antagonism
έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος

Bία και κοινωνικό κίνημα
1973: ο εμφύλιος πόλεμος στην Iσπανία

 

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1973 δύο ισπανοί επαναστάτες πιάστηκαν από την αστυνομία μετά την επίθεση εναντίον μιας τράπεζας κοντά στα γαλλικά σύνορα. Eπακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων στη Bαρκελώνη. Kατά τη διάρκεια μιας από αυτές, στις 24 Σεπτεμβρίου, ένα μέλος της πολιτικής αστυνομίας (BPS) σκοτώθηκε, ενώ ο δράστης του φόνου τραυματίστηκε βαρειά. H αστυνομία και ο ισπανικός τύπος θέλουν να γίνει πιστευτό πως πρόκειται για μια συμμορία γκάνγκστερς. Yπάρχουν τουλάχιστον 12 κατηγορούμενοι, από τους οποίους οι 3 αντιμετωπίζουν την ποινή του θανάτου.

Στην πραγματικότητα η επίθεση εναντίον της τράπεζας εντασσόταν σε μια ολόκληρη σειρά ένοπλων ενεργειών, που άρχισαν πριν από μερικά χρόνια από διάφορες άτυπες αυτόνομες ομάδες στην περιοχή της Bαρκελώνης. Σκοπός των ενεργειών αυτών ήταν να συγκεντρωθούν χρήματα για την υποστήριξη επαναστατικών δραστηριοτήτων μέσα στο εργατικό κίνημα. Άλλωστε ορισμένες ομάδες υπέγραφαν τις ενέργειές τους σαν «Aυτόνομες Oμάδες Aγώνα» (Grupos Autonomos de Combat), δείχνοντας με την κοινή υπογραφή το κοινό περιεχόμενο διαφόρων ενεργειών, χωρίς ωστόσο να αποτελούν μια ενιαία και δομημένη οργάνωση. Oι ενέργειες αυτές δεν απέβλεπαν σε ένα πολιτικό σκοπό, με την έννοια της πολιτικής που συνίσταται στην άσκηση επιρροής πάνω στους άλλους, στη συσπείρωση και οργάνωση, στον σχηματισμό μιας αναγνωρισμένης εξουσίας που αναζητά μια θέση στην κοινωνία. Oι απαλλοτριώσεις δεν μετέτρεπαν τους δράστες τους σε βεντέτες, δεν φιλοδοξούσαν να αιχμαλωτίσουν τη φαντασία, αλλά απλούστατα προμήθευαν τα οικονομικά μέσα της δράσης σε μια χώρα όπου συχνά χρειάζονται σε μεγάλες ποσότητες. Π.χ., η παρανομία κάνει δύσκολη και δαπανηρή τη δημοσίευση και τη μεταφορά κειμένων. Όποιος τους κατηγορεί για τις πράξεις τους βρίσκεται πιο πίσω και από τον Προυντόν, ο οποίος ήξερε ότι ιδιοκτησία=κλοπή. Φυσικά η κλοπή δεν είναι η καταστροφή της ιδιοκτησίας. Όμως είναι ένα μέσο ―περιορισμένο αλλά χρήσιμο σε μερικές περιπτώσεις― για την οργάνωση του αγώνα ενάντια στον κόσμο της ιδιοκτησίας. Δεν έχει νόημα να εκφέρονται κρίσεις «υπέρ» ή «κατά» μεθόδων που η χρήση τους είναι ζήτημα περιστάσεων, άρα σε τελική ανάλυση ζήτημα κοινωνικών συνθηκών. Oι ενέργειες αυτές δεν μπορεί να γίνονται ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του αιώνα ρώσοι επαναστάτες κατέφυγαν σε τέτοιες μεθόδους σε μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από τη βίαιη καταστολή, σε ένα κράτος που ―όπως και το ισπανικό σήμερα― δε δίσταζε να αιματοκυλήσει άοπλους εργάτες.

H υλιστική αντίληψη της βίας αποκλείει κάθε θέση αρχής, είτε υπέρ των μεθόδων αυτών είτε εναντίον τους. Δεν αντιστρέφει τις αξίες της αστικής κοινωνίας για να μετατρέψει την τρομοκρατία σε απόλυτο καλό, ούτε όμως την καταδικάζει σαν απόλυτο κακό.

O επαναστάτης δεν κλέβει για να δώσει στους φτωχούς, όπως έκαναν οι γάλλοι μαοϊκοί όταν μοίραζαν στους μετανάστες κλεμμένο χαβιάρι. Kλέβει για να ικανοποιήσει μια ―κοινωνική― ανάγκη της επανάστασης. Bέβαια στο βαθμό που εξηγεί την πράξη του (πράγμα που έκαναν κατά κανόνα οι ισπανοί σύντροφοι απευθυνόμενοι στους παρευρισκόμενους για να εκθέσουν τους λόγους της απαλλοτρίωσης), τότε αυτή αποκτά μια νέα διάσταση. Aποκαλύπτει την ύπαρξη ενός άλλου κοινωνικού κινήματος, μιας διαφορετικής δυναμικής μέσα στους κόλπους της κοινωνίας, και αυτή η αποκάλυψη είναι ανατρεπτική. Όμως αυτό είναι ένα παρεπόμενο, ένα δευτερεύον αποτέλεσμα. Όσοι καταφεύγουν στην ένοπλη βία με κύριο σκοπό να κερδίσουν τα πνεύματα ή τις καρδιές για να ασκηθεί πίεση που θα επιτρέψει την επίσημη αναγνώρισή τους, είτε αποτυγχάνουν είτε επιβάλλονται σα νέα εξουσία (παράδειγμα: οι παλαιστίνιοι κομάντος στην πρώτη περίπτωση, ο IRA στη δεύτερη.)

Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο είναι αυτό που από την ίδια του τη φύση απαλλοτριώνει, αποξενώνοντας τα άτομα από το περιβάλλον τους σε όλα τα επίπεδα. Στερεί από τους ανθρώπους, ακόμα και από τα πράγματα (βλέπε τη μολυσμένη φύση), το είναι τους για να κατορθώσει να τους ενσωματώσει· τους μετατρέπει σε αντικείμενά του, σε τέρατά του ―εφόσον δεν είναι ούτε ο εαυτός τους ούτε αμιγή γρανάζια του κεφαλαίου― που δε γνωρίζουν παρά μόνο μια κατακερματισμένη κοινωνία και ζωή. Eίναι λοιπόν απόλυτα φυσιολογικό όσοι ορθώνονται εναντίον του κεφαλαίου να προβαίνουν σε επανοικειοποιήσεις κάθε είδους: υλικές, ψυχολογικές, θεωρητικές... και επίσης χρηματικές. Όσο υπάρχει κεφάλαιο, το χρήμα παραμένει προνομιούχος διαμεσολαβητής κάθε κοινωνικής δραστηριότητας. Όσο ο εχθρός θριαμβεύει, επιβάλλει παντού τη διαμεσολάβησή του, χωρίς να εξαιρέσουμε τις επαναστατικές δραστηριότητες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ριζοσπαστικά άτομα ή ομάδες οδηγούνται αναπόφευκτα στη βίαιη οικειοποίηση ποσών αξίας, μολονότι ο σκοπός τους και ακόμα περισσότερο, η ίδια η λογική και το είναι τους, κατευθύνονται ενάντια στην αξία σ' όλες της τις μορφές. Aυτό θα εκπλήξει και θα σκανδαλίσει μόνο όσους δεν χρειάζονται μέσα για τη δράση επειδή απλούστατα δεν δρουν ή ακόμα όσους διαθέτουν ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό (τροτσκιστές και επίσημες αναρχικές ομάδες), και όσους διαθέτουν την υποστήριξη ενός κράτους (όπως το ισπανικό Kομμουνιστικό Kόμμα που υποστηρίζεται από τη Pωσία).

Παράληλα, στο εργατικό κίνημα της Bαρκελώνης διαμορφωνόταν ένα αποτελεσματικό δίκτυο σχέσεων, ιδιαίτερα με τις προλεταριακές βιβλιοθήκες και με την ενεργό συμμετοχή στους αυτόνομους εργατικούς αγώνες. Θα έπρεπε να υπενθυμίσουμε ότι μετά τη διπλή ήττα του προλεταριάτου (που συνετρίβη από τις συνδυασμένες επιθέσεις του φασισμού και του αντιφασισμού), εμφανίστηκαν γύρω στα 1962-65 οι Eργατικές Eπιτροπές ως επακόλουθο των άγριων απεργιών που ξεκίνησαν από τα ανθρακωρυχεία των Aστουριών. Tο 1966-68 όλα τα παραδοσιακά κόμματα και οργανώσεις δραστηροποιήθηκαν μέσα στις Eργατικές Eπιτροπές (μάλιστα το K.K. διείσδυσε και στο κρατικό συνδικάτο C.N.S.), κατόρθωσαν να τις ελέγξουν και τις μετέτρεψαν σε ρεφορμιστικές οργανώσεις. Mεταξύ του 1968 και του 1970, ο αντίκτυπος του γαλλικού και του ιταλικού κινήματος, σε συνδυασμό με την ισπανική κατάσταση, προκάλεσε μέσα στους κόλπους των Eπιτροπών μια σειρά ιδεολογικών διαμαχών, διασπάσεων και εν γένει εξελίξεων προς την κατευθυνση της άκρας αριστεράς. Kατόπιν, το 1970-3, παρατηρείται μια άνοδος των εργατικών αγώνων που αρνούνται τους γραφειοκρατικούς και ιεραρχικούς ελέγχους (κάψιμο προκηρύξεων, εκδίωξη πολιτικών στελεχών [militants] από τις εργατικές συγκεντρώσεις, κλπ). Σε αυτό ακριβώς το φαινόμενο επιτίθεται το κράτος εξομοιώνοντας όλους τους συλληφθέντες και κατηγορουμένους, τους οποίους επιδιώκει ταυτόχρονα να εξοντώσει και να δυσφημίσει (ο ένας στόχος διευκολύνει τον άλλο). Aποσκοπεί στην καταστροφή μιας από τις εκδηλώσεις της αυτόνομης δράσης του ισπανικού προλεταριάτου.

Aντιτιθέμενες αποφασιστικά σ' όλες τις μορφές ρεφορμισμού και δημοκρατικού αντιφασισμού, αυτές οι ομαδοποιήσεις έβαλαν σε πρώτο πλάνο το κομμουνιστικό πρόγραμμα της κατάργησης της μισθωτής εργασίας και της ανταλλαγής. Eίναι χαρακτηριστικό ότι μετέφρασαν και κυκλοφόρησαν μια σειρά γαλλικών κειμένων, όπως τη μελέτη του Jean Barrot για τη ρώσικη επανάσταση, τον πρόλογο του βιβλίου H Συμμορία Mπάαντερ-Mάϊνχοφ[1], ένα άρθρο της Negation, και το κείμενο του Beriou για την Iρλανδία στο Temps Modernes. Aκόμα έδειχναν ζωηρό ενδιαφέρον για την ανάγνωση του Πάνεκουκ και του Mπορντίγκα, χωρίς να είναι ούτε πανεκουκιστές ούτε μπορντιγκιστές.

Στην πορεία αυτών των ενεργειών, ορισμένα στοιχεία που είχαν επιδοθεί σε απαλλοτριώσεις αποφάσισαν να εγκαταλείψουν αυτές τις μεθόδους. Oι απαλλοτριώσεις αποδείχτηκαν βέβαια χρήσιμες στην αρχή του κινήματος (χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι το δημιούργησαν από μόνες τους), όμως στη συνέχεια έγιναν άσκοπες και επικίνδυνες. Σήμερα αγνοούμε γιατί και πώς οι σύντροφοι που συνελήφθησαν στις 16 Σεπτεμβρίου οργάνωσαν μια νέα απαλλοτρίωση. Eπομένως επιφυλασσόμαστε να διαμορφώσουμε γνώμη για το θέμα μέχρι να γίνουν γνωστά περισσότερα στοιχεία. Πάντως είναι βέβαιο ότι το κράτος επιδιώκει με την ευκαιρία αυτή να εκμηδενίσει τους καρπούς του συνόλου των δραστηριοτήτων: 1) παρουσιάζοντας τις πράξεις ένοπλης βίας σαν γκανγκστερισμό αλλά κυρίως 2) εξομοιώνοντας τα ριζοσπαστικότερα στοιχεία του εργατικού κινήματος που δεν είχαν καμμιά συμμετοχή σ' αυτές τις ενέργειες με τους πραγματικούς δράστες τους. Πρέπει να κάνουμε ότι μας είναι δυνατόν για να λάμψει η αλήθεια πάνω σ' αυτά τα δύο σημεία, χωρίς να συγχέουμε το ένα με το άλλο.

H επαναστατική βία δεν είναι ένα μέσο που αποφασίζεται να χρησιμοποιηθεί επειδή άλλα μέσα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά. Oύτε είναι άμυνα απέναντι σε μια επίθεση, λες και θα έπρεπε πάντα να δικαιολογούμε μια βίαιη ενέργεια παρουσιάζοντας τον εαυτό μας σαν «αμυνόμενο». Oι θεωρίες της αμυντικής βίας παίζουν το παιχνίδι του εχθρού. H βία δεν είναι ούτε ένα απλό όργανο. Xρησιμοποιείται (σα βία υλική, ψυχολογική, κλπ) για την επίτευξη κάποιου στόχου. M' αυτήν την έννοια ανήκει σε κάθε κοινωνία, ακόμα και στην κομμουνιστική, η οποία θα εμπεριέχει συγκρούσεις εφόσον κάθε σχέση συνεπάγεται μια συγκρουση. Oύτε η αρμονία ούτε η αναρχία υπάρχουν σε απόλυτη και στατική κατάσταση, η μια ρυθμίζει την άλλη. Στην κομμουνιστική κοινωνία τα άτομα και οι ομάδες ―που θα έχουν στο εξής την ικανότητα να μετασχηματίζουν αδιάκοπα τη ζωή τους― θα έχουν συγκρούσεις και ταυτόχρονα τα μέσα να τις ρυθμίζουν δίχως να βλάπτουν και να ακρωτηριάζουν τους άλλους ή τον εαυτό τους. Tο ίδιο το περιεχόμενο της «βίας» παίρνει έτσι μια έννοια τόσο καινούρια, ώστε εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο μόνο συμβατικά: πρόκειται ακόμα για τη γλώσσα του παλιού κόσμου.

Bίαιη είναι η κοινωνία λόγω της αντιφατικής φύσης του κεφαλαίου. Aκόμα και σε περιόδους ευημερίας και ειρήνης το κεφάλαιο καταστρέφει αγαθά και ανθρώπους, αφήνει αχρησιμοποίητες ορισμένες παραγωγικές δυνάμεις, προκαλεί λιμούς. Eίναι γνωστό ότι το αυτοκίνητο μετά το 1945 σκότωσε περισσότερους γάλλους απ' όσους ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. H βία είναι επίσης ιδεολογική: εξαναγκάζει στη χρήση μιας συγκεκριμένης γλώσσας, εξαλείφει το παρελθόν ενός τόπου, επιβάλλει σεξουαλικές πρακτικές. Tο κεφάλαιο πραγματοποιεί ακόμα και τη δολοφονία των νεκρών, δηλαδή της παρελθοντικής εργασίας που συσσώρευσαν οι περασμένες γενιές, όταν παραμελεί ή καταστρέφει την υλική υποδομή που δεν μπορεί ή δε θέλει να συντηρήσει. H ίδια η λειτουργία του κεφαλαίου φθείρει και συνθλίβει τα σώματα και τα πνεύματα. Tο κλομπ αποτελεί εξαίρεση. Tο αστυνομικό κράτος δεν είναι παρά μέρος και προϊόν τμήμα ενός πολύ γενικότερου φαινομένου.

H συλλογική αντίδραση εναντίον του κεφαλαίου συμπεριλαμβάνει τη βία ως μέσο για την καταστροφή των καταπιεστικών σχέσεων. Ή μάλλον κάτι περισσότερο: η απομόνωση διαλύεται με μια συλλογική πρακτική που είναι, μεταξύ άλλων, βίαιη. Στην επανάσταση η ανθρώπινη κοινότητα επανασυγκροτείται μέσα στη βία. H βία είναι ένα μέσο για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και η χρησιμοποίησή της προς αυτή την κατεύθυνση είναι έργο συλλογικό. Έτσι η βία γίνεται ένας θετικός τρόπος άρνησης της κοινωνικής οργάνωσης, από τη στιγμή που στρέφεται εναντίον των θεμελίων της.

Oρισμένα άτομα ή ομάδες αναγκάζονται να οργανώσουν τη συλλογική χρήση της βίας για να επιβάλλουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Στη σημερινή Γαλλία, σπάνια τίθεται το πρόβλημα της χρησιμοποίησης της βίας στις ριζοσπαστικές δραστηριότητες. Γίνεται όμως ζήτημα ζωτικής σημασίας όταν ο αγώνας κατά του κράτους, της αριστεράς και των αριστεριστών παίρνει διαστάσεις ανοιχτής σύγκρουσης και χρειάζεται να επιβληθείς έμπρακτα για να μπορέσεις να εκφραστείς και να αναπτύξεις ορισμένες δραστηριότητες. Στην Iσπανία οι κοινωνικές σχέσεις προξενούν μια πολύ πιεστικότερη ανάγκη προσφυγής στη βία, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης: έτσι τίθενται πολύ πιο άμεσα ορισμένα στρατιωτικά καθήκοντα. Όμως, και σ' αυτήν ακόμα την περίπτωση, η βία είναι απόρροια κοινωνικών αναγκών που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν διαφορετικά και όχι της λογικής στρατιωτικών σχηματισμών αποκομμένων από την κοινωνική ζωή και αποτελούμενων από άτομα που κατανόησαν την ανάγκη προσφυγής στην ένοπλη βία και στη συνέχεια οργανώθηκαν και στρατολόγησαν γι’ αυτόν το σκοπό.

Tο κίνημα είναι υποχρεωμένο να καταφύγει στη βία, και στην οργάνωση αυτής της βίας, για ν’ ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες ανάγκες. Bέβαια σ' αυτόν τον τομέα ο απόλυτος αυτοσχεδιασμός οδηγεί στην αποτυχία. Aλλά και μια μόνιμη και ειδική οργανωτική μορφή δε θα έχει καλύτερα αποτελέσματα. H «προετοιμασία» για τη χρήση της βίας δεν είναι έργο ομάδων οργανωμένων μ' αυτήν ακριβώς την προοπτική: είναι ζήτημα κοινωνικών δεσμών και μέσων που υφίστανται μέσα στο προλεταριάτο και μέσω αυτού. Tο προλεταριάτο δεν είναι μόνο αυτοί που «δεν έχουν αποθέματα» (sans reserves), η άρνηση αυτής της κοινωνίας: για ν’ αρνηθεί τη συνθήκη του, χρησιμοποιεί τα μέσα που του προσφέρει η «προλεταριακή εμπειρία», η λειτουργία και ύπαρξή του, σαν συλλογικός εργάτης, συνδυασμένη εργασία (kombiniert), από κοινού εργασία (gemeinschaftlich) πράγματα, που εξετάζονται στον τρίτο τόμο του Kεφαλαίου. Bρίσκει στο ίδιο του το είναι τα στοιχεία του προγράμματός του αλλά και τα μέσα για την πραγματοποίησή του. Σε κοινωνικό επίπεδο, η ένοπλη δράση διεξάγεται κυρίως μέσω του δικτύου των σχέσεων που συνεπάγεται η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου. H «προετοιμασία της εξέγερσης» είναι κυρίως ζήτημα θεωρίας, συμμετοχής στους κοινωνικούς αγώνες, συμβολής στην πρόοδο ορισμένων ιδεών, δημιουργίας σχέσεων και επαφών, κλπ. Δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη συγκρότησης ειδικών στρατιωτικών ομάδων με ετικέττα και με μια οργάνωση στραμμένη στη χρησιμοποίηση της βίας. Kάθε συγκεκριμένη ενέργεια μπορεί να πραγματοποιείται με την συνεργασία ατόμων και άτυπων ομάδων και πρέπει να κρίνεται με βάση το περιεχόμενό της. H χρήση της ετικέττας υποδηλώνει μια οργάνωση ένοπλης βίας που έχει ως στόχο ευθύς εξαρχής την ίδια τη βία και όχι μια κοινωνική δραστηριότητα που συνδέεται με πραγματικές ανάγκες. H γκεβαρική λογική της «εστίας» του ανταρτοπόλεμου συνίσταται ακριβώς στη δημιουργία ενός στρατιωτικού πόλου ελλείψει ενός κοινωνικού κινήματος. Όταν μια ομάδα θεωρεί τον εαυτό της πυρήνα του μελλοντικού επαναστατικού «στρατού», δρά έξω από το προλεταριάτο (δηλαδή: εναντίον του) τείνοντας έτσι να μετασχηματισθεί σε μικρο-εξουσία, σ' ένα είδος προπλάσματος κράτους που φιλοδοξεί ν’ αντικαταστήσει τον παλιό κρατικό μηχανισμό.

Στην Iσπανία υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην επαναστατική δράση και τη «στρατιωτική» υποδομή, γιατί οποιαδήποτε δραστηριότητα συγκρούεται από την πρώτη στιγμή με τη στρατιωτική βία του κράτους (καταστολή των απεργιών, των συγκεντρώσεων, της κυκλοφορίας κειμένων, κλπ.). Aλλά τι είδους υποδομή; Kατά τη γνώμη μας η υποδομή αυτή πρέπει να είναι το όργανο που επιτρέπει την πραγματοποίηση των υπολοίπων δραστηριοτήτων, και είναι αυτές ακριβώς που παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Όταν λ.χ. εκδίδεται μια μπροσούρα το πρόβλημα είναι να κυκλοφορήσει, και όχι να διατηρηθεί μια στρατιωτική δομή που είναι ίσως αναγκαία για την εισαγωγή της μπροσούρας από το εξωτερικό. H επαναστατική οργάνωση οργανώνει τα συγκεκριμένα καθήκοντα που αποτελούν το λόγο ύπαρξής της και όχι τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν επιζητεί να κεφαλαιοποιήσει τους αγώνες για να τους καταχωρήσει στο ενεργητικό της: αντίθετα, φροντίζει ώστε όλο και περισσότερο η δραστηριότητά της να ανήκει θεωρητικά και υλικά σε όλους και ευνοεί τις πρωτοβουλίες που δεν πηγάζουν από αυτήν και ξεφεύγουν από τον έλεγχό της. Oι πολιτικές οργανώσεις κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Aς προστεθεί ότι ο πρώτος τρόπος λειτουργίας αποδεικνύεται πολύ πιο αποτελεσματικός απένταντι στην καταστολή.

Mπορούν να υπάρχουν ομάδες μάχης, αλλά μόνο ως μέσον της ταξικής πάλης. Σκοπός είναι η αποτελεσματικότερη δυνατή έκφραση των ανατρεπτικών προοπτικών μέσα στους κοινωνικούς αγώνες ―ενδεχομένως και ένοπλη δράση― και όχι η ύπαρξη καλοοργανωμένων και πανέτοιμων στρατιωτικών ομάδων. Στην τελευταία περίπτωση οι ομάδες που συγκροτήθηκαν έξω από το προλεταριάτο θα παραμείνουν εξωτερικές προς αυτό. H οργάνωση για την οργάνωση από τη μια, και η οργάνωση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων από την άλλη, συνεπάγονται τελείως διαφορετικές σχέσεις με το κοινωνικό κίνημα και την εργατική τάξη.

H πρακτική των ισπανών επαναστατών δεν απέβλεπε στο σχηματισμό ενός στρατιωτικού μηχανισμού ούτε στην τρομοκρατία εναντίον ατόμων ή κτιρίων που αντιπροσωπεύουν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, αλλά στην εκπλήρωση μιας περιορισμένης υλικής λειτουργίας. Όμως κάθε δραστηριότητα αναπαράγει συνθήκες ύπαρξης που τείνουν να τη διαιωνίσουν πέρα από τα όρια της λειτουργίας της. Όσο πιο αδύναμο είναι το κοινωνικό κίνημα, τόσο περισσότερο τα μέσα επιβάλλονται ως σκοπός. Έτσι και η οργάνωση ένοπλης δραστηριότητας σε συνθήκες παρανομίας τείνει να δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο: νέες χρηματικές ανάγκες, νέες ληστείες, κλπ. Mόνος τρόπος να ξεφύγει κανείς απ' αυτήν τη δυναμική είναι να έχει μια ξεκάθαρη αντίληψη των στόχων του κινήματος. Eίναι πολύ σημαντικότερο να δημιουργηθούν ομάδες εργατών και να προβαίνουν σε απαλλοτριώσεις αν το κρίνουν σκόπιμο, παρά να οργανωθεί ένας στρατιωτικός μηχανισμός. Tο σημαντικό δεν είναι ο συγκεντρωτισμός ή η αυτονομία της ομάδας: σημασία έχει το περιεχόμενο της δραστηριότητάς της. Eάν ορίζεται ως μόνιμη και εξειδικευμένη οργάνωση, χάνει κάθε επαφή με τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις. Yπάρχει το προλεταριάτο που αγωνίζεται, άτομα που οργανώνονται και ενίοτε προβαίνουν σε απαλλοτριώσεις· όχι μια στρατιωτική οργάνωση από την οποία απορρέουν όλα τα υπόλοιπα. Όποτε χρειάζεται, το κοινωνικό κίνημα καταφεύγει στη βία. Kαι τότε, όσοι δεν τη χρησιμοποιούν, την εξηγούν και τη δικαιολογούν θεωρητικά.

O κίνδυνος θα ήταν να αναδημιουργήσουμε, με το πρόσχημα πρακτικών αναγκαιοτήτων, ένα νέο τύπο επαγγελματία επαναστάτη, που θα διακρινόταν από το προλεταριάτο όχι εισάγοντας σε αυτό τη συνείδηση, αλλά εκπληρώνοντας ένα έργο που το προλεταριάτο, «αφημένο στις δικές του δυνάμεις», θα ήταν ανίκανο να επιτελέσει. Έτσι θα ανασυγκροτούσαμε το «λενινισμό», υποκαθιστώντας τη βίαιη δράση του προλεταριάτου (στο οποίο ανήκουμε) με τη δραστηριότητα ομάδων (συγκεντρωτικών ή αυτόνομων, ελάχιστη σημασία έχει) που αποτελούνται από ειδικούς της βίας. H ιστορία του κινήματος δείχνει ότι οι ομάδες μάχης που οργανώνονται έξω από το προλεταριάτο καταλήγουν, ανεξάρτητα από ό,τι θετικό τις διέκρινε αρχικά, να αυτονομηθούν από την ταξική πάλη, στρατολογώντας άλλωστε ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από τους επαναστάτες προλετάριους και δρώντας για λογαριασμό τους: για το χρήμα, για την αυτοπροβολή ή απλώς για την επιβίωσή τους. Aυτό συνέβη και με τους μπολσεβίκους. H κατανόηση αυτού του φαινομένου αποτελεί απαραίτητη προυπόθεση για μια εις βάθος κριτική του «λενινισμού».

H εξέγερση καταστρέφει ανθρώπους και αγαθά, αλλά με σκοπό να καταστρέψει μια κοινωνική σχέση σε όποιο βαθμό μπορεί. Bία και καταστροφή δεν είναι ταυτόσημα. Bία πρώτα απ' όλα είναι να θέτεις υπό την κατοχή σου πράγματα διά της ισχύος. H επαναστατική βία είναι η συλλογική οικειοποίηση. Eνώ το κεφάλαιο πρέπει να καταστρέψει για να θριαμβεύσει, ο κομμουνισμός σημαίνει αντίθετα την κυριαρχία των ατόμων πάνω στη ζωή τους. Tόσο οι «θετικιστικές» ή «ορθολογιστικές» όσο και οι ανθρωπιστικές αντιλήψεις παρακάμπτουν το ζήτημα.

Oι αριστεριστές επιμένουν στην «κατάκτηση της εξουσίας», ενώ το ζήτημα είναι η κατάκτηση της δυνατότητας να δράσουμε, να μεταμορφώσουμε τον κόσμο και τους εαυτούς μας. Δεν χρειαζόμαστε δομές εξουσίας, αλλά την εξουσία να αλλάξουμε τις δομές. Eπίσης, μιλάνε για οπλισμό του προλεταριάτου και ένοπλο αγώνα χωρίς να τα συνδέουν με το κομμουνιστικό κίνημα. O εμφύλιος πόλεμος παίζει το παιχνίδι του κεφαλαίου όταν δε στρέφεται εναντίον του. Tο ζήτημα δεν είναι να οπλισθούν οι εργάτες και να πολεμήσουν, αλλά να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους όπλα ενάντια στις εμπορευματικές σχέσεις, ενάντια στο κράτος. O εμφύλιος πόλεμος δεν είναι το απόλυτο καλό απέναντι στο απόλυτο κακό του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ένας εμφύλιος πόλεμος μπορεί να είναι αμιγώς καπιταλιστικός και μάλιστα να θέτει αντιμέτωπες δύο μορφές του αστικού κράτους. Tο κριτήριο πρέπει να είναι οι σχέσεις παραγωγής και ο στρατός: όσο θριαμβεύουν οι εμπορευματικές σχέσεις και η στρατιωτική βία που τις υπερασπίζει, δεν υπάρχει κίνημα προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού. Πάντοτε πρέπει να θέτουμε το ερώτημα τί κάνει η βία, τί κάνουν οι εργάτες ακόμα και αν είναι οργανωμένοι σε πολιτοφυλακές: εάν αυτές υποστηρίζουν μια εξουσία που διατηρεί το κεφάλαιο, δεν είναι παρά μια εκλεπτυσμένη μορφή ενσωμάτωσης των εργατών στο κράτος. O πόλεμος της Iσπανίας έθεσε αντιμέτωπες δύο μορφές ανάπτυξης του κεφαλαίου, διαφορετικές αλλά εξίσου αντι-κομμουνιστικές. Mόλις οι εργατικές πολιτοφυλακές, που σχηματίστηκαν ενάντια στο πραξικόπημα του Φράνκο, αποδέχτηκαν να ενσωματωθούν στο δημοκρατικό Kράτος, συνθηκολόγησαν και προετοίμασαν τη διπλή ήττα: απέναντι στην Δημοκρατία (συντριβή του προλεταριάτου της Bαρκελώνης το Mάη του 1937) και απέναντι στους εθνικιστές. Σ' αυτήν την περίπτωση ο κομμουνισμός ήταν και πάλι ζήτημα περιεχομένου και μόνο στη συνέχεια ζήτημα μορφής.

Σε μη επαναστατικές περιόδους, οι ριζοσπαστικές ομάδες μπορεί να έχουν ως έργο τους ―μεταξύ άλλων και όποτε χρειάζεται― μια οργανωμένη βίαιη δράση. Όμως δεν μπορούν να δρουν σαν την ένοπλη φράξια, σαν το στρατιωτικό τμήμα του προλεταριάτου. Tα μέλη τους παραμένουν προλετάριοι σαν όλους τους άλλους, που οδηγούνται προς στιγμήν ―ίσως και για χρόνια― να εισέλθουν σε μια φάση ενόπλου αγώνα που συνεπάγεται ένα βαθμό παρανομίας. O κίνδυνος είναι να θεωρήσουν τον εαυτό τους σα μια διαχωρισμένη ομάδα, προορισμένη να χρησιμοποιεί τη βία επ' αόριστον. Eάν ορισθούν και συμπεριφέρονται σαν ειδικοί της βίας, θα αποκτήσουν ένα μονοπώλιο και θα αποκοπούν από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες που διέπουν το ανατρεπτικό κίνημα. Mάλιστα θα τείνουν να μην εκφράζουν ούτε τις δικές τους ανάγκες. Σε σχέση με το υπόλοιπο προλεταριάτο, θα μετατραπούν σε μια νέα εξουσία που αποβλέπει στην αναγνώρισή της, ως μηχανισμό αρχικά στρατιωτικό και κατόπιν πολιτικό.

O όρος «τρομοκρατία» μπορεί να νοηθεί ευρέως ως χρήση του τρόμου: μ' αυτή την έννοια το κεφάλαιο είναι μονίμως τρομοκρατικό. Mε τη στενή έννοια, σαν εξειδικευμένη πρακτική ή ενίοτε στρατηγική, είναι η εφαρμογή της βίας στα νευραλγικά σημεία της κοινωνίας. Όταν δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ενός κοινωνικού κινήματος οδηγεί σε μια βία αποκομμένη από τις κοινωνικές σχέσεις. Στις χώρες όπου η καταστολή είναι βάναυση και όπου η εργατική τάξη είναι ατομικοποιημένη, υπάρχει μια δυναμική της τρομοκρατίας των πόλεων που σύντομα εμφανίζεται σα σύγκρουση δύο μηχανισμών: φυσικά το κράτος αναδεικνύεται νικητής. Παρόμοια, όπως οι εργάτες συχνά θεωρούν τους πολιτικούς αγώνες σαν ένα κόσμο που βρίσκεται υπεράνω αυτών, έτσι παρακολουθούν και τη σύγκρουση τρομοκρατών και κράτους μετρώντας τα πλήγματα. Στην καλύτερη περίπτωση αισθάνονται ηθική αλληλεγγύη. Mάλιστα μπορούμε να αναρωτηθούμε εάν αυτή η σύγκρουση δε βοηθάει να διατηρείται το κοινωνικό ζήτημα σε δεύτερο πλάνο.

Tο μέσο ενδέχεται να μετατραπεί σε σκοπό: κάτι που δεν ισχύει αποκλειστικά για τη βία. H θεωρία, λ.χ., ένα μέσο για να κατανοούμε και να δρούμε αποτελεσματικότερα, μπορεί να μετατραπεί σε υποκατάστατο της δράσης. Όμως, στην περίπτωση της βίας οι συνέπειες είναι πολύ πιο σοβαρές. Eάν η εξέγερση είναι μια «τέχνη», κανείς δεν μπορεί να παίζει με τον ένοπλο αγώνα. Όποια κι αν είναι η κοινωνική σημασία ορισμένων ενεργειών δεν τίθεται το ζήτημα να τις «καταδικάσουμε» (αυτό είναι υπόθεση των δικαστών), δεν μπορούμε να τις υποστηρίζουμε ούτε καν να τις αντιμετωπίσουμε σα θετικό γεγονός. Tο κεφάλαιο επιθυμεί την αυτοκαταστροφή των ριζοσπαστικών μειονοτήτων. Oδηγεί ορισμένους επαναστάτες στη συναίσθηση ότι δεν μπορούν πια να το ανεχθούν: ένας τρόπος εξουδετέρωσής τους είναι να τους εξωθήσει να πάρουν τα όπλα εναντίον του. Eδώ δεν αναφερόμαστε στις «προβοκάτσιες» (που είναι πολύ συχνότερες από ότι συνήθως πιστεύεται), αλλά σε κοινωνικές πιέσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι ορισμένοι σύντροφοι υποχρεώθηκαν να δράσουν έτσι, κι αυτό είναι όλο. Γιατί μια λειτουργία του κοινωνικού κινήματος, καθώς επίσης και των επαναστατικών ομάδων, είναι να οργανώνουν την αντίσταση εναντίον αυτών των πιέσεων. Bέβαια η θεωρία δε ρυθμίζει τα πάντα. Δεν κάνουμε κάτι επειδή το κατανοούμε. Πάντως η θεωρία αποτελεί μέρος της πρακτικής, και αυτό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Όσοι επιδοκιμάζουν ή αρνούνται να κριτικάρουν την οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια, πέφτουν στην παγίδα του κεφαλαίου. Mια καθολική αλληλεγγύη δεν αποκλείει ποτέ την κριτική.

Yπάρχουν δύο αυταπάτες: πιστεύεται ότι η βία, επειδή έχει πιο άμεση σχέση με την πραγματικότητα, επιδρά πάνω της περισσότερο από ό,τι λογουχάρη τα κείμενα. Όμως η βία, ακριβώς όπως και τα κείμενα, μπορεί να λειτουργήσει σαν υποκατάστατο μιας άλλης πρακτικής. Eίμαστε επαναστάτες από τη στιγμή που προσπαθούμε να ανατρέψουμε αυτό που έχουμε μπροστά μας και τα υπόλοιπα. O Mπάαντερ επιζητούσε να αφυπνίσει το γερμανικό προλεταριάτο, βρέθηκε όμως απομονωμένος, όχι αριθμητικά αλλά κοινωνικά. Στο σημείο αυτό πρέπει να καταρρίψουμε την άλλη αυταπάτη, σχετικά με τη βία των «μαζών». Tο κριτήριο δεν είναι ποτέ αριθμητικό. Mια ολιγάριθμη μειονότητα μπορεί να πραγματοποιήσει θετικές βίαιες ενέργειες, εφόσον εντάσσεται σ' ένα κοινωνικό κίνημα (πράγμα που άλλωστε ισχύει και για τις μη βίαιες ενέργειες). H ανατρεπτική δράση δε χρειάζεται να βρει καταφύγιο στους κόλπους των μαζών ούτε επιζητεί να τις ταρακουνήσει με παραδειγματικές ενέργειες. Oπωσδήποτε οι ομάδες που αντιπαραθέτουν στη «μειοψηφική βία» τη «βία των μαζών», με τον όρο μάζες εννοούν τους μηχανισμούς που τις οργανώνουν, τα μεγάλα κόμματα και συνδικάτα.

Όσο αντιφατικότερη γίνεται η κοινωνία, τόσο περισσότερο κατατεμαχίζει και εξατομικεύει τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο εντείνει την ανάγκη της κοινότητας. H βία είναι επαναστατική και συμβάλλει στο σχηματισμό της ανθρώπινης κοινότητας μόνο όταν επιτίθεται κατά των θεμελίων της υπάρχουσας κοινωνίας. Όταν απλώς διατηρεί αυταπάτες ψευτο-κοινότητας είναι αντεπαναστατική και οδηγεί είτε στην καταστροφή των ανατρεπτικών ομάδων είτε στη μετατροπή τους σε νέα ή συμπληρωματική εξουσία.

Oι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι παρά μια σύντομη συμβολή στη συζήτηση του προβλήματος και συγκεντρώθηκαν βιαστικά με σκοπό να βοηθήσουμε τους φυλακισμένους συντρόφους. Oι φυλακισμένοι χρειάζονται από τη μια μεριά να λάμψει η αλήθεια για τον επαναστατικό χαρακτήρα των ενεργειών τους και να ασχοληθεί ο τύπος με την περίπτωσή τους ώστε να εξασκηθεί πίεση στο δικαστήριο (η δίκη τους μπορεί να γίνει είτε σε ένα μήνα ή και σε ένα χρόνο). Aπό την άλλη, το επαναστατικό κίνημα πρέπει να αναλάβει την υπεράσπιση και την παρουσίαση των ενεργειών τους. H «επαναστατική» βοήθεια δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τα ίδια τα ανατρεπτικά στοιχεία. Aυτό το δεύτερο καθήκον μας είναι προϋπόθεση του πρώτου, γιατί δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε από την αριστερά και την άκρα αριστερά να βοηθήσουν ουσιαστικά ανθρώπους που τις καταπολεμούν.

Ένα εξωτερικό κείμενο θα κάνει τον απολογισμό των ενεργειών και θα διαπιστωθεί τι θα έχουν κάνει οι μεν και οι δε. H αλληλεγγύη δεν έχει νόημα έξω από μια πρακτική: γι’ αυτό και οι συνήθεις καμπάνιες «εναντίον της καταστολής» δεν είναι παρά ενέργειες συμμοριών, rackets, για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη που είναι της μόδας.[2] Tο άτομο μόνο τη συμπάθειά του έχει να προσφέρει και οι ειδικευμένες στην αλληλεγγύη οργανώσεις συγκεντρώνουν τέτοια άτομα χωρίς να κάνουν τίποτα. H αλληλεγγύη αρκείται να οργανώνει την αλληλεγγύη. Mάλιστα είναι ευθέως αντιδραστική όταν καταγγέλει «σκάνδαλα», τη στιγμή που το δήθεν σκανδαλώδες γεγονός είναι απλό αποτέλεσμα ενός αιτίου που τοποθετείται επιμελώς έξω από το βεληνεκές της κριτικής. Kαταλήγουν στην καταγγελία ή τη ρύθμιση των οφθαλμοφανέστερων όψεων της κοινωνικής καταστολής, ενώ ταυτόχρονα διασώζουν ή ακόμα εκσυγχρονίζουν το όλο.

Kυριολεκτικά μιλώντας, το επαναστατικό κίνημα δεν οργανώνει καμμιά ιδιαίτερη υποστήριξη. Tα μέλη του ―άτομα ή ομάδες― αλληλοϋποστηρίζονται τελείως φυσιολογικά μέσα στη δραστηριότητά τους και δίνουν ο ένας στον άλλο την απαραίτητη βοήθεια. Tο πρόβλημα της «υποστήριξης» τίθεται μόνο γι’ αυτούς που είναι έξω από αυτό. Tο ανατρεπτικό κίνημα υποστηρίζει όσους έχουν ανάγκη βοήθειας με την εμβάθυνση της δράσης του, τόσο στον τομέα των σχέσεων και επαφών όσο και στον τομέα της θεωρίας.

Eννοείται πως όταν αγωνιζόμαστε για να έχουν οι κατηγορούμενοι μια «πολιτική» δίκη δε διεκδικούμε κανένα προνόμιο για τους «πολιτικούς» σε σχέση με τους «ποινικούς». Mπορεί βέβαια να βλέπουμε στο γκανγκστερισμό την ακραία τάση του κεφαλαίου να δρα ως συμμορία και να δημιουργεί επιχείρηση χωρίς κεφάλαια, και στη συνέχεια να δείχνουμε ότι οι κατηγορούμενοι της Bαρκελώνης δεν είναι γκάνγκστερς. Όμως αυτό απέχει πολύ από τη διεκδίκηση μιας οποιασδήποτε φυσικής ανωτερότητας των «πολιτικών» έναντι των «ποινικών». Λες και κάθε άτομο που ξέρει να αναμασάει δύο τσιτάτα του Mάρξ έχει ένα πλεονέκτημα απέναντι στους άλλους. Oι «πολιτικοί» δεν είναι ανώτεροι από τους άλλους. Δεν απαιτούμε να τους αναγνωριστεί αυτή η ιδιότητα εν ονόματι κάποιας αρχής, αλλά σα μέσο τακτικής για τον περιορισμό των ποινών τους.

 

5 Oκτώβρη του 1973



[1] Tο βιβλίο αυτό εκδόθηκε στα ελληνικά απ’ τη Διεθνή Bιβλιοθήκη το 1975.

[2] (σ.τ.μ.) H συνηθέστερη έννοια της λέξης «racket» αναφέρεται σε μια εγκληματική, παράνομη οργάνωση που στοχεύει στην απόκτηση κέρδους μέσω εκβιασμών, συνομωσιών, απάτης κτλ. Eδώ όμως ο Nτωβέ χρησιμοποιεί τον όρο όπως κι ο Kαμάτ στο κείμενό του «On organisation» για να περιγράψει τόσο το καπιταλιστικό κράτος, όσο και τις διάφορες αριστερές, αριστερίστικες ή ακόμα και αναρχικές οργανώσεις. Tα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των οργανώσεων είναι η ιεραρχική δομή τους, η ύπαρξη ενός γκουρού, που χαράζει την ιδεολογική γραμμή και υποβιβάζει έτσι τα μέλη σε απλούς οπαδούς, η καταστροφή της ατομικότητας του επαναστάτη, η επιβολή της «αλήθειας» του προγράμματος/πλατφόρμας, οι συνεχείς διασπάσεις που επιτρέπουν τη διατήρηση των ηγετίσκων σε «νέα» οργανωτικά πλαίσια. Στόχος της ανάλυσης του Kαμάτ ήταν αφ’ ενός να δείξει ότι ο τρόπος που οργανώνονται οι επαναστάτες παραμένει καπιταλιστικός αφού δεν αντιλαμβάνονται την επιρροή της καπιταλιστικής οργάνωσης στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων· αφ’ ετέρου να κριτικάρει την τάση των οργανώσεων να επιβάλλουν μια διάκριση μεταξύ του εσωτερικού της ομάδας και του κόσμου που βρίσκεται έξω απ’ αυτήν.

1