον οποίο διοικήθηκε η κοινότητα, μέχρι τον ερχομό των ελληνικών στρατευμάτων. Ο τελευταίος έχει διασωθεί χειρόγραφος και εκκρεμεί η έκδοσή του. Σημαντικότατη πηγή για να ανασυνθέσουμε το περιεχόμενο των δύο απολεσθέντων κανονισμών είναι τα "Πρακτικά της εν Σέρραις Εξαρχίας των Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης και Σερβίων και Κοζάνης". Εκεί παρουσιάζεται ανάγλυφη η έριδα που συγκλόνισε την πόλη των Σερρών ανάμεσα στα έτη 18901892. Η αιτία για αυτήν την έριδα ήταν η παλαιότερη διαμάχη μεταξύ "Τσιπλάκηδων" (δηλαδή λαϊκών) και "Τσορμπατζήδων" (δηλαδή αριστοκρατών), που οξύνθηκε με τις προκλητικές παρεμβάσεις του μητροπολίτη στα κοινοτικά πράγματα υπέρ της δεύτερης μερίδας. Ο Κωσταντίνος Βαφείδης με τον ερχομό στα 1888 ως μητροπολίτης παρέδωσε τη διοίκηση των σχολείων σε ομάδα εύπορων και προέβαινε σε διάφορες ενέργειες αμφίβολης νομιμότητας. Η αποκορύφωση της διαμάχης έρχεται στις 26 Απριλίου 1891, όταν ο λαός μπαίνει στο μητροπολιτικό ναό των Αγίων Θεοδώρων και ο μητροπολίτης φυγαδεύεται στη Μονή Τιμίου Προδρόμου. Τον Ιούλιο του 1891 οι δύο μητροπολίτες (Θεσσαλονίκης και Σερβίων και Κοζάνης) αναλαμβάνουν πρωτοβουλία να φέρουν σε επαφή τις δύο πλευρές. Αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια, ιδίως του μητροπολίτη Κοζάνης, παρακολουθούμε στα "Πρακτικά" που διακρίνονται για το γλαφυρό ύφος αλλά και την ακρίβεια στη διατύπωση.
Τα στοιχεία που προσφέρει για την κατάσταση της κοινότητας οδηγούν σε δύο κυρίως συμπεράσματα: αφενός μια ανοιχτή και περισσότερο δημοκρατική απ' ότι παλιότερα έκφραση των διαφωνιών, που γίνεται εμφανής στις συναντήσεις που είχε καθεμία παράταξη ξεχωριστά με το μητροπολίτη και στις οποίες ο τρόπος που παρατίθενται τα αιτήματα θυμίζει σύγχρονες καταστάσεις διαπραγμάτευσης με λόγο, διαδικασίες και συγκεκριμένη τακτική για κάθε ομάδα (κάτι που δεν συνέβαινε την κλασική περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας). Αφετέρου, φαίνεται πως το καθεστώς των Εθνικών Κανονισμών έδωσε υπερβολικές εξουσίες στην τοπική εκκλησία, συνενώνοντας ουσιαστικά την πολιτική με τη θρησκευτική κοινότητα. Αυτό το σχήμα είχε αμφίβολη λειτουργικότητα και η επιτυχία του φαίνεται πως επαφιόταν στην καλή θέληση του μητροπολίτη να μην καταχραστεί τις εξουσίες του. Καλή θέληση που δεν υπήρχε στην περίπτωση των Σερρών και του Κωσταντίνου Βαφείδη.
Μετά την αποκατάσταση της εκτροπής, ο κανονισμός του 1892, μαζί με τον μεταγενέστερο του 1902, θα οδηγήσουν τις Σέρρες στο τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας. Η σύντομη (1912-1913) βουλγαρική κυριαρχία θα δώσει τη θέση της στην ελληνική. Με την ένταξη των Σερρών στην ελληνική κρατική οντότητα, η κοινότητα θα ακολουθήσει την ομογενοποιημένη πλέον θεσμική συγκρότηση που προέβλεπαν οι σχετικοί νόμοι για το σύνολο των ελληνικών εδαφών.
Θ. Χαραλαμπίδης