ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Stranger than Paradise του Jim Jarmusch: μια γεωγραφία της πόλης του μετανάστη |
Η ταινία αυτή αποτελεί μια πιστή καταγραφή αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «γεωγραφία της πόλης του μετανάστη». Οι κύριοι ήρωες είναι τρεις μετανάστες, δυο άντρες και ένα κορίτσι, που κατάγονται από την Ουγγαρία. Αρχικά τους συναντούμε στη Νέα Υόρκη και μετά στο Κλίβελαντ και στο Μαϊάμι.
Χρειάζεται να πούμε όσο γίνεται πιο γρήγορα πως, ενώ οι ήρωες είναι παρόντες σε κάθε φάση στην ταινία-ημερολόγιο, οι πόλεις που αναφέραμε πιο πάνω, απουσιάζουν εντελώς. Ή, καλύτερα, οι πόλεις εμφανίζονται μέσα στο και μέσα από το οπτικό πεδίο των μεταναστών, που είναι μάλιστα ασπρόμαυρο - όπως η ταινία...
Στην αρχή βλέπουμε την Εύα (Eszter Balint) που μόλις έχει έρθει στη Νέα Υόρκη από την Ουγγαρία και κατευθύνεται προς το διαμέρισμα του Γουίλι (John Lurie). Εκεί θα φιλοξενηθεί για λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για το Κλίβελαντ, όπου σκοπεύει να μείνει μόνιμα με μια θεία της. Στην πρώτη σκηνή, με φόντο ένα μαυρισμένο τοίχο, βλέπουμε ένα κορίτσι που κρατάει μια βαλίτζα. Αρκεί αυτή και μόνο η εισαγωγή για να αντιληφθούμε το ύφος της περιγραφής. Λόγω της γραμμής που ακολουθεί ο σκηνοθέτης, μέχρι τώρα έχουμε «χάσει» από την άφιξη της Εύας το Άγαλμα της Ελευθερίας, το κοσμοπολίτικο θέαμα του αεροδρομίου και κάποιους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Άλλωστε δεν πρόκειται να τους δούμε καθόλου στην ταινία.
Η Εύα συναντά τον Γουίλι στο διαμέρισμά του. Πρόκειται για ένα λιτό εργένικο διαμέρισμα. Μικρό, ακατάστατο, με εξοπλισμό ανάγκης. Μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο Γουίλι δεν δείχνει ενθουσιασμένος από την επίσκεψη και την ιδέα της φιλοξενίας που πρόκειται να παράσχει, αλλά να επισημάνουμε πως ο Γουίλι επιβάλλει στην Εύα να συνεννοούνται στα αγγλικά και όχι στη μητρική τους γλώσσα που είναι ουγγρική.
Μια μέρα, έρχεται στο σπίτι ο Έντι (Richard Edson), ένας φίλος του Γουίλι. Στη συζήτηση που κάνει με την Εύα μαθαίνει βέβαια ότι η κοπέλα πρόκειται να φύγει σύντομα και να μείνει στο Κλίβελαντ.
Της λέει με ενθουσιασμό:
«ωραία πόλη το Κλίβελαντ!».
Η Εύα τον ρωτά
«έχεις πάει;».
Η απάντησή του είναι
«όχι».
Είναι γνωστό ότι οι μετανάστες, ιδίως στις πρώτες φάσεις της εγκατάστασής τους, οπότε αντιμετωπίζουν σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, δεν ταξιδεύουν καθόλου στη χώρα που τους φιλοξενεί. Και μάλιστα, πολλές φορές, δεν έχουν καμιά ουσιαστική εμπειρία από την ίδια την πόλη στην οποία μένουν. Η ταινία το δείχνει χαρακτηριστικά αυτό με τα μικρά πάντα πλάνα που δεν μας επιτρέπουν καθόλου να «δούμε» πόλη.
|
Η Εύα φεύγει για το Κλίβελαντ και μετά από ένα χρόνο, για τον οποίο η ταινία δεν μας περιγράφει τίποτα το αξιοσημείωτο, οι δυο φίλοι αποφασίζουν να την επισκεφτούν. Αγοράζουν ένα φτηνό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο και κατευθύνονται προς το Κλίβελαντ. Η ασχετοσύνη τους με το χώρο και την κοινωνία φαίνεται από το γεγονός -ίσως υπερβολικό- ότι ζητούν πληροφορίες για το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν για το ταξίδι τους από ένα άτομο που περιμένει σε μια στάση του λεωφορείου. Αυτός θεωρεί τόσο βλακώδη την ερώτηση που τους βρίζει.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής έχουμε την ευκαιρία να δούμε την Αμερική ως χώρα του φτωχού μετανάστη. Τίποτα το εντυπωσιακό. Καμιά ειδική λήψη. Κανένα πανοραμικό πλάνο. Ένα τράβελιγκ μας επιτρέπει να δούμε μερικές οδικές υποδομές, εργοστάσια χημικής βιομηχανίας και χαμηλά σπίτια. Τίποτα το τουριστικό και «αξιοθέατο».
Η συνάντηση με την Εύα γίνεται στο χώρο εργασίας της, ένα φαστφουντάδικο. Το βράδυ οι τρεις φίλοι και ένας/ο φίλος της Εύας από το Κλίβελαντ αποφασίζουν να διασκεδάσουν. Οι πόλεις της Αμερικής, όπως και όλες οι πόλεις του κόσμου, διαθέτουν μεγάλη ποικιλία θεαμάτων και κέντρων διασκέδασης. Ο πιο προσιτός σ’αυτούς τρόπος διασκέδασης είναι ένας φτηνός κινηματογράφος! Ο σκηνοθέτης δεν μας χαρίζεται ούτε εδώ. Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στην αίθουσα βλέπουμε μόνο τους τέσσερις ήρωες και καθόλου από την ταινία (που θα μπορούσε να επιλεγεί να δείχνει λίγο από τη χολιγουντιανή πραγματικότητα που μας «στερεί» η κυρίως ταινία...).
Την επόμενη ημέρα αποφασίζουν να επισκεφτούν τη Λίμνη Ήρι και να την δουν όπως φαίνεται από την παραλία του Κλίβελαντ. Δυστυχώς το υπέροχο θέαμα δεν είναι στο ραντεβού του. Το χιόνι και ο πάγος δεν επιτρέπουν ούτε σ’αυτούς ούτε σε μας να δούμε τη Λίμνη. Και μάλιστα δεν θα λυθεί η απορία που είχε διατυπώσει νωρίτερα ο Έντι, αν δηλαδή «το Κλίβελαντ μοιάζει με τη Βουδαπέστη». Μια απορία που παρόμοια διατυπώνουν όσα παιδιά δεν έχουν μέσα να ταξιδέψουν, εκδηλώνοντας και την ανυπομονησία τους να δουν επιτέλους έναν τόπο για τον οποίο ακούν σχόλια θαυμασμού. Ο φτωχός μετανάστης, όπως τον παρουσιάζει η ταινία, ανάγεται στην κατάσταση του παιδιού. Εξάλλου, πολλές φορές, όσοι προέρχονται από στερημένα περιβάλλοντα κάνουν συγκρίσεις του τόπου τους, που τον θεωρούν κέντρο του κόσμου, με άλλα μέρη.
Την επόμενη φάση, η παρέα αποφασίζει να ταξιδέψει προς το Νότο, ώστε να αποζημιωθεί για τη βαρυχειμωνιά. Στο αζιμούθιο η «μαγεμένη» Φλόριντα. Το Μαϊάμι. Όμως κι εκεί η ίδια απογοητευτική σχέση με την πραγματικότητα. Ένα φτηνό μοτέλ «στο πουθενά», κατά την έκφραση της Εύας. Μερικές μικροπεριπέτειες, πάντα σε πλάνα μικρού πεδίου, και φτάνουμε στο τέλος της ταινίας.
Κάναμε μια αρκετά λεπτομερειακή περιγραφή της ταινίας του Jim Jarmusch για να αντιληφθούμε με ποιο τρόπο ο σκηνοθέτης αυτός βλέπει και δίνει με την ταινία του το χώρο διαβίωσης του ανθρώπου με τα πενιχρά μέσα. Βέβαια, από το ημερολόγιο του μετανάστη ηθελημένα παραλείφθηκαν κάποιες σκηνές που οπωσδήποτε θα απεικόνιζαν με εντυπωσιακό τρόπο τις πόλεις. Η ταινία έγινε έτσι πιο εκφραστική αφού το κατ’εξαίρεση εντυπωσιακό έδωσε τη θέση του στο καθημερινά φθαρμένο. Το έργο αποτελεί ένα κοίταγμα του άλλου προσώπου της Αμερικής και, κατ’επέκταση, της κάθε μεγάλης και πλούσιας χώρας. Η επιλογή, ως ηρώων, των μεταναστών γίνεται ακριβώς για να έχουμε την ευκαιρία να αντικρίσουμε μέσα από τα μάτια τους τη δική τους πραγματικότητα.
Η ταινία μας θυμίζει τη Φωτογραφία του Νίκου Παπατάκη αλλά και το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, ως προς την απεικόνιση της πόλης όπως τη βιώνει ο κάθε ήρωας, που έχει επιλεγεί, εξαιτίας των πενιχρών οικονομικών του μέσων, να διαβιώνει σε ένα μίζερο φυσικό και αστικό περιβάλλον. Μια τέτοια προσέγγιση της πόλης και των πόλεων, μολονότι μπορεί να κατηγορηθεί ως μεμψίμοιρη, περιλαμβάνει αναντίρρητες αλήθειες. Πάντα η πόλη ήταν και είναι ακόμα ένας «καινούριος» χώρος διαβίωσης και ανακάλυψης για πολλούς ανθρώπους: όταν λέμε πόλη, εννοούμε επίσης μετανάστευση. Ο πληθυσμός των πόλεων -πολλών πόλεων στον κόσμο- αυξάνει με ρυθμό μεγαλύτερο από τον φυσικό ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της χώρας στην οποία βρίσκονται. Αυτό οφείλεται στην αστικοποίηση νέων μαζών, που κανένας, βέβαια, «δεν τους το έχει στρωμένο» στην πόλη. Δηλαδή, η κάθε πόλη, εκτός από μια κατοχυρωμένη έννοια που παραπέμπει σε κάτι το οργανωμένο, το όμορφο και θαυμαστό -«το Παρίσι»- αποτελεί και ένα πεδίο εξερεύνησης, ανακάλυψης και θλιβερών βιωμάτων για τους νέους κατοίκους της. Και για τους παλιότερους συχνά.
Η ταινία αυτή του Jim Jarmusch που μάλιστα τιμήθηκε στο Φεστιβάλ των Κανών ως ταινία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη (1984) κατατάσσεται συχνά σε διάφορες κατηγορίες: κωμική, road movie, ανατομία της αμερικανικής πραγματικότητας κ.ά. Και φυσικά ανήκει σ’αυτές. Ανήκει όμως ταυτόχρονα σ’αυτό που ονομάσαμε στην αρχή «γεωγραφία της πόλης του μετανάστη» και για το λόγο αυτό έχει μια αναμφισβήτητη παιδαγωγική αξία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Βρείτε περισσότερα στη κινηματογραφική βάση του Ίντερνετ