Ο πατέρας με τη νύφη του στην πόλη Ονομίτσι, μπροστά σε βουδιστικά μνημεία.
Η νύφη δεν αποτελεί συνέχεια της οικογένειας (αφού ο σύζυγος της είχε χαθεί στον πόλεμο), ενώ
η Ονομίτσι αποτελεί το αντίθετο του Τόκιο.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΤΟΚΙΟ του Yasujiro Ozu
Η μεγαλούπολη και το αντιθετό της στις σύγχρονες κοινωνίες
Με το «Ταξίδι στο Τόκιο» ο Υασουτζίρο Οζού προβάλλει μια κεντρική ιδέα του συνολικού έργου του, που είναι η αποσύνθεση της παραδοσιακής ιαπωνικής οικογένειας. Αυτή προκύπτει, ως γνωστό, από την ανάπτυξη των σύγχρονων πόλεων ως κέντρων δημογραφικής συσσώρευσης μέσα από μηχανισμούς άσκησης μεταναστευτικής έλξης: Οι νέοι προσελκύονται στις πόλεις που παρέχουν ασύγκριτα περισσότερες δυνατότητες για εύρεση εργασίας και πραγματοποίηση σπουδών, όπου τελικά αποφασίζουν να διαμείνουν για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Πολύ σύντομα, η υπόθεση είναι η εξής: Η επαρχιώτικη οικογένεια από την πόλη Ονομίτσι πολύ κοντά στη Χιροσίμα (στο νομό της Χιροσίμα) έχει τέσσερα παιδιά που μένουν τα δύο στο Τόκιο, ένα στην Οζάκα, ενώ το μικρότερο κορίτσι τους τελειώνει το λύκειο και διαμένει ακόμα με τους γονείς στην πόλη καταγωγής, την Ονομίτσι. Οι γονείς αποφασίζουν να επισκεφθούν λοιπόν τα παιδιά τους στο Τόκιο, οπότε στην ταινία έχουμε την ευκαιρία να δούμε όλα τα στοιχεία παρατήρησης και κριτικής που με την απλή αλλά φιλοσοφημένη του κινηματογραφική γραφή παρουσιάζει ο Οζού.
Είναι βέβαιο πως η ταινία δεν είναι ταξίδι τουριστικής γνωριμίας με την ιαπωνική πρωτεύουσα, αλλά μια πικρή και βαθιά φιλοσοφημένη προσέγγιση του μεγάλου ταξιδιού της ζωής. Και του τέλους του. Το θέμα του θανάτου, σύμφωνα με τους κριτικούς, είναι κεντρικό στο έργο. Άλλωστε ως θεατές επισημαίνουμε την ασθένεια της μητέρας, που εκδηλώνεται με την κούρασή της από το ταξίδι κατά την επιστροφή της στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, και το θάνατό της.
Η σχέση με τους ηλικιωμένους γονείς και τα αισθήματα φιλίας με ανθρώπους που δεν έχουν κανένα συγγενικό δεσμό, είναι και αυτά ιδέες που προβάλλονται μέσα από την ταινία. Για παράδειγμα, η ξενάγηση στο Τόκιο δεν γίνεται από τα παιδιά που είναι απασχολημένα αλλά από ένα, σχετικά, ξένο άτομο, την πρώην νύφη τους, σύζυγο ενός ακόμη αδελφού που πιθανώς έχει χαθεί στον πόλεμο και η οποία διατηρεί συναισθήματα σεβασμού και συμπάθειας απέναντί τους. Επίσης, η μεγαλύτερη χαρά που δοκιμάζει ο πατέρας δεν προέρχεται από τη συνάντηση με τα παιδιά του, ή από μια σημαντική συζήτηση που έχει με αυτά, ή από ένα θαυμαστό αξιοθέατο όπου, ας πούμε, τον συνοδεύουν, αλλά από τη συνάντηση με ένα παλιό φίλο του, που ζει και αυτός ως μετανάστης στο Τόκιο. Οι δυο τους τα «σπάνε» και τους γυρίζει η αστυνομία μεθυσμένους στο σπίτι.
Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ιδιαίτερα η σκηνή όπου η κόρη δηλώνει με αμηχανία σε μια πελάτισσα του κομμωτηρίου στο οποίο εργάζεται ότι οι δύο ταλαίπωροι φτωχοντυμένοι άνθρωποι που μπήκαν είναι συγχωριανοί της, κρύβοντας πως είναι οι γονείς της. Για το λόγο αυτό, Βιμ Βέντερς, θεωρώντας την ταινία αυτή, ως μια ιδιαίτερα σημαντική ταινία της πόλης και της κοινωνιολογίας της, έχει πει το εξής: «Για μένα, ο κινηματογράφος δεν ξαναβρέθηκε ποτέ πριν από αυτή και ποτέ πάλι μετά από αυτή, τόσο κοντά στην ίδια του την ουσία, την ύστατη ομορφιά του και τον ίδιο του τον "ορισμό": έδωσε μιαν ωφέλιμη και αληθινή εικόνα του ανθρώπου του 20ού αιώνα».
Σε όλη την ταινία, οι συζητήσεις για τις εντυπώσεις από τη μεγάλη πόλη δεν γίνονται μπροστά σε εντυπωσιακά αστικά τοπία της ιαπωνικής πρωτεύουσας αλλά μέσα στο στενό σπίτι του γιου που βρίσκεται σε ένα προάστιο που δεν έχει τίποτα το πολύβουο και θαυμαστό, που θα περίμενε κανείς, όπως το επισημαίνουν άλλωστε και οι επαρχιώτες γονείς. Ο σκηνοθέτης δεν μας «χαρίζει» καμιά κοσμοπολίτικη σκηνή ευφορίας και πλήθους ή αρχιτεκτονικής μεγαλούπολης εκτός από λίγα λεπτά κατά τη διάρκεια της ξενάγησης στο Τόκιο, καθώς περνούν με το τουριστικό λεωφορείο μπροστά από την νησίδα πράσινου, στην καρδιά της πόλης, όπου βρίσκεται το παλάτι. Επίσης η βασική συζήτηση που αφορά την επιστροφή (που τελικά επισπεύδεται κάπως) γίνεται μπροστά σε ένα έρημο και απέραντο θαλασσινό τοπίο με ιδιαίτερα χωροταξικά και τεχνολογικά στοιχεία (μπετόν) που χωρίζουν από τη ακτή.
Η παρουσία ανθρώπων συνδέεται μόνο με τη διαμονή των γονέων εκτός Τόκιο, στο Ατάμι, ένα τουριστικό θορυβώδες μέρος της περιφέρειας της ιαπωνικής μεγαλούπολης, που τους έστειλαν τα παιδιά τους τα οποία, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με τουριστικούς περιπάτους των φιλοξενουμένων τους γονέων. Στην πραγματικότητα το Ατάμι αποτελεί μια άρνηση της πόλης, που προσφέρεται στους γονείς ως μέρος της επίσκεψης στην πόλη που όμως (προφανώς) δεν ικανοποιεί με την ανωνυμία, την πολυκοσμία και το βραδινό θόρυβο τους γονείς.
Όπως είπαμε, το πέρασμα από ενότητα σε ενότητα, στην ταινία, δεν γίνεται με κάποια όμορφα τοπιογραφικά πλάνα και "φοντύ ανσαινέ" από τις ομορφιές, τα παράδοξα ή τα αρχιτεκτονήματα της πόλης. Ο Οζού με επιμονή, τρεις φορές, τη μια μετά την άλλη, μας εμφανίζει ως σύμβολο του Τόκιο καπνούς και ψηλές καπνοδόχους εργοστασίων καθώς και, ακόμα μια φορά, σκουριασμένα ικριώματα παλιών εργοστασίων. Για ένα έργο γυρισμένο το 1953, η περιβαλλοντική αυτή ευαισθησία μόνο από έναν δημιουργό του μεγέθους του Οζού θα μπορούσε να προέλθει. Άλλωστε τα αρνητικά αυτά περιβαλλοντικά στοιχεία, ως χαρακτηριστικά της μεγάλης πόλης, εξυπηρετούν τον γενικότερο αισθητικό και φιλοσοφικό στόχο του σκηνοθέτη.
Αν όμως το Τόκιο, ως παράδοση, αρχιτεκτονική, πολιτισμός και ανθρωπιά απουσιάζει, δεν συμβαίνει το ίδιο με την Ονομίτσι, τη μικρή πόλη της καταγωγής της οικογένειας. Αυτή αντιπαρατίθεται μέσα στην ταινία, στις θλιβερές εικονογραφίες της μεγαλούπολης, χάρη στα δικά της χαρακτηριστικά της απλής ζωής, της θρησκευτικής της (βουδιστικής) αρχιτεκτονικής, των όμορφα επιλεγμένων εξωτερικών.
Τέτοιες αντιπαραθέσεις αποτελούν ευκαιρίες, ώστε η κεντρική ιδέα, το μήνυμα του κινηματογραφικού δημιουργού, που βασίζεται στη σύγκριση της μιας πόλης με την άλλη, να αποκτήσει όσο γίνεται περισσότερη διαύγεια. Και στην ταινία αυτή, όπως και σε άλλες ταινίες της πόλης που συμβαίνει να χαρακτηρίζονται από κάποιο ιδιαίτερο ανθρώπινο περιεχόμενο και υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα είναι φανερή η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο πόλεις. Πολλές καλές ταινίες της πόλης είναι σε μεγάλο βαθμό ταινίες «ιστορίας δύο πόλεων». Το «Ταξίδι στο Τόκιο» είναι «Ταξίδι από την Ονομίτσι».
© Copyright 1999 Ioannis Rentzos All rights reserved.