Το 2000, η «κοινωνία του θεάματος» έχει πια γίνει σλόγκαν της μόδας, όχι τόσο διάσημο όσο ήταν παλιά η «ταξική πάλη», αλλά πιο αποδεκτό κοινωνικά. Συν τοις άλλοις, η Κ.Δ. έχει επισκιαστεί τώρα απ’ την κεντρική της μορφή, τον Γκυ Nτεμπόρ, που σήμερα παρουσιάζεται σαν ο τελευταίος ρομαντικός επαναστάτης. Στο Βερολίνο όπως και στην Αθήνα, πρέπει κανείς να πάει πέρα απ’ την καταστασιακή μόδα για να εκτιμήσει τη συνεισφορά της Κ.Δ. στην επανάσταση. Παρομοίως, πρέπει κανείς να σκίσει το «μαρξιστικό» πέπλο για να καταλάβει τι είπε πραγματικά ο Μαρξ ―και τι σημαίνει ακόμα για μας.
Η Κ.Δ. έδειξε ότι δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς μια άμεση γενικευμένη κομμουνιστικοποίηση του συνόλου της ζωής και ότι αυτός ο μετασχηματισμός είναι ένας απ’ τους όρους για την καταστροφή της κρατικής εξουσίας. Επανάσταση σημαίνει το τέλος όλων των διαχωρισμών, και πρώτα απ’ όλα αυτού του διαχωρισμού που αναπαράγει όλους τους άλλους: της εργασίας, ως δραστηριότητας ξεκομμένης απ’ την υπόλοιπη ζωή. Η απαλλαγή απ’ τη μισθωτή εργασία σημαίνει την αποεμπορευματοποίηση του τρόπου που τρώμε, που κοιμόμαστε, που μαθαίνουμε και ξεχνάμε, που μετακινούμαστε από το ένα μέρος στο άλλο, ανάβουμε το φως στο υπνοδωμάτιο, σχετιζόμαστε με τη βελανιδιά στο δρόμο κτλ.
Είναι όλα αυτά κοινοτοπίες; Όμως δεν ήταν πάντα και δεν είναι ακόμα για όλους.
Αρκεί να διαβάσουμε τις Αρχές της Κομμουνιστικής παραγωγής και Διανομής που γράφτηκε το 1935 απ’ τη γερμανο-ολλανδική Αριστερά, για ν’ αντιληφθούμε το εύρος της εξέλιξης. Όσο για τον Μπορντίγκα και τους επιγόνους του, πάντα θεωρούσαν τον κομμουνισμό ως ένα Πρόγραμμα που θα μπει σ’ εφαρμογή μετά την κατάληψη της εξουσίας. Ας θυμηθούμε απλά για τι γινόταν λόγος το 1960, όταν οι ριζοσπάστες συζητούσαν γύρω απ’ την «εργατική εξουσία» και καθόριζαν την κοινωνική αλλαγή ως μια ουσιαστικά πολιτική διαδικασία.
Η επανάσταση είναι κομμουνιστικοποίηση. Αυτό είναι τόσο σημαντικό, όσο ήταν για παράδειγμα η απόρριψη των συνδικάτων μετά το 1918. Μ’ αυτό δεν ισχυριζόμαστε ότι η επαναστατική θεωρία θά ’πρεπε ν’ αλλάζει κάθε τριάντα χρόνια, αλλά ότι μια αρκετά μεγάλη προλεταριακή μειοψηφία απέρριψε τα συνδικάτα μετά το 1914 και μια άλλη δραστήρια μειοψηφία στόχευσε στην κριτική της καθημερινής ζωής τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Η Κ.Δ. ξεπέρασε τα όρια της οικονομίας, της παραγωγής, του χώρου δουλειάς (εργαστηρίου) και του εργατισμού γιατί, τότε, απ’ το Watts ως το Τορίνο, οι προλετάριοι πράγματι αμφισβητούσαν το σύστημα εργασίας και τις δραστηριότητες εκτός δουλειάς. Όμως σπανίως οι ίδιες ομάδες ανθρώπων επιτίθονταν και στα δύο πεδία: οι μαύροι εξεγείρονταν ενάντια στην εμπορευματοποίηση της ζωής στο γκέτο, ενώ μαύροι και λευκοί εργάτες εξεγείρονταν ενάντια στον υποβιβασμό τους σε τελευταίο τροχό της αμάξης, όμως τα δύο κινήματα δεν κατάφεραν να συναντηθούν. Στο χώρο δουλειάς οι εργάτες απ’ τη μία απέρριπταν τη δουλειά και απ’ την άλλη ζητούσαν μεγαλύτερα μεροκάματα: η ίδια η μισθωτή εργασία ποτέ δεν καταργήθηκε. Όμως υπήρξαν προσπάθειες αμφισβήτησης του συστήματος στο σύνολό του, π.χ. στην Ιταλία, και η Κ.Δ. ήταν ένας απ’ τους τρόπους με τους οποίους εκφράστηκαν αυτές οι απόπειρες.
Σ’ αυτό το σημείο είναι που οι καταστασιακοί ακόμα μας διαφωτίζουν. Σ’ αυτό όμως επίσης προσφέρονται για κριτική.
Τα όρια της Κ.Δ. βρίσκονται στο δυνατό της σημείο: μια κριτική του εμπορεύματος που ξαναγύρναγε στα βασικά χωρίς να φτάνει ακριβώς στη βάση.
Η Κ.Δ. και αρνήθηκε και αγκάλιασε τη συμβουλιακή αριστερά. Όπως και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, αντιμετώπισε το κεφάλαιο σα διαχείριση που στερεί τους προλετάριους από οποιοδήποτε έλεγχο πάνω στή ζωή τους, και συμπέρανε ότι ήταν απαραίτητο να βρεθεί ένας κοινωνικός μηχανισμός που να δίνει τη δυνατότητα στον καθένα να συμμετέχει στη διαχείριση της ζωής του. Η θεωρία του «γραφειοκρατικού καπιταλισμού» της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα έδινε μεγαλύτερη σημασία στη γραφειοκρατία απ’ ό,τι στο κεφάλαιο. Παρόμοια, σύμφωνα με τη θεωρία της Κ.Δ. για τη «θεαματική κοινωνία» το θέαμα ήταν πιο σημαντικό στον καπιταλισμό απ’ ό,τι το ίδιο το κεφάλαιο. Τα τελευταία γραφτά του Ντεμπόρ ουσιαστικά επαναδιατύπωσαν τον καπιταλισμό σαν πλήρως ενσωματωμένο θέαμα, όμως το σφάλμα υπήρχε ήδη στην Κοινωνία του Θεάματος το 1967 όπου το μερικό παρερμηνεύθηκε ως συνολικό.
Το θέαμα δε γεννιέται από μόνο του. Είναι ριζωμένο στις σχέσεις παραγωγής, και μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από μια κατανόηση του κεφαλαίου, όχι αντίστροφα. Είναι η διαίρεση της εργασίας που μεταμορφώνει τον εργάτη σε θεατή της εργασίας του, του προϊόντος του, τελικά της ζωής του. Το θέαμα είναι η ύπαρξή μας αλλοτριωμένη σε εικόνες που τρέφονται απ’ αυτήν, το αυτονομημένο προϊόν των κοινωνικών μας πράξεων. Ξεκινά από μας και αποσπάται από μας μέσω της παγκόσμιας αναπαράστασης των εμπορευμάτων. Γίνεται εξωτερικό ως προς τη ζωή μας γιατί η ζωή μας αναπαράγει διαρκώς την εξωτερικότητά του.
Η έμφαση στο θέαμα οδήγησε σε μια πάλη για μια μη θεαματική κοινωνία: στην σκέψη των καταστασιακών, η εργατική δημοκρατία λειτουργεί σαν αντίδοτο στη θέαση, σαν η καλύτερη δυνατή μορφή κατασκευής καταστάσεων. Η Κ.Δ. αναζητούσε μια αυθεντική δημοκρατία, μια δομή όπου οι προλετάριοι δεν θα ήταν πια θεατές. Έψαχνε για ένα μέσο (τη δημοκρατία), έναν τόπο (το συμβούλιο) και έναν τρόπο ζωής (τη γενικευμένη αυτοδιεύθυνση) που θα έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να σπάσουν τα δεσμά της παθητικότητας.
Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην Ντεμπορική και Βανεγκεμική εκδοχή της Κ.Δ. Η συμβουλιακή ιδεολογία και η ριζοσπαστική υποκειμενικότητα τονίζουν και οι δύο την αυτενέργεια, είτε αυτή προέρχεται απ’ την εργατική συλλογικότητα είτε απ’ το άτομο.
«Πιστεύω ότι όλοι οι φίλοι μου και εγώ θα ήμασταν ικανοποιημένοι να δουλεύουμε ανώνυμα στο Υπουργείο της Σχόλης, για μια κυβέρνηση που επιτέλους θα ενδιαφέρεται ν’ αλλάξει τη ζωή (...)», Ντεμπόρ, Potlach, ν. 29, 1957.
Στην αρχή οι καταστασιακοί πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να πειραματιστεί κανείς άμεσα με νέους τρόπους ζωής. Σύντομα διαπίστωσαν ότι τέτοια πειράματα απαιτούσαν μια συνολική συλλογική επανοικειοποίηση των συνθηκών ύπαρξης. Άρχισαν με μια επίθεση ενάντια στο θέαμα ως παθητικότητα και έφτασαν στην επιβεβαίωση του κομμουνισμού ως ενεργητικής δραστηριότητας. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες σημείο απ’ το οποίο δεν μπορούμε να υπαναχωρήσουμε. Αλλά μέσα σ’ όλη τη διαδικασία αυτής της (εκ νέου)ανακάλυψης, το λάθος ήταν η υπόθεση ότι πρέπει να υπάρχει μια χρήση της ζωής, υπόθεση που λογικά οδηγούσε στην αναζήτηση μιας ολότελα διαφορετικής χρήσης.
Αυτή η αναζήτηση μιας διαφορετικής χρήσης της ζωής ταυτόχρονα τροφοδότησε και ακρωτηρίασε την κριτική της Κ.Δ. στο μιλιταντισμό.
Ήταν απαραίτητο ν’ αποκαλυφτεί η πολιτική δράση ως διαχωρισμένη δραστηριότητα όπου το άτομο αγωνίζεται για έναν σκοπό αποσπασμένο από τη δική του ζωή, καταστέλλει τις επιθυμίες του και θυσιάζεται για ένα στόχο ξένο προς τα συναισθήματα και τις ανάγκες του. Έχουμε όλοι δει παραδείγματα αφοσίωσης σε μια ομάδα και/ή σε μια κοσμοθεωρία που καταλήγει στο να γίνεται το άτομο αδιάφορο απέναντι στα πραγματικά γεγονότα και ανίκανο να κάνει ανατρεπτικές πράξεις όταν αυτές είναι εφικτές.
Όμως μόνο η αλληλεπίδραση πραγματικών σχέσεων μπορεί να εμποδίσει την εκδήλωση προσωπικών αδυναμιών και αλλοτριωμένης αυταπάρνησης. Αντίθετα, η Κ.Δ. απαιτούσε συνολική ριζοσπαστικότητα και συνέπεια σε 24ωρη βάση, αντικαθιστώντας τη μιλιτάντικη ηθική με τη ριζοσπαστική, πράγμα εξίσου ανεφάρμοστο. Η εξήγηση της ίδιας της Κ.Δ. για το θάνατό της μετά το ’68 είναι θλιβερή: γιατί σχεδόν κανένα μέλος της δεν αποδείχτηκε αντάξιο της κατάστασης; Μόνο ο Γκυ Ντεμπόρ ήταν; Ίσως το κύριο σφάλμα του Ντεμπόρ ήταν να δρα (και να γράφει) λες και δεν ήταν δυνατό ποτέ να κάνει σφάλμα.
Ήταν ανατρεπτικό να γελοιοποιείς τη μιλιτάντικη ψευτομετριοφροσύνη με το να αυτοαποκαλείσαι Διεθνής και να στρέφεις το θέαμα ενάντια στον εαυτό του όπως το σκάνδαλο του Στρασβούργου το 1966. Όμως το τέχνασμα στράφηκε εναντίον τους όταν οι καταστασιακοί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν διαφημιστικές τεχνικές ενάντια στο διαφημιστικό σύστημα. Το σλόγκαν τους «Σταματήστε το σόου» εκφυλίστηκε στο να γίνουν οι ίδιοι ένα σόου και τελικά να κάνουν επίδειξη.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Κ.Δ. απολάμβανε να παραθέτει αποσπάσματα του Μακιαβέλλι και του Κλαούζεβιτς. Πράγματι, οι καταστασιακοί πίστευαν ότι κάποια τεχνική, με την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοζόταν με οξυδέρκεια και στυλ, θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα σε μια ομάδα έξυπνων νεαρών να νικήσει τα MME στο ίδιο τους το παιγνίδι και να επηρεάσει την κοινή γνώμη μ’ έναν επαναστατικό τρόπο. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει μια παρανόηση της θεαματικής κοινωνίας.
Πριν και κατά τη διάρκεια του ’68, η Κ.Δ. είχε συχνά βρει τη σωστή συμπεριφορά απέναντι σε πραγματικότητες που πρέπει να γελοιοποιηθούν πριν μπορέσουμε να τις επαναστατικοποιήσουμε: την πολιτική, την εργασιακή ηθική, το σεβασμό στην κουλτούρα, την αριστερή καλή θέληση κ.ο.κ. Αργότερα, καθώς η καταστασιακή δραστηριότητα ξεθώριαζε δεν έμειναν και πολλά πέρα από μια συμπεριφορά, και σύντομα ούτε καν η σωστή, καθώς παραδόθηκε στην αυτοαξιοποίηση, στο φετιχισμό των συμβουλίων, στη σαγήνευση από την κρυφή πλευρά των διεθνών υποθέσεων, καθώς και σε λανθασμένες αναλύσεις της Ιταλίας και της Πορτογαλίας.
Η Κ.Δ. ανήγγειλε την έλευση της επανάστασης. Αυτό που ήρθε είχε πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά που είχε προαναγγείλει η Κ.Δ. Τα συνθήματα στους δρόμους στο Παρίσι το ’68 ή στη Μπολώνια το ’77 απηχούσαν τα άρθρα που πριν είχαν δημοσιευτεί στην επιθεώρηση της Κ.Δ. με το γυαλιστερό εξώφυλλο. Όμως, δεν ήταν επανάσταση. Η Κ.Δ. ισχυρίστηκε ότι είχε γίνει. Η γενικευμένη δημοκρατία (και πάνω απ’ όλα, η εργατική δημοκρατία) ήταν το ανατρεπτικό όνειρο του τέλους του ’60-αρχών του ’70: αντί να το αντιληφθούν ως το όριο αυτής της περιόδου, οι καταστασιακοί το ερμήνευσαν σα δικαίωση της απαίτησης για τη δημιουργία συμβουλίων. Δεν κατάφεραν να δουν ότι η αυτόνομη αυτοδιαχείριση των εργοστασιακών αγώνων μπορεί να είναι μόνο ένα μέσο, ποτέ ένας στόχος καθ’ εαυτόν ή μια αρχή.
Η αυτονομία συνόψισε το πνεύμα της εποχής: η απελευθέρωση απ’ το σύστημα, όχι η διάλυσή του.
Μια μελλοντική επανάσταση δε θα είναι τόσο η συσπείρωση του προλεταριάτου σε μπλοκ, όσο η αποσύνθεση αυτού που μέρα με τη μέρα αναπαράγει τους προλετάριους ως προλετάριους. Αυτή η διαδικασία σημαίνει συνάντηση και οργάνωση στο χώρο δουλειάς, αλλά και μετασχηματισμό του· σημαίνει τόσο να βγαίνει κανείς απ’ αυτόν όσο και να συναντιέται εκεί μ’ άλλους. Η κομμουνιστικοποίηση δε θα μοιάζει με το Σαν Φρανσίσκο του 1966 ούτε θα επαναλάβει τις παλιές καθιστικές διαμαρτυρίες στα εργοστάσια σε πολύ ευρύτερη κλίμακα.
Η Κ.Δ. κατέληξε να προσθέσει τη συμβουλιακή ιδεολογία στις αυταπάτες περί επαναστατικού «σαβουάρ-βιβρ», δηλ. σ’ ένα ανατρεπτικό life-style. Ήθελε έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα θα ισοδυναμούσε με διαρκή ευχαρίστηση και παρουσίασε το τέλος της εργασίας σαν αρχή της ατέλειωτης διασκέδασης και χαράς. Ποτέ δεν ξέφυγε εντελώς από μια τεχνικίστικη προοδευτική άποψη περί μιας αφθονίας που προκύπτει από την αυτοματοποίηση.
Απ’ τις πολύ λίγες ομάδες που είχαν κοινωνική απήχηση στο ανατρεπτικό κύμα στα μέσα του ’60, η Κ.Δ. προσέγγισε τον κομμουνισμό καλύτερα από τον καθένα εκείνη την εποχή. Υπήρχε ένα ιστορικά αξεπέραστο ασυμβίβαστο ανάμεσα στο «Κάτω η δουλειά!» και στο «Εξουσία στους εργάτες!». Η Κ.Δ. βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της αντίφασης.
Ιούνιος 2000