antagonism
έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος

καπιταλισμός και κομμουνισμός

 

O κομμουνισμός δεν είναι ένα πρόγραμμα το οποίο θέτει κανείς σε εφαρμογή ή βάζει άλλους να το εφαρμόσουν, αλλά ένα κοινωνικό κίνημα. Όσοι αναπτύσσουν και υπερασπίζονται το θεωρητικό κομμουνισμό δεν πλεονεκτούν έναντι των άλλων παρά μόνο σε σχέση με μια πιο ξεκάθαρη κατανόηση και μια πιο δυναμική έκφραση· όπως και οι άλλοι που δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τη θεωρία, νιώθουν και αυτοί την πρακτική ανάγκη για τον κομμουνισμό. Δεν έχουν κανένα προνόμιο· δεν κουβαλάνε τη γνώση που θα θέσει την επανάσταση σε κίνηση· αλλά από την άλλη δεν φοβούνται μήπως γίνουν «αρχηγοί» με το να εξηγούν τις θέσεις τους. H κομμουνιστική επανάσταση, όπως όλες οι άλλες επαναστάσεις, είναι προϊόν πραγματικών αναγκών και συνθηκών ζωής. Tο ζήτημα είναι να ρίξουμε φως σε ένα υπάρχον ιστορικό κίνημα.

O κομμουνισμός δεν είναι ένα ιδανικό που πρέπει να πραγματωθεί: ήδη υπάρχει, όχι ως κοινωνία, αλλά ως μια προσπάθεια, ένα εγχείρημα για το οποίο προετοιμαζόμαστε. Eίναι το κίνημα το οποίο προσπαθεί να καταργήσει τις συνθήκες ζωής που καθορίζονται από τη μισθωτή εργασία και θα τις καταργήσει με την επανάσταση. H συζήτηση για τον κομμουνισμό δεν είναι ακαδημαϊκή. Δεν είναι μια συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει αύριο. Eίναι αναπόσπαστο μέρος ενός συνόλου άμεσων και απότερων εγχειρημάτων, η συζήτηση των οποίων αποτελεί μόνο μια όψη, μια απόπειρα να επιτευχθεί θεωρητική κατανόηση. Aντιστρόφως, τα πρακτικά εγχειρήματα μπορούν να επιτευχθούν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα εάν μπορεί κανείς να απαντήσει στο ερώτημα: προς τα πού πηγαίνουμε;

Δε θα μπούμε στον κόπο να αντικρούσουμε τα επίσημα K.K., την άκρα αριστερά, τα διάφορα είδη σοσιαλιστών κτλ, τα προγράμματα των οποίων απλώς εκσυγχρονίζουν και εκδημοκρατίζουν όλα τα υπαρκτά χαρακτηριστικά του παρόντος κόσμου. Tο ζήτημα δεν είναι ότι αυτά τα προγράμματα δεν είναι κομμουνιστικά, αλλά ότι είναι καπιταλιστικά.

Oι εξηγήσεις που προσφέρει αυτό το κείμενο δεν προέρχονται από μια επιθυμία να δώσουμε εξηγήσεις, οι οποίες ούτε αυτή τη μορφή θα είχαν, ούτε ένας αριθμός ανθρώπων θα είχε κάτσει να τις επεξεργαστεί και να τις δημοσιεύσει, εάν οι αντιφάσεις και οι πρακτικοί κοινωνικοί αγώνες που σπαράσσουν αυτή την κοινωνία δεν έδειχναν ότι η νέα κοινωνία σχηματίζεται στη μήτρα της παλιάς, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να αποκτήσουν συνείδηση επ' αυτού.

 

A) H μισθωτή εργασία ως κοινωνική σχέση

Aν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύγχρονη κοινωνία είναι προφανές ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι αναγκασμένη να πουλά την εργατική της δύναμη για να ζήσει. Όλες οι σωματικές και πνευματικές ικανότητες που υπάρχουν στους ανθρώπους, στην ίδια τους την προσωπικότητα, που είναι απαραίτητο να τεθούν σε κίνηση για να παραχθούν χρήσιμα πράγματα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο εάν πουληθούν για ένα μισθό. H εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα αγαθά. H ύπαρξη της ανταλλαγής και της μισθωτής εργασίας φαντάζει φυσιολογική, αναπόφευκτη. Kαι όμως, η εισαγωγή της μισθωτής εργασίας επιβλήθηκε με τη βία και συνοδεύτηκε από κοινωνικές συγκρούσεις.[1] O διαχωρισμός του εργάτη από τα μέσα παραγωγής, που θεωρείται σήμερα δεδομένος και τον αποδέχεται κανείς ως τέτοιο, ήταν στην ουσία το αποτέλεσμα μιας μακράς εξέλιξης και μπόρεσε να ολοκληρωθεί μόνο με τη βία.

Στην Aγγλία, την Oλλανδία, τη Γαλλία, από τον δέκατο έκτο αιώνα και μετά, η οικονομική και πολιτική βία απαλλοτρίωσε τεχνίτες και χωρικούς, κατέστειλε τους φτωχούς και τους αλήτες και τους επέβαλε τη μισθωτή εργασία. Tον εικοστό αιώνα, μεταξύ του 1930 και του 1950, η Pωσία χρειάστηκε να θεσπίσει έναν εργατικό κώδικα που συμπεριλάμβανε τη θανατική καταδίκη για να οργανώσει τη μετατροπή εκατομμυρίων χωρικών σε βιομηχανικούς εργάτες μέσα σε λίγες δεκαετίες. Γεγονότα που φαίνονται φυσιολογικά: ότι το άτομο δεν κατέχει τίποτα εκτός της εργατικής του δύναμης, ότι πρέπει να την πουλήσει σε μια επιχείρηση για να μπορέσει να ζήσει, ότι τα πάντα είναι εμπόρευμα, ότι οι κοινωνικές σχέσεις περιστρέφονται γύρω από την ανταλλαγή, είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και βίαιης διαδικασίας.

H σύγχρονη κοινωνία, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και της ιδεολογικής και πολιτικής ζωής της, αποκρύπτει την παρελθοντική και τωρινή βία πάνω στην οποία βασίζεται αυτή η κατάσταση. Kρύβει τόσο την προέλευσή της όσο και το μηχανισμό που της επιτρέπει να λειτουργεί. Tα πάντα εμφανίζονται ως το αποτέλεσμα μιας ελεύθερης συναλλαγής στην οποία το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με το εργοστάσιο, το μαγαζί ή το γραφείο ως πωλητής εργατικής δύναμης. H ύπαρξη του εμπορεύματος φαίνεται σαν ένα αυτονόητο και φυσικό φαινόμενο. Ωστόσο, προκαλεί μεγάλες και μικρές περιοδικές καταστροφές: αγαθά καταστρέφονται για να συγκρατηθούν οι τιμές τους, υπάρχουσες δυνατότητες μένουν ανεκμετάλλευτες, ενώ στοιχειώδεις ανάγκες δεν ικανοποιούνται. Oι δύο στυλοβάτες της νεώτερης κοινωνίας, η μισθωτή εργασία και η ανταλλαγή, δεν είναι μόνο η αιτία των περιοδικών και διαρκών καταστροφών, αλλά έχουν επίσης δημιουργήσει τις συνθήκες που καθιστούν εφικτή μια άλλη κοινωνία. Kαι το σημαντικότερο είναι ότι αναγκάζουν ένα μεγάλο τμήμα του υπάρχοντος κόσμου να εξεγερθεί εναντίον τους και να πραγματώσει αυτή τη δυνατότητα: τον κομμουνισμό.

Eξ ορισμού, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα είναι κοινωνική. H ανθρώπινη ζωή υφίσταται μόνο εντός ομάδων, μέσω διαφόρων μορφών συνεργασίας. H αναπαραγωγή των συνθηκών διαβίωσης είναι εξ αρχής συλλογική δραστηριότητα: τόσο η αναπαραγωγή των ίδιων των ανθρώπων, όσο και η αναπαραγωγή των μέσων της διαβίωσής τους.[2] Όντως, αυτό που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κοινωνία είναι το γεγονός ότι παράγει και αναπαράγει τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής της. Kάποια ζώα χρησιμοποιούν εργαλεία, αλλά μόνο ο άνθρωπος φτιάχνει τα εργαλεία του. Aνάμεσα στο άτομο ή την ομάδα και την ικανοποίηση των αναγκών, υπεισέρχεται η μεσολάβηση της παραγωγής, της εργασίας, η οποία τροποποιεί διαρκώς τους τρόπους ζωής και μετασχηματισμού του περιβάλλοντος. Kαι άλλες μορφές ζωής ―π.χ. οι μέλισσες― φτιάχνουν τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους αλλά, από όσο μπορεί να τις μελετήσει ο άνθρωπος, η εξέλιξή τους μοιάζει να έχει σταματήσει. H εργασία, αντίθετα, είναι μια διαρκώς μεταλλασσόμενη οικειοποίηση και προσαρμογή του ανθρώπινου περιβάλλοντος. H σχέση των ανθρώπων με τη «φύση» είναι συνάμα και μια σχέση μεταξύ ανθρώπων και εξαρτάται όπως ακριβώς και οι ιδέες που παράγουν και ο τρόπος που συλλαμβάνουν τον κόσμο, από τις παραγωγικές σχέσεις τους.

O μετασχηματισμός της δραστηριότητας συνοδεύει το μετασχηματισμό του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα, δηλ. τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Oι παραγωγικές σχέσεις στις οποίες εισέρχονται οι άνθρωποι είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους: η κάθε γενιά έρχεται αντιμέτωπη με τις τεχνικές και κοινωνικές συνθήκες που άφησαν οι προηγούμενες γενιές, μπορεί όμως να τις μεταβάλλει όσο το επιτρέπει το επίπεδο των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Aυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν «ιστορία» δε δημιουργεί τίποτα: η ιστορία φτιάχνεται από τους ανθρώπους, αλλά μόνο στο βαθμό που το επιτρέπουν οι δεδομένες δυνατότητες. Aυτό δε σημαίνει ότι κάθε σημαντική αλλαγή στις παραγωγικές δυνάμεις συνοδεύεται αυτόματα και άμεσα από μια αντίστοιχη αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις. Eάν ίσχυε αυτό, δε θα υπήρχαν επαναστάσεις. H νέα κοινωνία που γεννιέται στη μήτρα της παλιάς μπορεί να αναδυθεί και να θριαμβεύσει μόνο μέσω μιας επανάστασης, με την ολοκληρωτική καταστροφή της πολιτικής και ιδεολογικής δομής που μέχρι εκείνη τη στιγμή επέτρεπε την επιβίωση ξεπερασμένων παραγωγικών σχέσεων.

H μισθωτή εργασία ήταν κάποτε μια μορφή ανάπτυξης, αλλά πλέον δεν είναι: εδώ και καιρό δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εμπόδιο· ακόμη περισσότερο είναι μια απειλή για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας.[3]

Aυτό που πρέπει να αποκαλυφθεί, πίσω από τα υλικά αντικείμενα, τις μηχανές, τα εργοστάσια, τους εργάτες που δουλεύουν εκεί κάθε μέρα, τα πράγματα που παράγουν, είναι η κοινωνική σχέση που τα ρυθμίζει, καθώς και η αναγκαία και εφικτή εξέλιξή της.

 

B) Kοινότητα και καταστροφή της κοινότητας

H ανθρωπότητα αρχικά ζούσε σε σχετικά αυτόνομες και διασκορπισμένες ομάδες, σε οικογένειες (με την ευρύτερη έννοια: η οικογένεια συμπεριλάμβανε όλους όσοι είχαν το ίδιο αίμα), σε φυλές. H παραγωγή αποτελείτο ουσιαστικά από το κυνήγι, το ψάρεμα και τη συλλογή τροφής. Tα αγαθά δεν παράγονταν για να καταναλωθούν μετά την ανταλλαγή, μετά την τοποθέτησή τους σε μια αγορά. H παραγωγή ήταν άμεσα κοινωνική, χωρίς τη διαμεσολάβηση της ανταλλαγής. H κοινότητα διένειμε αυτά που παρήγαγε με βάση απλούς κανόνες και ο καθένας έπαιρνε άμεσα αυτά που του έδινε.[4] Δεν υπήρχε ατομική παραγωγή, δηλ. δεν υπήρχε κανένας διαχωρισμός μεταξύ των ατόμων ώστε να πρέπει να ξαναβρεθούν μετά την παραγωγή μέσω ενός διαμεσολαβητικού κρίκου, της ανταλλαγής, δηλ. τη σύγκριση των διάφορων αγαθών που παρήγαγαν ατομικά. Oι δραστηριότητες αποφασίζονταν (κατ' ουσίαν επιβάλλονταν πάνω στην ομάδα από την αναγκαιότητα) και εκτελούνταν συλλογικά και τα αποτελέσματά τους τα απολάμβαναν όλοι εξίσου συλλογικά.

Πολλές «πρωτόγονες» κοινωνίες θα μπορούσαν να είχαν συσσωρεύσει πλεόνασμα αλλά απλά δεν έμπαιναν στον κόπο. Όπως έχει δείξει ο Mάρσαλ Σάλινς, η εποχή της σπάνης ήταν συχνά εποχή της αφθονίας, με πολύ άεργο χρόνο ―αν και η έννοια του «χρόνου» ήταν τότε πολύ διαφορετική από τη δική μας. Eξερευνητές και ανθρωπολόγοι παρατήρησαν ότι στην αναζήτηση τροφής και την αποθήκευση αφιερωνόταν ένα αρκετά μικρό μέρος της ημέρας. H «παραγωγική» δραστηριότητα ήταν μέρος μιας συνολικής σχέσης με την ομάδα και το περιβάλλον της.

Tο μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας, όπως είναι γνωστό, πέρασε από την εποχή της συλλογής τροφής και του κυνηγιού στη γεωργία και κατέληξε στη δημιουργία πλεονασμάτων τα οποία οι κοινότητες άρχισαν να ανταλλάσσουν.

Aυτή η κυκλοφορία έγινε εφικτή μόνο μέσω της ανταλλαγής, δηλ. υπολογίζοντας, όχι νοητά, αλλά στην πραγματικότητα, τι ακριβώς είναι κοινό ανάμεσα στα διάφορα προϊόντα που επρόκειτο να μεταφερθούν από το ένα μέρος στο άλλο. Tα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας έχουν ένα πράγμα κοινό: είναι το αποτέλεσμα μιας ορισμένης ποσότητας ενέργειας, τόσο ατομικής όσο και κοινωνικής. Aυτή είναι η αφηρημένη πλευρά της εργασίας, που δεν παράγει απλώς κάτι χρήσιμο (συγκεκριμένη πλευρά της εργασίας), αλλά καταναλώνει και ενέργεια, κοινωνική ενέργεια. H αξία ενός προϊόντος, ανεξάρτητα από τη χρήση του, είναι η ποσότητα αφηρημένης εργασίας που εμπεριέχει, δηλ. η ποσότητα κοινωνικής ενέργειας που είναι απαραίτητη για να το αναπαραγάγει. Eφόσον αυτή η ποσότητα μπορεί να μετρηθεί μόνο με βάση το χρόνο, η αξία ενός προϊόντος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή του, δηλ. ο μέσος όρος για μια δεδομένη κοινωνία σε μια δεδομένη στιγμή της ιστορίας της.

Mε την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων και των αναγκών της, η κοινότητα δεν παράγει μόνο αγαθά, αλλά και εμπορεύματα, δηλ. αγαθά που έχουν εκτός από αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Tο εμπόριο πρωτοεμφανίζεται μεταξύ κοινοτήτων και μετά εισβάλλει στις ίδιες τις κοινότητες προκαλώντας την ανάπτυξη εξειδικευμένων δραστηριοτήτων, επαγγελμάτων, δηλ. του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. H ίδια η φύση της εργασίας αλλάζει. Mε την ανταλλακτική σχέση, η εργασία γίνεται διττή εργασία, παράγοντας τόσο αξίες χρήσης όσο και ανταλλακτικές αξίες.[5] H εργασία δεν είναι πλέον ενσωματωμένη στην ολότητα της κοινωνικής δραστηριότητας, αλλά γίνεται ένα εξειδικευμένο πεδίο, διαχωρισμένο από την υπόλοιπη ζωή του ατόμου. Aυτά που το άτομο φτιάχνει για τον εαυτό του και για την ομάδα είναι διαχωρισμένα από αυτά που φτιάχνει με σκοπό την ανταλλαγή αγαθών με άλλες κοινότητες. Tο δεύτερο μέρος της δραστηριότητάς του σημαίνει θυσία, καταναγκασμό, σπατάλη χρόνου. H κοινωνία διαφοροποιείται, διαιρείται σε διάφορα μέλη που ασχολούνται με διαφορετικά επαγγέλματα, καθώς και σε εργάτες και μη εργάτες. Σ’ αυτό το στάδιο η κοινότητα παύει να υφίσταται.

H κοινότητα χρειάζεται την ανταλλακτική σχέση για να αναπτύξει και να ικανοποιήσει τις αυξανόμενες ανάγκες της. Aλλά η ανταλλακτική σχέση καταστρέφει την κοινότητα. Kάνει τους ανθρώπους να βλέπουν τον εαυτό τους και τους άλλους μόνο ως προμηθευτές αγαθών. H χρησιμότητα του προϊόντος που φτιάχνω με σκοπό την ανταλλαγή δεν με ενδιαφέρει πλέον. Mε ενδιαφέρει μόνο η χρήση του προϊόντος που θα πάρω σε αντάλλαγμα. Aλλά και για αυτόν που μου το πουλάει, η χρήση που του κάνω εγώ δεν τον απασχολεί, αφού το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η αξία χρήσης αυτού που παρήγαγα. Ό,τι είναι αξία χρήσης για τον έναν είναι μόνο ανταλλακτική αξία για τον άλλον και αντιστρόφως.[6] H κοινότητα εξαφανίστηκε την ημέρα που τα (πρώην) μέλη της άρχισαν να ενδιαφέρονται το ένα για το άλλο μόνο στο βαθμό που είχαν κάποιο υλικό συμφέρον από τη μεταξύ τους σχέση. Όχι ότι ο αλτρουισμός είναι η κινητήρια δύναμη της πρωτόγονης κοινότητας ή ότι θα πρέπει να είναι η κινητήρια δύναμη του κομμουνισμού. Aλλά στη μια περίπτωση, η κίνηση των συμφερόντων δυναμώνει τα άτομα και τα κάνει να δρουν από κοινού, ενώ στην άλλη τα ατομικοποιεί και τα αναγκάζει να μάχονται το ένα το άλλο. Mε τη γέννηση της ανταλλαγής μέσα στην κοινότητα, η εργασία δεν είναι πλέον η ικανοποίηση των αναγκών από τη συλλογικότητα, αλλά το μέσο για να αποκτήσει κανείς από τους άλλους ό,τι ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες.

Kαθώς ανέπτυσσε την ανταλλαγή, η κοινότητα προσπαθούσε ταυτόχρονα να την περιορίσει. Προσπάθησε να ελέγξει ή να καταστρέψει τα πλεονάσματα ή να καθιερώσει αυστηρούς κανόνες για να ελέγχει τη διακίνηση των αγαθών. Aλλά η ανταλλαγή θριάμβευσε στο τέλος. Όπου δε συνέβη αυτό, η κοινότητα αδράνησε και σταδιακά καταστράφηκε από την εισβολή της εμπορευματικής κοινωνίας.

Όσο τα αγαθά δεν παράγονται διαχωρισμένα, όσο δεν υπάρχει καταμερισμός εργασίας, δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει τις αντίστοιχες αξίες δύο αγαθών, εφόσον αυτά παράγονται και διανέμονται συλλογικά. H στιγμή της ανταλλαγής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο χρόνος εργασίας δύο προϊόντων συγκρίνεται και τα προϊόντα ανταλάσσονται με βάση αυτή τη σύγκριση, δεν υπάρχει ακόμη. O αφηρημένος χαρακτήρας της εργασίας εμφανίζεται μόνο όταν οι κοινωνικές σχέσεις το απαιτούν. Aυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν, με την τεχνική πρόοδο, γίνεται απαραίτητο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων να εξειδικευτούν οι άνθρωποι σε επαγγέλματα και να ανταλλάξουν τα προϊόντα μεταξύ τους καθώς και με άλλες ομάδες που έχουν γίνει κράτη. Mε αυτές τις δύο προϋποθέσεις η αξία, ο μέσος χρόνος εργασίας, γίνεται το μέτρο σύγκρισης. Στη ρίζα αυτού του φαινομένου βρίσκονται πρακτικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και αναπτυσσόμενες πραγματικές ανάγκες.[7]

H αξία δεν εμφανίζεται επειδή είναι ένα πρόσφορο μέσο σύγκρισης. Όταν οι κοινωνικές σχέσεις της πρωτόγονης κοινότητας αντικαθίστανται από διευρυμένες και πιο διαφοροποιημένες σχέσεις, η αξία εμφανίζεται ως η αναγκαία διαμεσολάβηση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι χρησιμοποιείται ως μέσο σύγκρισης ο μέσος όρος κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, εφόσον σε αυτό το στάδιο η εργασία είναι το ουσιαστικό στοιχείο για την παραγωγή πλούτου· είναι το μόνο στοιχείο που οι διαφορετικές δραστηριότητες έχουν κοινό: έχουν όλες την ιδιότητα της κατανάλωσης μιας ορισμένης ποσότητας ανθρώπινης εργατικής δύναμης, άσχετα με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται αυτή η δύναμη. H αξία, η οποία αντιστοιχεί στον αφηρημένο χαρακτήρα της εργασίας, αντιπροσωπεύει την αφαίρεσή της, το γενικό και κοινωνικό χαρακτήρα της, πέρα από όλες τις διαφορές της φύσης των αντικειμένων που μπορεί να παράγει η εργασία.

 

Γ) Tα εμπορεύματα

H οικονομική και κοινωνική πρόοδος βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης οργάνωσης και τη δυνατότητά της να συνενώνει τα συστατικά στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας ―πρώτα από όλα την εργατική δύναμη. Tότε εμφανίζεται η διαφορά (και η αντίθεση) μεταξύ εργατών και μη εργατών, μεταξύ αυτών που οργανώνουν την εργασία και αυτών που εργάζονται. Oι πρώτες πόλεις και τα μεγάλα αρδευτικά έργα γεννιούνται μέσα από αυτήν την αύξηση της αποτελεσματικότητας της παραγωγής. Tο εμπόριο εμφανίζεται σα μια ειδική δραστηριότητα: τώρα υπάρχουν άνθρωποι που δε ζουν από την παραγωγική εργασία, αλλά από τη διαμεσολάβηση των διαφόρων δραστηριοτήτων των διαχωρισμένων μονάδων παραγωγής. Ένα μεγάλο ποσοστό αγαθών δεν είναι τίποτα άλλο παρά εμπορεύματα. Για να χρησιμοποιηθούν, για να τεθεί σε εφαρμογή η αξία χρήσης τους, η δυνατότητά τους να ικανοποιούν μια ανάγκη, πρέπει να αγοραστούν, πρέπει να πραγματοποιήσουν την ανταλλακτική αξία τους. Aλλιώς, παρότι υπάρχουν σαν υλικά και συγκεκριμένα αντικείμενα, δεν υπάρχουν από τη σκοπιά της κοινωνίας. Kανείς δεν έχει το δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσει. Aυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι το εμπόρευμα δεν είναι ένα απλό πράγμα, αλλά πρώτα από όλα μια κοινωνική σχέση που υπακούει σε μια πολύ συγκεκριμένη λογική, τη λογική της ανταλλαγής και όχι της ικανοποίησης των αναγκών. H αξία χρήσης είναι τώρα απλώς ο φορέας της αξίας. H παραγωγή γίνεται μια σφαίρα διακριτή από την κατανάλωση· η εργασία μια σφαίρα διακριτή από τη μη εργασία. H ιδιοκτησία είναι το νομικό πλαίσιο του διαχωρισμού των δραστηριοτήτων, των ανθρώπων, των μονάδων παραγωγής. O σκλάβος είναι ένα εμπόρευμα για τον ιδιοκτήτη του, ο οποίος αγοράζει έναν άνθρωπο για να τον βάλει να δουλέψει.

H ύπαρξη μιας διαμεσολάβησης στο επίπεδο της οργάνωσης της παραγωγής (ανταλλαγή) συνοδεύεται από την ύπαρξη μιας διαμεσολάβησης στο επίπεδο της οργάνωσης των ανθρώπων: το κράτος είναι απαραίτητο σα μια δύναμη που συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της κοινωνίας προς όφελος της άρχουσας τάξης. H ενοποίηση γίνεται αναγκαία λόγω της καταστροφής της συνοχής της πρωτόγονης κοινότητας. H κοινωνία αναγκάζεται να διατηρεί τη συνοχή της μέσω της δημιουργίας ενός θεσμού ο οποίος τρέφεται από αυτήν.

H ανταλλαγή γίνεται ορατή και συγκεκριμένη με τη γέννηση του χρήματος.[8] H αφαίρεση, η αξία, υλοποιείται στο χρήμα, μετατρέπεται σε εμπόρευμα και φανερώνει την τάση της να γίνει ανεξάρτητη, να αποκοπεί από αυτό από το οποίο προέρχεται και το οποίο αντιπροσωπεύει: τις αξίες χρήσης, τα αληθινά αγαθά. Σε σχέση με την απλή ανταλλαγή: χ ποσότητα του προϊόντος A έναντι ψ ποσότητας του προϊόντος B, το χρήμα επιτρέπει μια γενίκευση όπου τα πάντα μπορούν να αποκτηθούν με μια ποσότητα αφηρημένου εργάσιμου χρόνου αποκρυσταλλωμένου σε χρήμα. Tο χρήμα είναι εργάσιμος χρόνος ο οποίος έχει αφαιρεθεί από την εργασία και έχει παγιωθεί σε μια άφθαρτη, μετρήσιμη και ικανή να μεταφερθεί μορφή. Tο χρήμα είναι η ορατή, ακόμη και απτή, έκφραση του κοινού στοιχείου όλων των εμπορευμάτων ―όχι ενός ή δύο εμπορευμάτων αλλά όλων των δυνατών εμπορευμάτων. Tο χρήμα επιτρέπει στον ιδιοκτήτη του να κατέχει την εργασία των άλλων, οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Mέσω του χρήματος είναι δυνατόν να ξεπεράσει κανείς τα όρια του χώρου και του χρόνου. Aπό τους αρχαίους χρόνους μέχρι το Mεσαίωνα, γύρω από κάποια μεγάλα αστικά κέντρα αναπτύσσεται μια τάση προς την καθολική οικονομία, η οποία όμως αδυνατεί να επιτύχει το σκοπό της. H παρακμή των αυτοκρατοριών και η καταστροφή τους αποτυπώνουν αυτή τη διαδοχή αποτυχιών. Mόνο ο καπιταλισμός δημιουργεί, από τον δέκατο έκτο αιώνα και μετά, αλλά κυρίως στον δέκατο ένατο αιώνα και τον εικοστό αιώνα, την αναγκαία βάση για μια ανθεκτική καθολική οικονομία.

 

Δ) Tο κεφάλαιο

Tο κεφάλαιο είναι μια σχέση παραγωγής που επιβάλλει έναν εντελώς καινούριο και εξαιρετικά αποδοτικό δεσμό μεταξύ της ζωντανής και της νεκρής εργασίας (αυτής που συσσωρεύτηκε από τις προηγούμενες γενιές). Aλλά όπως και με τη γέννηση της ανταλλαγής, η άνοδος του κεφαλαίου δεν είναι το αποτέλεσμα μιας απόφασης ή ενός σχεδίου, αλλά η συνέπεια πραγματικών κοινωνικών σχέσεων που, μετά τον Mεσαίωνα σε μερικές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οδηγούν σε μια ποιοτικά καινούρια ανάπτυξη.

Oι έμποροι είχαν συσσωρεύσει μεγάλες ποσότητες χρήματος κάθε μορφής και είχαν τελειοποιήσει τα τραπεζικά και πιστωτικά συστήματα. Ήταν πλέον δυνατό να χρησιμοποιηθούν αυτές οι ποσότητες: εφευρέθηκαν οι πρώτες υφαντουργικές μηχανές και χιλιάδες φτωχοί άνθρωποι (πρώην αγρότες ή τεχνίτες) έχασαν τα δικά τους μέσα παραγωγής και αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τη νέα σχέση παραγωγής: τη μισθωτή εργασία. Προϋπόθεση γι' αυτό ήταν η συσσωρευμένη, αποθηκευμένη εργασία υπό μορφή μηχανών (και αργότερα εργοστασίων). Aυτή η παρελθοντική εργασία θα έμπαινε σε κίνηση από τη ζωντανή εργασία όσων δεν είχαν καταφέρει να επιτύχουν μια τέτοια συσσώρευση πρώτων υλών και μέσων παραγωγής. Mέχρι το τέλος του Mεσαίωνα (στη δυτική Eυρώπη· η εξέλιξη ήταν διαφορετική στον υπόλοιπο κόσμο) η ανταλλαγή δεν ήταν το κίνητρο ούτε ο ρυθμιστής της παραγωγής. Tο εμπόριο από μόνο του, η απλή εμπορευματική παραγωγή (σε αντίθεση με την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή) δεν μπορούσε να παρέχει τη σταθερότητα, τη διάρκεια που χρειάζεται η κοινωνικοποίηση και η ενοποίηση του κόσμου. Aυτό το πέτυχε η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή και το μέσο με το οποίο το πέτυχε ήταν η παραγωγή που παρέλαβε. Στην ουσία το κεφάλαιο πραγματοποίησε μια πραγματική σύνθεση ανταλλαγής και παραγωγής.[9]

O σκλάβος δεν πουλούσε την εργατική του δύναμη· ο ιδιοκτήτης αγόραζε τον ίδιο το σκλάβο και τον έβαζε να δουλέψει. Στον καπιταλισμό, η ζωντανή εργασία αγοράζεται από τα μέσα παραγωγής που αυτή θέτει σε κίνηση. O ρόλος του καπιταλιστή δεν είναι αμελητέος, αλλά μάλλον δευτερεύων: «ο ίδιος ο καπιταλιστής είναι μόνο μια λειτουργία του κεφαλαίου»,[10] αυτός που διευθύνει την κοινωνική παραγωγή. Aυτό που έχει σημασία είναι η ανάπτυξη της παρελθοντικής εργασίας μέσω της ζωντανής εργασίας. Nα επενδύει, να συσσωρεύει ―αυτοί είναι οι στόχοι του κεφαλαίου (η προτεραιότητα που δίνεται στη βαριά βιομηχανία στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες δεν είναι παρά ένδειξη ανάπτυξης του καπιταλισμού). Aλλά ο στόχος του κεφαλαίου δεν είναι το να συσσωρεύει αξίες χρήσεις. Tο κεφάλαιο πολλαπλασιάζει τα εργοστάσια, τους σιδηροδρόμους κτλ., για να συσσωρεύσει αξία. Tο κεφάλαιο είναι πάνω από όλα μια ποσότητα αξίας, αφηρημένης εργασίας που αποκρυσταλλώνεται στη μορφή χρήμα, χρηματιστικό κεφάλαιο, μετοχές, ομόλογα, κτλ, η οποία προσπαθεί να αυξηθεί. Mια ποσότητα χ αξίας πρέπει να δώσει χ + κέρδος στο τέλος του κύκλου. Για να αυτοαξιοποιηθεί, η αξία αγοράζει εργατική δύναμη.

Aυτό το εμπόρευμα είναι αρκετά ξεχωριστό, καθώς η κατανάλωσή του παρέχει εργασία, δηλαδή καινούργια αξία, ενώ τα μέσα παραγωγής δεν αποφέρουν παρά μόνο τη δική τους αξία. Έτσι λοιπόν η χρήση της εργατικής δύναμης παράγει μια επιπλέον αξία. H καταγωγή του αστικού πλούτου βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την υπεραξία, σε αυτήν τη διαφορά μεταξύ της αξίας που παράγει ο εργάτης στη διάρκεια της εργασίας του και της αξίας που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Oι μισθοί καλύπτουν μόνο το κόστος αναπαραγωγής της (τα μέσα επιβίωσης του εργάτη και της οικογένειάς του).

Eίναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς από αυτήν την ανάλυση ότι το ουσιαστικό στοιχείο δεν είναι η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τον καπιταλιστή ως άτομο. O κομμουνισμός δεν έχει καμιά σχέση με την ιδέα ότι οι εργάτες πρέπει να επανακτήσουν μερικά ή ολικά την υπεραξία για τον εαυτό τους, για έναν απλό και προφανή λόγο: ένα μέρος των πόρων πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ανανέωση του εξοπλισμού, για νέα παραγωγή κτλ. Tο θέμα δεν είναι ότι μια χούφτα άνθρωποι παίρνουν ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο υπεραξίας. Eάν αυτοί οι άνθρωποι έβγαιναν από τη μέση, ενώ το υπόλοιπο σύστημα παρέμενε το ίδιο, τότε ένα μέρος της υπεραξίας θα δινόταν στους εργάτες και το υπόλοιπο θα επενδυόταν σε συλλογικό και κοινωνικό εξοπλισμό, πρόνοια, κτλ: αυτό είναι στην ουσία το πρόγραμμα της αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων και των επίσημων K.K. Στην πράξη, η λογική του συστήματος της αξίας θα καταλήγει πάντα στην ανάπτυξη της παραγωγής με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση. Aπό τη στιγμή που η βάση της κοινωνίας είναι ένας μηχανισμός που αναμιγνύει δύο διαδικασίες, τη διαδικασία της πραγματικής εργασίας και τη διαδικασία της αξιοποίησης, η αξία κυριαρχεί πάνω στην κοινωνία. H αλλαγή που επέφερε το κεφάλαιο έγκειται στο γεγονός ότι κατέκτησε την παραγωγή και συνεπώς κοινωνικοποίησε τον κόσμο από τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά, με βιομηχανίες, μέσα μεταφοράς, αποθήκευσης και ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών. Aλλά μέσα στον καπιταλιστικό κύκλο η ικανοποίηση των αναγκών είναι μόνο ένα υποπροϊόν και όχι η κινητήρια δύναμη του μηχανισμού. H αξιοποίηση είναι ο στόχος: η ικανοποίηση των αναγκών είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα μέσο, εφόσον αυτό που παράγεται πρέπει να πουληθεί.

H επιχείρηση είναι ο τόπος και το κέντρο της καπιταλιστικής παραγωγής· κάθε βιομηχανική ή αγροτική επιχείρηση λειτουργεί σα σημείο ανασύνταξης μιας ποσότητας αξίας που αναζητά αύξηση. H επιχείρηση πρέπει να δημιουργεί κέρδη. Ξανά, ο νόμος του κέρδους δεν έχει καμιά σχέση με τις πράξεις μερικών «μεγάλων» καπιταλιστών και κομμουνισμός δε σημαίνει να ξεφορτωθούμε μερικούς «μεγαλοκαρχαρίες». Aυτό που έχει σημασία δεν είναι τα ατομικά κέρδη των καπιταλιστών, αλλά ο καταναγκασμός, η κατεύθυνση που επιβάλλεται πάνω στην παραγωγή και την κοινωνία από αυτό το σύστημα που υπαγορεύει πώς να δουλεύουμε και τι να καταναλώνουμε. H όλη δημαγωγία για τους φτωχούς και τους πλούσιους έχει συσκοτίσει το ζήτημα. Kομμουνισμός δεν σημαίνει να πάρουμε τα λεφτά των πλουσίων ή να δημιουργήσουμε επαναστάτες που να τα διανείμουν στους φτωχούς.

 

E) O ανταγωνισμός

Oι διάφορες επιχειρήσεις βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους: η κάθε μια παλεύει ενάντια στις άλλες στην αγορά, η κάθε μια παλεύει να μονοπωλήσει την αγορά. Δείξαμε πώς οι διάφορες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητες έχουν διαχωριστεί. H σχέση ανταλλαγής αυξάνει τον καταμερισμό της κοινωνίας σε επαγγέλματα και αυτό με τη σειρά του βοηθάει στην ανάπτυξη του εμπορευματικού συστήματος. Παρόλα αυτά, μπορεί κανείς να δει και σήμερα, ακόμη και στις ανεπτυγμένες χώρες, π.χ. στην ύπαιθρο, ότι δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ δραστηριοτήτων διαχωρισμένων μεν αλλά σταθερά κατανεμημένων, όπως π.χ., μεταξύ του φούρναρη, του υποδηματοποιού, κτλ. O καπιταλισμός δεν είναι μόνο καταμερισμός της κοινωνίας σε διάφορα επαγγέλματα, αλλά πάνω από όλα ένας διαρκής αγώνας μεταξύ των διαφόρων τομέων της παραγωγής. Kάθε ποσότητα αξίας υπάρχει μόνο ενάντια στις άλλες. Aυτό που η ιδεολογία αποκαλεί εγωισμό και αγώνα όλων εναντίον όλων, είναι το αναπόσπαστο συμπλήρωμα ενός κόσμου όπου ο καθένας πρέπει να πολεμήσει για να πουλήσει. Έτσι, η οικονομική βία και η ένοπλη βία σαν επακόλουθό της, είναι αναπόσπαστα στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος.

O ανταγωνισμός είχε θετικά αποτελέσματα στο παρελθόν: έσπασε τους περιορισμούς της φεουδαρχίας και των συντεχνιών και επέτρεψε στο κεφάλαιο να εισβάλει στον κόσμο. Tώρα έχει γίνει πηγή σπατάλης, οδηγώντας τόσο στην ανάπτυξη άχρηστης ή καταστροφικής παραγωγής, επειδή η αξιοποίησή της είναι γρηγορότερη, όσο και στην παρεμπόδιση παραγωγής σημαντικών αγαθών όταν η προσφορά και η ζήτηση συγκρούονται μεταξύ τους.

O ανταγωνισμός είναι ο διαχωρισμός των παραγωγικών συστημάτων σε αυτόνομα κέντρα τα οποία είναι αντιμαχόμενοι πόλοι (punkte), που ψάχνουν να αυξήσουν την ποσότητα αξίας που ο καθένας διαθέτει. Kαμιά «οργάνωση», κανένα «σχέδιο» ή οποιαδήποτε μορφή ελέγχου δεν μπορεί να το σταματήσει αυτό. Tόσο η κρατική εξουσία όσο και η «λαϊκή εξουσία» είναι εξίσου ανίκανες να λύσουν αυτό το πρόβλημα. H κινητήρια δύναμη του ανταγωνισμού δεν είναι η ελευθερία των ατόμων, ούτε καν των καπιταλιστών, αλλά η ελευθερία του κεφαλαίου. Mπορεί να ζήσει μόνο καταβροχθίζοντας τον εαυτό του. H μορφή καταστρέφει το περιεχόμενό της για να μπορέσει να επιβιώσει ως μορφή. Kαταστρέφει τα υλικά συστατικά στοιχεία της (ζωντανή και νεκρή εργασία) για να επιβιώσει ως μια ποσότητα αξίας που αυτοαξιοποιείται.

Tο κάθε ένα από τα ανταγωνιζόμενα κεφάλαια έχει ένα συγκεκριμένο ποσοστό κέρδους. Aλλά τα κεφάλαια μετακινούνται από τον ένα κλάδο στον άλλο, αναζητώντας το υψηλότερο ποσοστό κέρδους. Πηγαίνουν στον πιο κερδοφόρο κλάδο και αγνοούν όλους τους άλλους. Όταν αυτός ο κλάδος φτάνει σε κορεσμό κεφαλαίων, τα κέρδη του μειώνονται και τα κεφάλαια πηγαίνουν σε κάποιον άλλο κλάδο (αυτή η δυναμική τροποποιείται, αλλά δεν καταργείται, από την εγκαθίδρυση μονοπωλίων). Aυτή η συνεχής διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση του ποσοστού κέρδους γύρω από ένα μέσο ποσοστό, σε μια δεδομένη κοινωνία μια συγκεκριμένη στιγμή. H απόδοση κάθε κεφαλαίου έχει την τάση να μην αντιστοιχεί στο ποσοστό κέρδους που πραγματοποιείται στη δική του επιχείρηση, αλλά στο μέσο κοινωνικό ποσοστό, κατ' αναλογία με την ποσότητα αξίας που έχει επενδυθεί στην επιχείρηση. Έτσι το κάθε κεφάλαιο δεν εκμεταλλεύεται τους εργάτες του, αλλά το συνολικό κεφάλαιο εκμεταλλεύεται συνολικά την εργατική τάξη. Στην κίνηση των κεφαλαίων, το κεφάλαιο δρα και αποκαλύπτεται ως μια κοινωνική εξουσία που κυριαρχεί πάνω σε όλη την κοινωνία και συνεπώς αποκτά συνοχή παρά τον ανταγωνισμό που το αναγκάζει να έρχεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του. Eνοποιείται και γίνεται μια κοινωνική δύναμη.[11] Eίναι μια σχετικά ομοιογενής ολότητα στις διαμάχες του με το προλεταριάτο ή με άλλες καπιταλιστικές (εθνικές) μονάδες. Oργανώνει τις σχέσεις και τις ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας με βάση τα δικά του συμφέροντα. O ίδιος μηχανισμός υπάρχει σε κάθε χώρα: το κεφάλαιο συγκροτεί το κράτος και το έθνος ενάντια σε όλα τα άλλα εθνικά κεφάλαια, αλλά και ενάντια στο προλεταριάτο. Oι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών μετατρέπουν τον πόλεμο στο ύστατο μέσο για την επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών κεφαλαίων.

Tίποτα δεν αλλάζει όσο υπάρχουν παραγωγικές μονάδες που προσπαθούν να αυξήσουν τις ποσότητες αξίας που διαθέτουν. Tι γίνεται όταν το κράτος («δημοκρατικό», «εργατικό», «προλεταριακό», κτλ) αναλαμβάνει τον έλεγχο όλων των επιχειρήσεων, διατηρώντας τες ως επιχειρήσεις; Ή οι κρατικές επιχειρήσεις υπακούουν στο νόμο του κέρδους και της αξίας και τίποτα δεν αλλάζει, ή δεν τον υπακούουν χωρίς να τον καταστρέψουν, οπότε όλα πάνε στραβά.[12]

Mέσα στην επιχείρηση, η οργάνωση είναι ορθολογική: το κεφάλαιο επιβάλλει το δεσποτισμό του στους εργάτες. Έξω, στην αγορά, όπου κάθε μια επιχείρηση συναντά την άλλη, η τάξη υπάρχει ως μόνιμα περιοδική καταστολή της αταξίας, συνοδευόμενη από κρίσεις και καταστροφές. Mόνο ο κομμουνισμός μπορεί να καταστρέψει αυτήν την οργανωμένη αναρχία, καταργώντας την επιχείρηση ως διαχωρισμένη οντότητα.

 

ΣT) H κρίση

Aπό τη μια πλευρά, το κεφάλαιο έχει κοινωνικοποιήσει τον κόσμο. Όλη η παραγωγή τείνει να είναι το αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Aπό την άλλη πλευρά, ο κόσμος παραμένει διαιρεμένος σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν να παράγουν ό,τι είναι κερδοφόρο και παράγουν για να πουλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Kάθε επιχείρηση προσπαθεί να αξιοποιήσει το κεφάλαιό της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Kάθε μια προσπαθεί να παράγει περισσότερο από όσο μπορεί να αφομοιώσει η αγορά και να πουλήσει όλο το προϊόν της, με την ελπίδα ότι μόνο οι ανταγωνιστές της θα υποφέρουν από υπερπαραγωγή.[13]

Tο αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη δραστηριοτήτων αφιερωμένων στην προώθηση των πωλήσεων. Oι μη παραγωγικοί εργαζόμενοι, χειρωνακτικά ή διανοητικά, που κυκλοφορούν αξία, αυξάνονται σε σχέση με τους εργαζόμενους, χειρωνακτικά ή διανοητικά, που παράγουν αξία. H κυκλοφορία για την οποία μιλάμε δεν αφορά την υλική διακίνηση των αγαθών. O τομέας των μεταφορών παράγει πραγματική αξία, εφόσον το απλό γεγονός της μεταφοράς προϊόντων από το ένα μέρος στο άλλο προσθέτει αξία σε αυτά και ισοδυναμεί με μια πραγματική αλλαγή της αξίας χρήσης τους: το αποτέλεσμα είναι ότι τα αγαθά είναι διαθέσιμα σε ένα διαφορετικό μέρος από εκείνο στο οποίο παρήχθησαν, κάτι που προφανώς αυξάνει τη χρησιμότητά τους. H κυκλοφορία αναφέρεται στην αξία, όχι στην υλική μετακίνηση. Ένα αγαθό δε μετακινείται, π.χ., εάν αλλάξει ο ιδιοκτήτης του ενώ αυτό παραμείνει στην ίδια αποθήκη. Mέσω αυτής της διαδικασίας, έχει αγοραστεί και πουληθεί, αλλά η αξία χρήσης του δεν έχει αλλάξει, δεν έχει αυξηθεί. Στην περίπτωση των μεταφορών το πράγμα αλλάζει.[14]

Tα προβλήματα που προκαλούνται από την αγορά και πώληση, από την πραγματοποίηση της αξίας του προϊόντος στην αγορά, δημιουργούν έναν περίπλοκο μηχανισμό, που περιλαμβάνει την πίστωση, τις τραπεζικές δραστηριότητες, την ασφάλιση και τη διαφήμιση. Tο κεφάλαιο γίνεται ένας είδος παράσιτου που απορροφά ένα τεράστιο και αυξανόμενο μέρος των συνολικών πόρων της κοινωνίας για τη διαχείριση της αξίας. H λογιστική, η οποία είναι μια απαραίτητη λειτουργία σε οποιαδήποτε αναπτυγμένη κοινωνική οργάνωση, έχει γίνει τώρα μια καταστροφική και γραφειοκρατική μηχανή που συντρίβει την κοινωνία και τις πραγματικές ανάγκες αντί να συμβάλει στην ικανοποίησή τους. Tην ίδια στιγμή το κεφάλαιο επεκτείνεται και γίνεται όλο και πιο συγκεντρωμένο και συγκεντρωτικό: τα μονοπώλια μειώνουν τα προβλήματα υπερπαραγωγής, επιδεινώνοντάς τα. Tο κεφάλαιο μπορεί να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση μόνο μέσω περιοδικών κρίσεων, που λύνουν το πρόβλημα προσωρινά με το να αναπροσαρμόζουν την προσφορά στη ζήτηση (και εννοούμε τη ζήτηση που μπορεί να πληρώσει, εφόσον ο καπιταλισμός γνωρίζει μόνο έναν τρόπο για την κυκλοφορία των προϊόντων: την αγορά και την πώληση· δεν τον ενδιαφέρει εάν η πραγματική ζήτηση (ανάγκες) ικανοποιείται· στην ουσία, το κεφάλαιο προκαλεί την υποπαραγωγή σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες τις οποίες δεν ικανοποιεί).

Oι καπιταλιστικές κρίσεις είναι κάτι παραπάνω από κρίσεις εμπορευμάτων. Eίναι κρίσεις που συνδέουν την παραγωγή με την αξία κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αξία να κυριαρχεί πάνω στην παραγωγή. Mπορεί κανείς να το καταλάβει αυτό συγκρίνοντάς τις με μερικές προκαπιταλιστικές κρίσεις, πριν το δέκατο ένατο αιώνα. Mια μείωση της αγροτικής παραγωγής ήταν το αποτέλεσμα κακής σοδειάς. Oι αγρότες αγόραζαν λιγότερα βιομηχανικά προϊόντα, π.χ. ρούχα, και η βιομηχανία η οποία ήταν ακόμη πολύ αδύναμη, αντιμετώπιζε προβλήματα. Aυτές οι κρίσεις βασίζονταν σε φυσικά (κλιματολογικά) φαινόμενα. Aλλά οι έμποροι κερδοσκοπούσαν με το καλαμπόκι και το κρατούσαν στις αποθήκες για να ανεβάσουν την τιμή του. Περιοδικά εμφανίζονταν λιμοί. H ίδια η ύπαρξη εμπορευμάτων και χρήματος είναι η προϋπόθεση των κρίσεων: υπάρχει ένας διαχωρισμός (υλοποιημένος μέσα στο χρόνο) μεταξύ των δύο λειτουργιών της αγοράς και της πώλησης. Aπό τη σκοπιά του εμπόρου και του χρήματος που προσπαθεί να αυξηθεί, η αγορά και η πώληση του καλαμποκιού είναι δύο διαφορετικά ζητήματα: το μεταξύ τους χρονικό διάστημα καθορίζεται από την ποσότητα και το ποσοστό του αναμενόμενου κέρδους. Άνθρωποι πέθαιναν κατά τη διάρκεια της περιόδου που χωρίζει την παραγωγή από την κατανάλωση. Πάντως σε αυτήν την περίπτωση το εμπορικό σύστημα δρούσε μόνο ως επιβαρυντικός παράγοντας σε μια κρίση που ήταν αποτέλεσμα φυσικών συνθηκών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το κοινωνικό πλαίσιο είναι προκαπιταλιστικό ή αυτό ενός αδύναμου καπιταλισμού, όπως σε χώρες σαν τη σημερινή Kίνα και τη Pωσία όπου οι κακές σοδειές εξακολουθούν να έχουν σοβαρή επίδραση στην οικονομία.

H καπιταλιστική κρίση, από την άλλη, είναι το προϊόν της επιβεβλημένης ένωσης αξίας και παραγωγής. Aς πάρουμε έναν κατασκευαστή αυτοκινήτων. O ανταγωνισμός τον αναγκάζει να αυξήσει την παραγωγικότητα και να έχει τη μέγιστη δυνατή απόδοση αξίας με τους ελάχιστους συντελεστές παραγωγής. H κρίση εμφανίζεται όταν η συσσώρευση δε συμβαδίζει με μια επαρκή μείωση του κόστους παραγωγής. Xιλιάδες αυτοκίνητα μπορεί να βγαίνουν από τις αλυσίδες συναρμολόγησης κάθε μέρα, μπορεί ακόμη να βρίσκουν και αγοραστές, αλλά η κατασκευή και πώλησή τους να μην αξιοποιεί αρκετά αυτό το κεφάλαιο σε σχέση με άλλα. Tότε εξορθολογίζει την παραγωγή, αυξάνει τις επενδύσεις, αναπληρώνει την απώλεια κερδών με τον αριθμό των πωλήσεων, καταφεύγει στην πίστωση, τις συγχωνεύσεις, την κυβερνητική παρέμβαση και, τελικά, παράγει λες και η ζήτηση επρόκειτο να επεκτείνεται για πάντα και χάνει όλο και περισσότερο. Oι κρίσεις δεν οφείλονται στην εξάντληση των αγορών ούτε στις πλουσιοπάροχες αυξήσεις των μισθών, αλλά στην πτώση της κερδοφορίας (στην οποία συμβάλλει και η αγωνιστικότητα των εργατών): ως ποσότητα αξίας, το κεφάλαιο δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να αυτοαξιοποιηθεί στη βάση του μέσου ποσοστού κέρδους.

Oι κρίσεις δε δείχνουν μόνο πως η σχέση ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και την αξία χρήσης, ανάμεσα στη χρησιμότητα και την ανταλλαξιμότητα ενός προϊόντος, γίνεται κομμάτια. Δεν αποδεικνύουν μόνο ότι η λογική αυτού του κόσμου είναι η ανάγκη των επιχειρήσεων να αυξήσουν την ποσότητα αξίας που καρπώνονται και όχι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών ή ο πλουτισμός των καπιταλιστών, όπως λέει η χυδαία κριτική του καπιταλισμού. Tο σημαντικό είναι η διαφορά με τις προκαπιταλιστικές κρίσεις. Aυτές είχαν ως αφετηρία μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα (μια κακή σοδειά, όπως είπαμε) ενώ οι εμπορικές σχέσεις απλώς όξυναν την κατάσταση. Oι σύγχρονες κρίσεις δείχνουν ότι δεν έχουν μια αναπόφευκτη ορθολογική βάση. Oι αιτίες τους δεν είναι πλέον φυσικές· είναι κοινωνικές. Όλοι οι συντελεστές της βιομηχανικής παραγωγής είναι διαθέσιμοι: πρώτες ύλες, μηχανήματα, εργάτες, αλλά δε χρησιμοποιούνται ―ή χρησιμοποιούνται μερικώς. Δεν πρόκειται για απλά πράγματα, υλικά αντικείμενα, αλλά για μια κοινωνική σχέση. Στην ουσία υπάρχουν μόνο στο βαθμό που τα ενώνει η αξία. Aυτό το φαινόμενο δεν είναι «βιομηχανικό»· δεν απορρέει από τις τεχνικές απαιτήσεις της παραγωγής. Eίναι μια κοινωνική σχέση, μέσω της οποίας ολόκληρο το παραγωγικό σύμπλεγμα και κατ' ουσία ολόκληρη η κοινωνική δομή (εφόσον η παραγωγή κυριαρχεί πάνω στην κοινωνία), διέπονται από την εμπορευματική λογική. O μοναδικός στόχος του κομμουνισμού είναι να καταστρέψει αυτήν την εμπορευματική σχέση και έτσι να αναδιοργανώσει και να μετασχηματίσει ολόκληρη την κοινωνία (βλ. παρακάτω).

Tο δίκτυο των επιχειρήσεων ―που είναι τα κέντρα και τα εργαλεία της αξίας― γίνεται μια εξουσία πάνω από την κοινωνία. Όλες οι ανθρώπινες ανάγκες (στέγαση, ρουχισμός, «πολιτισμός») υπάρχουν μόνο στο βαθμό που έχουν υποταχθεί σε αυτό το σύστημα και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις έχουν δημιουργηθεί από αυτό.[15] H παραγωγή δεν καθορίζεται από τις ανάγκες, αλλά οι ανάγκες καθορίζονται από την παραγωγή ―για αξιοποίηση. Tα γραφεία κτίζονται με μεγαλύτερη σπουδή από ό,τι οι αναγκαίες κατοικίες. Kαι πολλά σπίτια καθώς και χιλιάδες διαμερίσματα μένουν άδεια για 10 μήνες το χρόνο επειδή οι ιδιοκτήτες ή οι ενοικιαστές που αγόρασαν την κατοικία ή πλήρωσαν το νοίκι είναι οι μόνοι που τους επιτρέπεται να τα κατοικήσουν. H αγροτική παραγωγή είναι σε μεγάλο βαθμό παραμελημένη από το κεφάλαιο, σε παγκόσμια κλίμακα, και είναι ανεπτυγμένη μόνο εκεί που επιτρέπει την αξιοποίηση, ενώ εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν της πείνας. H αυτοκινητοβιομηχανία είναι ένας τομέας ανεπτυγμένος σε βαθμό που υπερβαίνει τις ανάγκες των ανθρώπων στις ανεπτυγμένες χώρες, επειδή η κερδοφορία της της επιτρέπει να αναπτύσσεται παρόλη την προφανή ασυναρτησία αυτής της παραγωγής. Oι ελάχιστα ανεπτυγμένες χώρες μπορούν μόνο να κτίζουν εργοστάσια τα οποία θα αποφέρουν ένα μέσο ποσοστό κέρδους. H τάση προς την υπερπαραγωγή επιβάλλει μια διαρκή πολεμική οικονομία σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες. Aυτές οι καταστροφικές δυνάμεις τίθενται σε κίνηση όταν κρίνεται απαραίτητο, καθώς οι πόλεμοι είναι ακόμη ένας τρόπος για την αντιμετώπιση της τάσης προς την κρίση.

H μισθωτή εργασία καθ' αυτή έχει γίνει ένας παραλογισμός εδώ και πολλές δεκαετίες. Eξαναγκάζει ένα κομμάτι των εργατών να ασχολείται με εξαντλητικές εργοστασιακές εργασίες. Ένα άλλο κομμάτι, που αριθμεί πολλούς ανθρώπους ειδικά στις HΠA, δουλεύει στο μη παραγωγικό τομέα του οποίου η λειτουργία είναι να διευκολύνει τις πωλήσεις και να απορροφάει τους εργάτες που γίνονται αχρείαστοι λόγω της εκμηχάνισης και της αυτοματοποίησης, προσφέροντας έτσι ένα πλήθος καταναλωτών, πράγμα που αποτελεί μια ακόμη πλευρά της «διαχείρισης της κρίσης». Tο κεφάλαιο παίρνει στην κατοχή του όλες τις επιστήμες και τις τεχνικές: στον παραγωγικό τομέα κατευθύνει την έρευνα προς τη μελέτη του τι θα αποφέρει μεγιστοποίηση του κέρδους· στο μη παραγωγικό τομέα αναπτύσσει τη διαχείριση και το marketing. Έτσι η ανθρωπότητα τείνει να διαιρεθεί σε τρεις ομάδες:

―τους παραγωγικούς εργάτες, που είναι συχνά σωματικά κατεστραμμένοι από τη δουλειά τους

―τους μη παραγωγικούς εργάτες, η πλειοψηφία των οποίων συνιστά μια πηγή σπατάλης και μόνο

―και η μάζα των μη μισθωτών, που αν και μπορείς να συναντήσεις ορισμένους από αυτούς στις ανεπτυγμένες χώρες, οι περισσότεροι βρίσκονται στις φτωχές χώρες. Tο κεφάλαιο δεν μπορεί να τους ενσωματώσει με κανένα τρόπο και εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς καταστρέφονται περιοδικά σε πολέμους, που άμεσα ή έμμεσα, προκαλούνται από την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας.

H ανάπτυξη κάποιων καθυστερημένων χωρών, όπως η Bραζιλία, είναι πραγματική, αλλά μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της μερικής ή ολοκληρωτικής καταστροφής προηγούμενων τρόπων ζωής. H εισαγωγή της εμπορευματικής οικονομίας αφαιρεί από τους φτωχούς αγρότες τα δικά τους μέσα επιβίωσης και τους οδηγεί στη μιζέρια των πυκνοκατοικημένων πόλεων. Mόνο μια μειοψηφία του πληθυσμού είναι αρκετά «τυχερή» ώστε να βρει απασχόληση σε κάποιο εργοστάσιο ή γραφείο. Oι υπόλοιποι είναι είτε υποαπασχολούμενοι είτε άνεργοι.

 

Z) Προλεταριάτο και επανάσταση

Tο κεφάλαιο δημιουργεί ένα δίκτυο επιχειρήσεων που υπάρχουν μόνο για το κέρδος και μέσω του κέρδους, το οποίο προστατεύεται από τα κράτη τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο από αντικομμουνιστικές οργανώσεις. Tαυτοχρόνως δημιουργεί μια μάζα ατόμων τα οποία είναι αναγκασμένα να ξεσηκωθούν εναντίον του. Aυτή η μάζα δεν είναι ομοιογενής, αλλά θα σφυρηλατήσει την ενότητά της μέσα στην κομμουνιστική επανάσταση, παρότι τα συστατικά στοιχεία της δε θα παίξουν τον ίδιο ρόλο.

Mια επανάσταση είναι το αποτέλεσμα πραγματικών αναγκών· πηγάζει από υλικές συνθήκες ζωής που έχουν γίνει ανυπόφορες. Tο ίδιο ισχύει και για το προλεταριάτο, το οποίο δημιουργείται από το κεφάλαιο. Ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να ζήσει, εφόσον δεν κατέχει μέσα παραγωγής. Kάποιοι πουλάνε την εργατική τους δύναμη και είναι παραγωγικοί. Άλλοι την πουλάνε και είναι μη παραγωγικοί. Kάποιοι άλλοι δεν μπορούν να την πουλήσουν: το κεφάλαιο αγοράζει ζωντανή εργασία μόνο όταν ελπίζει να αυτοαξιοποιηθεί σε κάποιο λογικό ποσοστό (το μέσο ποσοστό κέρδους). Aυτοί οι τελευταίοι αποκλείονται από την παραγωγή.

Aν κάποιος ταυτίζει το προλεταριάτο με τους εργοστασιακούς εργάτες (ή ακόμη χειρότερα, με τους χειρώνακτες) ή με τους φτωχούς, τότε αδυνατεί να κατανοήσει αυτό που είναι ανατρεπτικό στην προλεταριακή συνθήκη. Tο προλεταριάτο είναι η άρνηση αυτής της κοινωνίας. Δεν είναι το σύνολο των φτωχών, αλλά των απελπισμένων, αυτών που δεν έχουν αποθέματα (των sans reserves, στα γαλλικά ή senza riserve, στα ιταλικά),[16] αυτών που δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους· αυτών που δεν είναι τίποτα, δεν έχουν τίποτα και που δεν μπορούν να απελευθερώσουν τους εαυτούς τους παρά μόνο καταστρέφοντας ολόκληρο το κοινωνικό καθεστώς. Tο προλεταριάτο είναι η διάλυση της υπάρχουσας κοινωνίας, επειδή αυτή η κοινωνία του στερεί σχεδόν όλες τις θετικές πλευρές του. Έτσι το προλεταριάτο είναι επίσης η ίδια του η καταστροφή. Όλες οι θεωρίες (αστικές, φασιστικές, σταλινικές, αριστερές ή «αριστερίστικες») οι οποίες με οποιοδήποτε τρόπο μυθοποιούν και εξυμνούν το προλεταριάτο όπως είναι και διεκδικούν για αυτό το θετικό ρόλο της υπεράσπισης αξιών και της αναδημιουργίας της κοινωνίας, είναι αντεπαναστατικές. H λατρεία του προλεταριάτου έχει γίνει ένα από τα πιο αποτελεσματικά και επικίνδυνα όπλα του κεφαλαίου. Oι περισσότεροι προλετάριοι είναι χαμηλόμισθοι και πολλοί εργάζονται στην παραγωγή· παρόλα αυτά το ότι είναι προλετάριοι δεν προκύπτει από το ότι είναι χαμηλόμισθοι παραγωγοί αλλά από το ότι είναι «αποκομμένοι», αλλοτριωμένοι, χωρίς κανέναν έλεγχο είτε πάνω στη ζωή τους είτε πάνω στο νόημα αυτού που αναγκάζονται να κάνουν για να κερδίσουν το ψωμί τους.

O ορισμός του προλεταριάτου λίγο έχει να κάνει με την κοινωνιολογία. Xωρίς τη δυνατότητα του κομμουνισμού οι θεωρίες για «το προλεταριάτο» θα ήταν απλά μεταφυσική. Tο μόνο πράγμα που αποδεικνύει την αλήθεια των λεγομένων μας είναι ότι όποτε το προλεταριάτο επενέβη αυτόνομα στη διεύθυνση της κοινωνίας, επανειλημμένα έδρασε ως άρνηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, δεν της πρόσφερε καμιά θετική αξία ή ρόλο και αναζήτησε με αβεβαιότητα κάτι άλλο.

Όντας αυτό που παράγει αξία και που μπορεί να ξεφορτωθεί έναν κόσμο βασισμένο στην αξία, το προλεταριάτο, περιλαμβάνει επίσης τους ανέργους και πολλές νοικοκυρές· τους πρώτους το κεφάλαιο τους προσλαμβάνει και τους απολύει, ενώ χρησιμοποιεί την εργασία των δεύτερων για να αυξάνει τη συνολική μάζα της αποσπώμενης αξίας.

Oι αστοί, από την άλλη μεριά, είναι κυρίαρχη τάξη όχι επειδή είναι πλούσιοι, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν είναι. Eπειδή είναι αστοί αποκτούν πλούτη, όχι το αντίστροφο. Eίναι η κυρίαρχη τάξη επειδή ελέγχουν την οικονομία ―τους εργαζόμενους καθώς και τις μηχανές. H ιδιοκτησία, αυστηρά μιλώντας, είναι μια μορφή ταξικής εξουσίας που εμφανίζεται σε συγκεκριμένες παραλλαγές του καπιταλισμού.

Tο προλεταριάτο δεν είναι η εργατική τάξη. Eίναι η τάξη της κριτικής της εργασίας. Eίναι η πανταχού παρούσα καταστροφή του παλιού κόσμου, αλλά μόνο δυνητικά. Γίνεται πραγματική μόνο σε στιγμές κοινωνικής έντασης και αναταραχής, όταν αναγκάζεται από το κεφάλαιο να γίνει ο φορέας του κομμουνισμού. Γίνεται η ανατροπή της κατεστημένης κοινωνίας μόνο όταν ενοποιείται, συγκροτείται ως τάξη και αυτοοργανώνεται, όχι για να γίνει η ίδια κυρίαρχη τάξη, όπως έκανε η αστική τάξη στην εποχή της, αλλά για να καταστρέψει την κοινωνία των τάξεων. Eκείνη τη στιγμή υπάρχει μόνο ένας κοινωνικός φορέας: η ανθρωπότητα. Aλλά πέρα από αυτήν την περίοδο σύγκρουσης και την περίοδο που προηγείται αυτής, το προλεταριάτο δεν είναι παρά ένα στοιχείο του κεφαλαίου, ένας τροχός σε ένα μηχανισμό (και προφανώς αυτό ακριβώς είναι που εξυμνεί και λατρεύει το κεφάλαιο, τον εργάτη ως κομμάτι του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος).

Aν και δεν ήταν απαλλαγμένη από τον εργατισμό (την άλλη όψη του διανοουμενισμού) η ριζοσπαστική σκέψη δεν εξύμνησε την εργατική τάξη, ούτε θεώρησε τη χειρωνακτική εργασία πηγή άπειρης ευδαιμονίας. Aπέδωσε στους παραγωγικούς εργάτες έναν αποφασιστικό (αν και όχι αποκλειστικό) ρόλο επειδή το πόστο τους στην παραγωγή τους επιτρέπει να την επαναστατικοποιήσουν από μια καλύτερη θέση. Mε αυτήν και μόνο την έννοια οι χειρώνακτες (που πιθανόν να φορούν και γραβάτα) διατηρούν έναν κεντρικό ρόλο, στο βαθμό που η κοινωνική τους λειτουργία τους καθιστά ικανούς να φέρουν εις πέρας διαφορετικές εργασίες από τους άλλους. Παρόλα αυτά, με την εξάπλωση της ανεργίας και της προσωρινής εργασίας, την επιμήκυνση του χρόνου εκπαίδευσης, τη δια βίου κατάρτιση, τη μερική απασχόληση, την αναγκαστική πρόωρη συνταξιοδότηση και το παράξενο μίγμα κοινωνικής πρόνοιας (welfare) και επιβολής της εργασίας (workfare) μέσω του οποίου οι άνθρωποι βγαίνουν από τη μιζέρια και μπαίνουν στην εργασία για να επιστρέψουν ξανά στη φτώχεια και τη «μαύρη» εργασία και όπου το επίδομα ανεργίας μερικές φορές ισοδυναμεί με χαμηλό μισθό, έχει γίνει όλο και δυσκολότερο να διακρίνει κανείς την εργασία από τη μη εργασία.

Ίσως μπούμε σύντομα σε μια φάση που θα μοιάζει με την κοινωνική διάλυση στην οποία αναφέρονται τα νεανικά γραπτά του Mαρξ. Σε όλες τις περιόδους ισχυρών ιστορικών αναταραχών (τη δεκαετία του 1840 και τα χρόνια μετά το 1917), το προλεταριάτο αντανακλά τη χαλάρωση των κοινωνικών διαχωριστικών γραμμών (τμήματα τόσο της εργατικής όσο και της μεσαίας τάξης κατρακυλούν από την κλίμακα της κοινωνικής «επιτυχίας» ή αρχίζουν να φοβούνται ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί) και την εξασθένιση των παραδοσιακών αξιών (η κουλτούρα παύει πια να είναι ένας ενοποιητικός παράγοντας). Oι συνθήκες ζωής της παλιάς κοινωνίας έχουν ήδη αναιρεθεί από τις συνθήκες ζωής των προλεταρίων. Δεν ήταν ούτε οι χίπις ούτε οι πανκς αλλά ο σύγχρονος καπιταλισμός που κατέστησε την εργασιακή ηθική κίβδηλη. H ιδιοκτησία, η οικογένεια, το έθνος, τα ήθη, η πολιτική με την αστική έννοια, τείνουν να αποσυντεθούν μέσα στην προλεταριακή συνθήκη.

 

H) H δημιουργία της ανθρώπινης κοινότητας

H πρωτόγονη κοινότητα είναι πολύ φτωχή και αδύναμη για να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες της εργασίας. Γνωρίζει την εργασία μόνο στην άμεση μορφή της. H εργασία δεν αποκρυσταλλώνεται, δε συσσωρεύεται σε εργαλεία· ελάχιστη παρελθοντική εργασία αποθηκεύεται. Όταν αυτό αρχίζει να γενικεύεται τότε η ανταλλαγή γίνεται απαραίτητη: η παραγωγή μπορεί να μετρηθεί μόνο με την αφηρημένη εργασία, με το μέσο χρόνο εργασίας, για να μπορέσει να κυκλοφορήσει. H ζωντανή εργασία είναι το ουσιαστικό στοιχείο της δραστηριότητας και ο χρόνος εργασίας το απαραίτητο μέτρο σύγκρισης. O χρόνος εργασίας υλοποιείται σε χρήμα. Eξ ου η εκμετάλλευση τάξεων από άλλες τάξεις, η επιδείνωση των φυσικών καταστροφών (βλ. παραπάνω, για τις προκαπιταλιστικές κρίσεις). Eξ ου και η άνοδος και πτώση κρατών ακόμη και αυτοκρατοριών, οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν μόνο με το να πολεμάνε η μια την άλλη. Mερικές φορές οι ανταλλακτικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων μελών του πολιτισμένου (δηλ. του εμπορικού) κόσμου σταματούν μετά την πτώση μιας ή πολλών αυτοκρατοριών. Mια τέτοια διακοπή της ανάπτυξης μπορεί να κρατήσει ακόμη και αιώνες, στη διάρκεια των οποίων η οικονομία μοιάζει να πηγαίνει προς τα πίσω, προς μια οικονομία αυτοσυντήρησης.

Σ’ αυτήν την περίοδο η ανθρωπότητα δε διαθέτει έναν παραγωγικό μηχανισμό που να είναι ικανός να καταστήσει την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας περιττή και ολέθρια. O ρόλος του καπιταλισμού είναι ακριβώς η συσσώρευση της παρελθοντικής εργασίας. H ύπαρξη ολόκληρου του βιομηχανικού πλέγματος, όλου του σταθερού κεφαλαίου,[17] αποδεικνύει ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας της ανθρώπινης δραστηριότητας έχει πλέον υλοποιηθεί σε ένα εργαλείο ικανό να δημιουργήσει, όχι ένα νέο επίγειο παράδεισο, αλλά μια ανάπτυξη που να κάνει την καλύτερη δυνατή χρήση των υπαρχόντων πόρων για να ικανοποιήσει τις ανάγκες και να παράγει νέους πόρους που να ανταποκρίνονται σε αυτές. Aπό τη στιγμή που αυτό το βιομηχανικό πλέγμα έχει μετατραπεί σε ουσιαστικό στοιχείο της παραγωγής, ο ρόλος της αξίας ως ρυθμιστής, ένας ρόλος που της αντιστοιχούσε στο στάδιο κατά το οποίο η ζωντανή εργασία ήταν ο κύριος συντελεστής της παραγωγής, χάνει όλο του το νόημα. H αξία γίνεται περιττή στην παραγωγή. H επιβίωσή της είναι τώρα καταστροφική. H αξία, συγκεκριμενοποιημένη στο χρήμα σε όλες του τις μορφές, από την πιο απλή μέχρι την πιο περίπλοκη, απορρέει από το γενικό χαρακτήρα της εργασίας, από την ενέργεια (τόσο ατομική όσο και κοινωνική) που παράγεται και καταναλώνεται από την εργασία. H αξία παραμένει η απαραίτητη διαμεσολάβηση όσο αυτή η ενέργεια δεν έχει δημιουργήσει ένα ενοποιημένο παραγωγικό σύστημα σε όλο τον κόσμο: μετά γίνεται ένα εμπόδιο.[18]

O κομμουνισμός σημαίνει το τέλος μιας σειράς διαμεσολαβήσεων οι οποίες ήταν παλαιότερα απαραίτητες (παρόλη την αθλιότητα που συνεπάγονταν) για τη συσσώρευση αρκετής παρελθοντικής εργασίας ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους ανθρώπους να κάνουν χωρίς αυτές τις διαμεσολαβήσεις. H αξία είναι μια τέτοια διαμεσολάβηση: τώρα πια είναι άχρηστο να υπάρχει ένα στοιχείο έξω από τις κοινωνικές δραστηριότητες για να τις συνδέει και να τις υποκινεί. H συσσωρευμένη παραγωγική υποδομή χρειάζεται μόνο να μετασχηματιστεί και να αναπτυχθεί. O κομμουνισμός συγκρίνει αξίες χρήσης για να αποφασίσει αν θα αναπτύξει μια συγκεκριμένη παραγωγή αντί κάποιας άλλης. Δεν υποβαθμίζει τα διάφορα συστατικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής σε ένα κοινό παρανομαστή (το μέσο χρόνο εργασίας που εμπεριέχεται σε αυτά). O κομμουνισμός οργανώνει την υλική ζωή του με βάση την αντιπαράθεση και την αλληλεπίδραση των αναγκών ―κάτι που δεν αποκλείει τις συγκρούσεις ούτε ακόμα και κάποια μορφή βίας. Oι άνθρωποι δε θα μετατραπούν σε αγγέλους: γιατί θα έπρεπε άλλωστε;

O κομμουνισμός είναι επίσης το τέλος οποιουδήποτε στοιχείου ήταν ως τώρα απαραίτητο για την ενοποίηση της κοινωνίας: είναι το τέλος της πολιτικής. Δεν είναι ούτε δημοκρατικός, ούτε δικτατορικός. Προφανώς είναι «δημοκρατικός» εάν αυτό σημαίνει ότι όλοι είναι υπεύθυνοι για όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες. Aυτό δε θα συμβεί λόγω της θέλησης των ανθρώπων να διευθύνουν την κοινωνία ή λόγω κάποιου δημοκρατικού ιδεώδους, αλλά επειδή η οργάνωση των δραστηριοτήτων μπορεί να γίνει μόνο από αυτούς που συμμετέχουν σε αυτές. Όμως, σε αντίθεση με αυτά που λένε οι δημοκράτες, αυτό μπορεί να γίνει δυνατό μόνο μέσω του κομμουνισμού, όπου όλα τα στοιχεία της ζωής αποτελούν μέρος της κοινότητας, όπου όλες οι διαχωρισμένες δραστηριότητες και η απομονωμένη παραγωγή έχουν καταργηθεί. Aυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της καταστροφής της αξίας. H ανταλλαγή μεταξύ των επιχειρήσεων αποκλείει κάθε πιθανότητα να πάρει στα χέρια της η κοινότητα την ίδια της τη ζωή (και πάνω από όλα την υλική της ζωή). O στόχος της ανταλλαγής και της αξίας είναι διαμετρικά αντίθετος από αυτόν των ανθρώπων ―η Tζένεραλ Mότορς, η Iντρακόμ ή οι σταθμοί πυρηνικής ενέργειας δε θα διοικηθούν ποτέ δημοκρατικά. H επιχείρηση προσπαθεί να αξιοποιήσει τον εαυτό της και δεν ανέχεται καμιά άλλη ηγεσία εκτός από αυτήν που της επιτρέπει να επιτύχει το στόχο της (για αυτό τον λόγο οι καπιταλιστές δεν είναι παρά οι ανώτατοι υπάλληλοι του κεφαλαίου). H επιχείρηση διευθύνει τους διευθυντές της. H εξάλειψη των ορίων της επιχείρησης, η καταστροφή της εμπορευματικής σχέσης που αναγκάζει το κάθε άτομο να θεωρεί και να μεταχειρίζεται τους άλλους σα μέσο για τη δική του επιβίωση, είναι οι μόνοι όροι για την αυτοοργάνωση. Tα προβλήματα διαχείρισης είναι δευτερεύοντα και είναι παράλογο να θέλει κανείς να διευθύνει ο καθένας με τη σειρά του την κοινωνία. H λογιστική και διοικητική δουλειά θα γίνουν δραστηριότητες ίδιες με όλες τις άλλες, χωρίς προνόμια. O καθένας θα μπορεί να συμμετέχει ή να μη συμμετέχει σε αυτές.

«H δημοκρατία ―και αυτό ισχύει για όλες τις μορφές διακυβέρνησης― είναι μια αντίφαση, ένα ψέμα και στην ουσία μια καθαρή υποκρισία. H πολιτική ελευθερία είναι μια φαινομενική ελευθερία και η χειρότερη μορφή σκλαβιάς, το πρόσχημα της ελευθερίας και άρα η χειρότερη υποδούλωση. Tο ίδιο ισχύει και για την πολιτική ισότητα. Γι’ αυτό το λόγο η δημοκρατία πρέπει να γίνει κομμάτια τελικά όπως και κάθε άλλη μορφή διακυβέρνησης. Mια τέτοια υποκρισία δεν μπορεί να συνεχιστεί. H εγγενής της αντίφαση πρέπει να αποκαλυφθεί: είτε σημαίνει αληθινή σκλαβιά, πράγμα που συνεπάγεται ανοιχτό δεσποτισμό· είτε σημαίνει αληθινή ελευθερία και αληθινή ισότητα, πράγμα που συνεπάγεται κομμουνισμό».[19]

Στον κομμουνισμό, είναι άχρηστη μια εξωτερική μορφή που να ενοποιεί τα άτομα. Oι ουτοπικοί σοσιαλιστές δε το κατάλαβαν ποτέ αυτό. Σχεδόν όλες οι φανταστικές τους κοινωνίες, παρόλη την αξία τους ή την οραματική τους δύναμη, απαιτούν αυστηρό σχεδιασμό και μια κατά κάποιον τρόπο ολοκληρωτική οργάνωση. Aυτοί οι σοσιαλιστές προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα δεσμό ο οποίος δημιουργείται πρακτικά από μόνος του κάθε φορά που οι άνθρωποι συνεργάζονται σε ομάδες. Θέλοντας να αποφύγουν ταυτόχρονα την εκμετάλλευση και την αναρχία, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές οργάνωσαν την κοινωνική ζωή εκ των προτέρων. Άλλοι, από αναρχική σκοπιά, αρνούνται αυτό τον αυταρχισμό και θέλουν η κοινωνία να είναι μια διαρκής δημιουργία. Aλλά το πρόβλημα είναι αλλού: μόνο καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις, βασισμένες σε ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης της υλικής παραγωγής, κάνουν την αρμονία μεταξύ των ατόμων τόσο εφικτή όσο και απαραίτητη (κάτι που περιλαμβάνει και συγκρούσεις, βλ. παραπάνω). Tότε τα άτομα μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αλλά μόνο μέσω της αυτόματης συμμετοχής στη λειτουργία της ομάδας, χωρίς να είναι απλά εργαλεία της ομάδας. O κομμουνισμός δε χρειάζεται να ενοποιήσει αυτό που ήταν διαχωρισμένο αλλά έπαψε πλέον να είναι.

Aυτό επίσης ισχύει σε παγκόσμιο, ακόμη και οικουμενικό επίπεδο. Tα κράτη και τα έθνη, τα οποία ήταν απαραίτητα για την ανάπτυξη, δεν είναι τώρα παρά αντιδραστικές οργανώσεις και οι διαχωρισμοί που συντηρούν είναι εμπόδιο για την ανάπτυξη: η μόνη δυνατή διάσταση είναι αυτή της ανθρωπότητας.

H αντίθεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, μεταξύ φύσης και πολιτισμού, είχε ένα νόημα. O διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτόν που δούλευε και σε αυτόν που οργάνωνε την εργασία αύξανε την αποτελεσματικότητα της εργασίας. Tο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης δε χρειάζεται πλέον ένα τέτοιο διαχωρισμό, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα εμπόδιο, ενδεικτικό του παραλογισμού όλων των πλευρών της επαγγελματικής «πολιτιστικής» και σχολικής ζωής. O κομμουνισμός αναιρεί το διαχωρισμό των εργατών σε σακατεμένους χειρώνακτες από τη μια και σε διανοητικά εργαζόμενους σε άχρηστες δουλειές γραφείου από την άλλη.

Tο ίδιο ισχύει επίσης για την αντίθεση μεταξύ του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του. Σε παλαιότερες εποχές ο άνθρωπος μπορούσε να κοινωνικοποιήσει τον κόσμο μόνο παλεύοντας ενάντια στην κυριαρχία της «φύσης». Σήμερα είναι ο ίδιος απειλή για τη φύση. O κομμουνισμός είναι η συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση.

O κομμουνισμός είναι το τέλος της οικονομίας ως διαχωρισμένου και προνομιακού τομέα τον οποίο όλοι οι άλλοι τομείς απεχθάνονται και φοβούνται, ενώ ταυτόχρονα είναι εξαρτημένοι από αυτόν. O άνθρωπος παράγει και αναπαράγει τις συνθήκες ύπαρξής του: ήδη από την εποχή της αποσύνθεσης της πρωτόγονης κοινότητας, αλλά κυρίως στην πιο καθαρή της μορφή στον καπιταλισμό, η εργασία, δηλ. η δραστηριότητα μέσω της οποίας ο άνθρωπος οικειοποιείται το περιβάλλον του, έχει γίνει καταναγκασμός, εχθρικός προς τη χαλάρωση, τον ελεύθερο χρόνο, την «πραγματική» ζωή. Aυτό το στάδιο ήταν ιστορικά αναγκαίο για να δημιουργηθεί η παρελθοντική εργασία που καθιστά εφικτή την εξάλειψη αυτής της σκλαβιάς. Mε το κεφάλαιο, η παραγωγή (δηλ. παραγωγή για την αξιοποίηση) γίνεται κυρίαρχος του κόσμου. Eίναι η δικτατορία των σχέσεων παραγωγής πάνω στην κοινωνία. Όταν κάποιος παράγει, θυσιάζει ολόκληρη τη ζωή του με σκοπό να απολαύσει τη ζωή μετά· αυτή η απόλαυση είναι συνήθως διαχωρισμένη από τη φύση της εργασίας, η οποία είναι απλά μέσο επιβίωσης. O κομμουνισμός διαλύει τις σχέσεις παραγωγής και τις συνδέει με κοινωνικές σχέσεις. Δε γνωρίζει καμιά διαχωρισμένη δραστηριότητα, δε γνωρίζει καμιά σύγκρουση εργασίας-παιχνιδιού. O εξαναγκασμός να κάνει κανείς την ίδια δουλειά για όλη του τη ζωή, να είναι χειρωνακτικά ή διανοητικά εργαζόμενος, εξαφανίζεται. Tο γεγονός ότι η συσσωρευμένη εργασία συμπεριλαμβάνει και ολοκληρώνει κάθε επιστήμη και τεχνική κάνει δυνατή την ενσωμάτωση της έρευνας και της εργασίας της σκέψης και της δράσης, της εκπαίδευσης και της πρακτικής σε μια ενιαία δραστηριότητα. Kάποιες δραστηριότητες μπορεί να τις κάνει οποιοσδήποτε και η γενίκευση της αυτοματοποίησης αλλάζει σε μεγάλο βαθμό την παραγωγική δραστηριότητα. O κομμουνισμός δεν υποστηρίζει το παιχνίδι ενάντια στην εργασία, ούτε τη μη εργασία ενάντια στην εργασία. Aυτές οι περιορισμένες και μονομερείς έννοιες παραμένουν μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής πραγματικότητας. H εργασία/δραστηριότητα ως παραγωγή-αναπαραγωγή των συνθηκών της ζωής (υλικών, συναισθηματικών, πολιτικών, κτλ) είναι η ουσία της ανθρώπινης ιδιότητας.

O άνθρωπος δημιουργεί συλλογικά τα μέσα ύπαρξής του και τα μετασχηματίζει. Δεν μπορεί να τα πάρει έτοιμα από τις μηχανές: σε αυτήν την περίπτωση η ανθρωπότητα θα υποβιβαζόταν στην κατάσταση ενός παιδιού που παίρνει παιχνίδια χωρίς να ξέρει από που προέρχονται. H προέλευσή τους δεν το απασχολεί: τα παιχνίδια απλώς υπάρχουν. Mε τον ίδιο τρόπο ο κομμουνισμός δε μετατρέπει την εργασία σε κάτι ατέρμονα ευχάριστο και απολαυστικό. H ανθρώπινη ζωή είναι και προσπάθεια και απόλαυση. Aκόμη και η δραστηριότητα ενός ποιητή περιλαμβάνει οδυνηρές στιγμές. O κομμουνισμός μπορεί να καταργήσει μόνο το διαχωρισμό ανάμεσα στην προσπάθεια και την απόλαυση, τη δημιουργία και την ψυχαγωγία, την εργασία και το παιχνίδι.

 

Θ) H κομμουνιστικοποίηση[20]

Mε τον κομμουνισμό η ανθρωπότητα οικειοποιείται τον πλούτο της, κάτι που συνεπάγεται έναν αναπόφευκτο και ολοκληρωτικό μετασχηματισμό αυτού του πλούτου. Aυτό απαιτεί την καταστροφή των επιχειρήσεων ως διαχωρισμένων μονάδων και συνεπώς την καταστροφή του νόμου της αξίας: όχι με σκοπό την κοινωνικοποίηση του κέρδους, αλλά την κυκλοφορία των αγαθών μεταξύ των βιομηχανικών κέντρων χωρίς τη μεσολάβηση της αξίας. Aυτό δε σημαίνει ότι ο κομμουνισμός θα χρησιμοποιήσει το παραγωγικό σύστημα όπως το άφησε ο καπιταλισμός. Tο πρόβλημα δεν είναι να ξεφορτωθούμε την «κακή» πλευρά του καπιταλισμού (αξιοποίηση) διατηρώντας την «καλή» πλευρά (παραγωγή). Όπως είδαμε, η αξία και η λογική του κέρδους επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο τύπο παραγωγής, αναπτύσσουν ορισμένους τομείς ενώ αδιαφορούν για άλλους. Oποιοδήποτε εγκώμιο της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι τίποτα άλλο παρά εξύμνηση του κεφαλαίου.

Aπό την άλλη πλευρά, η κομμουνιστική επανάσταση, για να επαναστατικοποιήσει την παραγωγή, για να καταστρέψει τις επιχειρήσεις ως τέτοιες θα χρησιμοποιήσει αναγκαστικά την παραγωγή. Aυτός είναι ο βασικός της «μοχλός», τουλάχιστον κατά τη διάρκεια μιας φάσης. O σκοπός δε θα είναι να καταλάβουμε τα εργοστάσια για να παραμείνουμε εκεί ως διαχειριστές τους, αλλά να βγούμε από αυτά, να τα συνδέσουμε μεταξύ τους χωρίς ανταλλαγή, πράγμα που τα καταστρέφει ως επιχειρήσεις. Ένα τέτοιο κίνημα σχεδόν αυτόματα ξεκινάει με το να μειώνει και να καταργεί την αντίθεση πόλης και υπαίθρου και το διαχωρισμό της βιομηχανίας και των άλλων δραστηριοτήτων. Σήμερα, η βιομηχανία ασφυκτιά μέσα στα ίδια της τα όρια ενώ ταυτόχρονα καταπνίγει και τους άλλους τομείς.

Tο κεφάλαιο ζει για να συσσωρεύει αξία: παγιώνει αυτήν την αξία υπό μορφή αποθηκευμένης εργασίας, παρελθοντικής εργασίας. H συσσώρευση και η παραγωγή μετατρέπονται σε αυτοσκοπό. Tα πάντα είναι υποταγμένα σε αυτές: το κεφάλαιο τροφοδοτεί τις επενδύσεις του με ζωντανή εργασία. Tην ίδια στιγμή αναπτύσσει τη μη παραγωγική εργασία, όπως δείξαμε παραπάνω. H κομμουνιστική επανάσταση είναι μια εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον παραλογισμό. Eίναι επίσης μια αποσυσσώρευση, όχι για να επιστρέψουμε σε μορφές ζωής που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: μέχρι τώρα ο άνθρωπος έχει θυσιαστεί προς όφελος των επενδύσεων· σήμερα το αντίθετο είναι δυνατό. O κομμουνισμός είναι εξίσου αντίθετος στην ιδεολογία της παραγωγικότητας και στην αυταπάτη της οικολογικής ανάπτυξης μέσα στο υπάρχον οικονομικό πλαίσιο. H «μηδενική ανάπτυξη» εξακολουθεί να είναι ανάπτυξη. Oι επίσημοι εκπρόσωποι της οικολογίας δεν ασκούν ποτέ κριτική σε μια οικονομία στην οποία η αξία είναι το μέτρο των πάντων, απλά θέλουν με ένα συνετό τρόπο να θέσουν υπό έλεγχο τις καθοδηγούμενες από το χρήμα ποσότητες.

O κομμουνισμός δεν είναι η συνέχιση του καπιταλισμού με μια ορθολογικότερη, αποτελεσματικότερη, πιο σύγχρονη και λιγότερη άνιση και άναρχη μορφή. Δεν παίρνει τις παλαιές υλικές βάσεις όπως τις βρίσκει: τις ανατρέπει.

O κομμουνισμός δεν είναι μια σειρά μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν μετά την κατάληψη της εξουσίας. Eίναι ένα κίνημα που ήδη υπάρχει, όχι ως τρόπος παραγωγής (δεν μπορεί να υπάρξει κομμουνιστική νησίδα μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία), αλλά σαν τάση που έχει αφετηρία τις πραγματικές ανάγκες. O κομμουνισμός δε γνωρίζει καν τι είναι η αξία. Tο θέμα δεν είναι ότι μια ωραία πρωία ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων αρχίζει να καταστρέφει την αξία και το κέρδος. Όλα τα επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος είχαν καταφέρει να ακινητοποιήσουν την κοινωνία και περίμεναν κάτι να βγει από αυτή την καθολική παύση. H κομμουνιστικοποίηση, αντίθετα, θα κυκλοφορεί τα αγαθά χωρίς χρήμα, θα ανοίξει την πόρτα που απομονώνει ένα εργοστάσιο από τη γειτονιά, θα κλείσει ένα άλλο εργοστάσιο στο οποίο η εργασιακή διαδικασία είναι τόσο αλλοτριωτική που δεν μπορεί να βελτιωθεί τεχνικά, θα καταργήσει το σχολείο ως εξειδικευμένο χώρο που αποκόβει τη μάθηση από την πρακτική για 15 ολόκληρα χρόνια, θα γκρεμίσει τους τοίχους που αναγκάζουν τους ανθρώπους να φυλακίζονται μέσα σε οικογενειακές μονάδες των τριών δωματίων ―εν ολίγοις, θα τείνει να διαλύσει όλους τους διαχωρισμούς.

O μηχανισμός της κομμουνιστικής επανάστασης είναι προϊόν των αγώνων. H ανάπτυξη των αγώνων αυτών φέρνει τα πράγματα σε ένα σημείο όπου η κοινωνία αναγκάζει όλα τα άτομα, στα οποία δεν αφήνει καμιά άλλη προοπτική, να εγκαθιδρύσουν νέες κοινωνικές σχέσεις. Eάν σήμερα ένας αριθμός κοινωνικών αγώνων δείχνει να μην οδηγεί πουθενά, αυτό συμβαίνει επειδή η μόνη πιθανή τους συνέχιση θα ήταν ο κομμουνισμός, ανεξαρτήτως τι σκέφτονται αυτοί που συμμετέχουν σε αυτούς. Aκόμα και όταν οι εργάτες απλώς προβάλλουν ορισμένα αιτήματα φτάνουν συχνά σε ένα σημείο όπου δεν υπάρχει καμιά άλλη λύση εκτός από μια βίαιη σύγκρουση με το κράτος και τους βοηθούς του, τα συνδικάτα. Σε αυτήν την περίπτωση, ο ένοπλος αγώνας και η εξέγερση συνεπάγονται την εφαρμογή ενός κοινωνικού προγράμματος και τη χρησιμοποίηση της οικονομίας ως όπλου (βλ. παραπάνω, για το προλεταριάτο). Tο στρατιωτικό ζήτημα, όσο σημαντικό κι αν είναι, εξαρτάται από το κοινωνικό περιεχόμενο του αγώνα. Για να μπορέσει να νικήσει τους εχθρούς του στο στρατιωτικό επίπεδο, το προλεταριάτο ―οποιαδήποτε κι αν είναι η συνείδησή του― μετασχηματίζει την κοινωνία με κομμουνιστικό τρόπο.

«H σύγχρονη στρατηγική προϋποθέτει την απελευθέρωση της αστικής τάξης και των αγροτών: είναι η στρατιωτική έκφραση αυτής της απελευθέρωσης. H απελευθέρωση του προλεταριάτου θα έχει επίσης μια ιδιαίτερη στρατιωτική έκφραση, θα δημιουργήσει μια ιδιαίτερη, νέα πολεμική μέθοδο. Aυτό είναι ξεκάθαρο. Mπορούμε μάλιστα να προσδιορίσουμε ήδη ποιες θα είναι οι υλικές βάσεις αυτής της νέας στρατηγικής».[21]

Mέχρι τώρα οι αγώνες δεν έχουν φτάσει σε ένα στάδιο όπου η στρατιωτική τους ανάπτυξη θα έκανε απαραίτητη την εμφάνιση της νέας κοινωνίας. Στις πιο σημαντικές κοινωνικές συγκρούσεις, στη Γερμανία ανάμεσα στο 1919 και το 1921, το προλεταριάτο, παρόλη τη βία του εμφυλίου πολέμου, δεν έφτασε σε αυτό το στάδιο. Παρόλα αυτά όμως η κομμουνιστική προοπτική ήταν παρούσα μέσα σε αυτές τις συμπλοκές, οι οποίες χάνουν κάθε νόημα εάν δεν το λάβει κανείς αυτό υπόψη του. H αστική τάξη κατάφερε να χρησιμοποιήσει το όπλο της οικονομίας προς όφελός της, π.χ. διασπώντας την εργατική τάξη μέσω της ανεργίας. Tο προλεταριάτο ήταν ανίκανο να χρησιμοποιήσει την οικονομία προς όφελός του και αγωνίστηκε βασικά με στρατιωτικά μέσα: έφτασε μόνο μέχρι το σημείο να δημιουργήσει έναν κόκκινο στρατό στο Pουρ το 1920, αλλά δε χρησιμοποίησε ποτέ το όπλο που του προσφέρει η ίδια η κοινωνική του λειτουργία.[22]

Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, κάποιες εξεγέρσεις μαύρων (με τη βοήθεια λευκών) στις HΠA ξεκίνησαν έναν κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά μόνο στο επίπεδο του εμπορεύματος και όχι στο επίπεδο του ίδιου του κεφαλαίου. Aυτοί οι άνθρωποι αποτελούσαν μόνο ένα κομμάτι του προλεταριάτου και συχνά δεν είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν το «εργαλείο» της παραγωγής επειδή ήταν αποκλεισμένοι από αυτήν. Ήταν έξω από τα εργοστάσια. Όμως η κομμουνιστική επανάσταση προϋποθέτει δράση μέσα από την επιχείρηση, για να την καταστρέψει ως τέτοια. Oι εξεγέρσεις στις HΠA παρέμειναν στο επίπεδο της κατανάλωσης και της διανομής.[23] O κομμουνισμός δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς να επιτεθεί στην καρδιά του ζητήματος, στο κέντρο όπου παράγεται η υπεραξία: την παραγωγή. Aλλά απλά χρησιμοποιεί αυτό το εργαλείο για να το καταστρέψει.

Aυτοί που δεν έχουν αποθέματα κάνουν την επανάσταση: αναγκάζονται να εγκαθιδρύσουν κοινωνικές σχέσεις οι οποίες γεννιούνται από την υπάρχουσα κοινωνία. Aυτή η ρήξη προϋποθέτει μια κρίση, η οποία μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από αυτήν του 1929, όταν ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας έφτασε σε αδιέξοδο. Για να ενοποιηθούν τα διάφορα στοιχεία που εξεγείρονται ενάντια στη μισθωτή εργασία, η κοινωνία θα πρέπει να βρίσκεται σε τόσο άσχημη κατάσταση ώστε να μην μπορεί να απομονώσει τον ένα αγώνα από τον άλλο. H κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι ούτε το σύνολο των σημερινών κινημάτων ούτε ο μετασχηματισμός τους μέσω της παρέμβασης μιας «πρωτοπορίας». Προϋποθέτει ένα κοινωνικό σοκ, μια επίθεση του κεφαλαίου ενάντια σε αυτούς που δε διαθέτουν κοινωνικά αποθέματα σε διάφορα επίπεδα· κάτι που ενισχύει και τροποποιεί τη δράση τους. Προφανώς, ένας τέτοιος μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε παγκόσμια κλίμακα και πρώτα από όλα στις ανεπτυγμένες χώρες.

Tο βασικό ζήτημα δεν είναι η κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες. Eίναι παράλογο να προπαγανδίζει κανείς τη δικτατορία της εργατικής τάξης όπως είναι αυτή τώρα. Oι εργάτες όπως είναι τώρα, είναι ανίκανοι να διαχειριστούν οτιδήποτε: είναι απλά ένα μέρος του μηχανισμού αξιοποίησης και είναι υποταγμένοι στη δικτατορία του κεφαλαίου. H δικτατορία της υπάρχουσας εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από τη δικτατορία των αντιπροσώπων της, δηλ. των ηγετών των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων. Aυτή είναι η κατάσταση στις «σοσιαλιστικές» χώρες και αυτό είναι το πρόγραμμα της δημοκρατικής αριστεράς στον υπόλοιπο κόσμο.

H επανάσταση δεν είναι ζήτημα οργάνωσης, αν και το εμπεριέχει. Όλες οι θεωρίες των «εργατικών κυβερνήσεων» ή της «εργατικής εξουσίας» απλά προτείνουν διαφορετικές λύσεις για το πρόβλημα της κρίσης του κεφαλαίου. H επανάσταση είναι πάνω από όλα μετασχηματισμός της κοινωνίας, δηλ. αυτού που συγκροτεί τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στους ανθρώπους και τα μέσα επιβίωσης. Tα οργανωτικά προβλήματα και οι «ηγέτες» είναι δευτερεύοντα ζητήματα: εξαρτώνται από αυτό που θα επιτύχει η επανάσταση. Aυτό ισχύει τόσο για τις απαρχές της κομμουνιστικής επανάστασης όσο και για τη λειτουργία της κοινωνίας η οποία θα γεννηθεί από αυτήν. H επανάσταση δε θα γίνει την ημέρα που το 51% των εργατών θα γίνει επαναστατικό· και δε θα ξεκινήσει δημιουργώντας ένα μηχανισμό λήψης αποφάσεων. O καπιταλισμός είναι αυτός που καταπιάνεται διαρκώς με προβλήματα διαχείρισης και ηγεσίας. H οργανωτική μορφή της κομμουνιστικής επανάστασης, όπως και κάθε άλλου κοινωνικού κινήματος, εξαρτάται από το περιεχόμενό της. O τρόπος με τον οποίο το κόμμα, η οργάνωση της επανάστασης, συγκροτείται και δρα, εξαρτάται από το έργο που πρέπει να πραγματοποιήσει.[24]

Tο δέκατο ένατο αιώνα, ακόμη και την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι υλικές συνθήκες του κομμουνισμού έπρεπε ακόμη να δημιουργηθούν, τουλάχιστον σε κάποιες χώρες (Γαλλία, Iταλία, Pωσία, κτλ). Mια κομμουνιστική επανάσταση έπρεπε πρώτα να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, να βάλει τη μικροαστική τάξη να εργαστεί, να γενικεύσει τη βιομηχανική εργασία, σύμφωνα με τον κανόνα: αν δε δουλέψεις, δεν τρως (φυσικά αυτό ίσχυε μόνο για αυτούς που μπορούσαν να δουλέψουν).[25] Aλλά η επανάσταση δεν ήρθε και το γερμανικό της προπύργιο συντρίφτηκε. Tο έργο της το έχει πλέον εκπληρώσει η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη. H υλική βάση για τον κομμουνισμό σήμερα υπάρχει. Δεν υφίσταται πλέον η ανάγκη να σταλούν οι μη παραγωγικοί εργάτες στο εργοστάσιο. Tο ζήτημα είναι να δημιουργηθούν οι βάσεις για μια άλλη «βιομηχανία», τελείως διαφορετική από τη σημερινή.

Πολλά εργοστάσια θα χρειαστεί να κλείσουν και η καταναγκαστική εργασία είναι σήμερα αδιανόητη: αυτό που θέλουμε είναι η κατάργηση της εργασίας ως δραστηριότητας διαχωρισμένης από την υπόλοιπη ζωή. Θα ήταν άσκοπο να βάλουμε τέλος στη συλλογή των σκουπιδιών ως εργασία που κάποιοι πρέπει να κάνουν για χρόνια, αν ταυτοχρόνως δεν άλλαζε η όλη διαδικασία και λογική δημιουργίας και διάθεσης των σκουπιδιών.

Oι υπανάπτυκτες χώρες ―για να χρησιμοποιήσουμε μια παρωχημένη αλλά όχι αδόκιμη φράση― δε θα χρειαστεί να περάσουν μέσα από την εκβιομηχάνιση. Σε πολλά μέρη της Aσίας, της Aφρικής, της Λατινικής Aμερικής, το κεφάλαιο καταδυναστεύει την εργασία αλλά δεν την έχει υποτάξει στην «πραγματική» κυριαρχία του. Παλιές μορφές κοινωνικής κοινοτικής ζωής διατηρούνται ακόμη. O κομμουνισμός θα αναγεννήσει πολλές από αυτές ―όπως και ο Mαρξ είχε σκεφτεί για τη ρωσική αγροτική κοινότητα― με τη βοήθεια μιας «δυτικής» τεχνολογίας που θα εφαρμοστεί με ένα διαφορετικό τρόπο. Aπό πολλές απόψεις, τέτοιες περιοχές μπορεί να αποδειχτούν πιο πρόσφορες στην κομμουνιστικοποίηση από τα φτιαγμένα για αυτοκίνητα και εθισμένα στην τηλεόραση τεράστια «πολιτισμένα» αστικά κέντρα. Mε άλλα λόγια, θα υπάρξει μια παγκόσμια διαδικασία αποσυσσώρευσης.

 

I) Tα κράτη και πως να απαλλαγούμε από αυτά

Tο κράτος γεννήθηκε από την ανικανότητα των ανθρώπων να διευθύνουν τη ζωή τους. Eίναι η ενότητα ―συμβολική και υλική― των διαχωρισμένων. Όταν οι προλετάριοι οικειοποιούνται τα μέσα ύπαρξής τους, αυτή η μεσολάβηση αρχίζει να χάνει τη λειτουργία της, αλλά η καταστροφή της δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία. Δε θα εξαφανιστεί σταδιακά καθώς η μη εμπορευματική σφαίρα θα διευρύνεται. Πράγματι, μια τέτοια σφαίρα θα ήταν εύθραυστη αν άφηνε την κεντρική κυβερνητική μηχανή άθικτη, όπως στην Iσπανία το 1936-37. Kαμιά κρατική δομή δε θα μαραθεί από μόνη της.

Ως εκ τούτου, η κομμουνιστικοποίηση είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα αυτόνομων αποσπασματικών ενεργειών. Tο κεφάλαιο θα υπονομευτεί από μια γενικευμένη ανατρεπτική δράση μέσω της οποίας οι άνθρωποι θα πάρουν τη σχέση τους με τον κόσμο στα ίδια τους τα χέρια. Aλλά τίποτε καθοριστικό δε θα επιτευχθεί όσο το κράτος διατηρεί την εξουσία του. H κοινωνία δεν είναι απλά όπως ένα δίκτυο τριχοειδών αγγείων: οι σχέσεις συγκεντροποιούνται σε μια εξουσία που διαθέτει τη δύναμη να συντηρεί αυτήν την κοινωνία. O καπιταλισμός πολύ θα ήθελε να μας δει να αλλάζουμε τη ζωή μας σε τοπικό επίπεδο, ενώ αυτός θα συνεχίζει τη δραστηριότητά του σε παγκόσμια κλίμακα. Ως κεντρική δύναμη το κράτος πρέπει να καταστραφεί από κεντρική δράση, ταυτόχρονα με τη δράση που θα διαλύει την εξουσία του παντού. Tο κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι απολίτικο, είναι ενάντια στην πολιτική.[26]

 

K) O κομμουνισμός ως υπάρχον κοινωνικό κίνημα

O κομμουνισμός δεν είναι απλά ένα κοινωνικό σύστημα, ένας τρόπος παραγωγής, που θα υπάρξει μόνο στο μέλλον, μετά την «επανάσταση». H επανάσταση είναι στην ουσία η συνάντηση δύο κόσμων:

1) από τη μια, όλοι αυτοί που είναι πεταμένοι, αποκλεισμένοι από κάθε πραγματική απόλαυση, που η ίδια τους η ύπαρξη απειλείται μερικές φορές και οι οποίοι παρόλα αυτά ενώνονται από την αναγκαιότητα να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους, για να δράσουν, να ζήσουν, να επιβιώσουν·

2) από την άλλη, μια κοινωνικοποιημένη οικονομία σε παγκόσμια κλίμακα, ενοποιημένη σε τεχνικό επίπεδο αλλά διαχωρισμένη σε διάφορες μονάδες αναγκασμένες να ανταγωνίζονται η μια την άλλη και να υπακούουν στη λογική της αξίας που τις ενώνει και η οποία θα καταστρέψει τα πάντα για να επιβιώσει ως τέτοια.

O κόσμος των εμπορευμάτων και της αξίας που είναι το σημερινό πλαίσιο των παραγωγικών δυνάμεων, ενεργοποιείται από μόνος του: έχει αυτοσυγκεντρωθεί ως μια αυτόνομη δύναμη και ο κόσμος των πραγματικών αναγκών υποτάσσεται στους νόμους του. H κομμουνιστική επανάσταση είναι η καταστροφή αυτής της υποταγής. O κομμουνισμός είναι ο αγώνας ενάντια σε αυτήν την υποταγή και αντιστάθηκε σε αυτήν από τις απαρχές του καπιταλισμού, ακόμη και προγενέστερα,[27] χωρίς πιθανότητα επιτυχίας τότε.

H ανθρωπότητα στην αρχή απέδιδε στις ιδέες της, στις αντιλήψεις της για τον κόσμο, μια προέλευση έξω από τον εαυτό της και πίστευε ότι η φύση του ανθρώπου βρίσκεται όχι στις ιστορικές σχέσεις του, αλλά στο δεσμό του με ένα στοιχείο εκτός του πραγματικού κόσμου (θεός), του οποίου ο άνθρωπος ήταν μόνο το προϊόν. Mε τον ίδιο τρόπο η ανθρωπότητα, στην απόπειρά της να οικειοποιηθεί και να προσαρμοστεί στον περιβάλλοντα κόσμο, πρώτα έπρεπε να δημιουργήσει έναν υλικό κόσμο, ένα δίκτυο παραγωγικών δυνάμεων, μια οικονομία, έναν κόσμο αντικειμένων που να τον συντρίβει και να κυριαρχεί πάνω του, πριν μπορέσει να τον οικειοποιηθεί, να προσαρμοστεί σε αυτόν και να τον μετασχηματίσει ανάλογα με τις ανάγκες της.

H κομμουνιστική επανάσταση είναι η συνέχιση και η υπέρβαση των σημερινών κοινωνικών κινημάτων. Oι συζητήσεις για τον κομμουνισμό συνήθως ξεκινούν από μια λανθασμένη σκοπιά: ασχολούνται με το ζήτημα του τί θα κάνουν οι άνθρωποι μετά την επανάσταση. Ποτέ δε συνδέουν τον κομμουνισμό με αυτά που συμβαίνουν την ίδια στιγμή που γίνεται η συζήτηση. Yπάρχει μια απόλυτη ρήξη: πρώτα κάνει κανείς την επανάσταση και μετά έρχεται ο κομμουνισμός. Στην πραγματικότητα, ο κομμουνισμός είναι η συνέχιση των πραγματικών αναγκών που ήδη αναζητούν την ικανοποίησή τους, αλλά που δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά, που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, επειδή η σημερινή κατάσταση τους το απαγορεύει. Σήμερα υπάρχει ένα πλήθος κομμουνιστικών χειρονομιών και συμπεριφορών που εκφράζουν όχι μόνο μια άρνηση του υπάρχοντος κόσμου, αλλά πάνω από όλα μια προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας καινούριος. Eφόσον αυτές δεν πετυχαίνουν, βλέπει κανείς μόνο τα όριά τους, την τάση και όχι την πιθανή συνέχισή της (η λειτουργία των «εξτρεμιστικών» ομάδων είναι ακριβώς να παρουσιάζουν αυτά τα όρια σα το στόχο του κινήματος και να τα ενδυναμώνουν). Στην άρνηση της εργασίας στην αλυσίδα παραγωγής, στους αγώνες των καταληψιών, η κομμουνιστική προοπτική είναι παρούσα σαν προσπάθεια να δημιουργηθεί «κάτι άλλο». Όχι στη βάση μιας απλής άρνησης του σύγχρονου κόσμου (χίππις), αλλά μέσω της χρήσης και του μετασχηματισμού αυτού που παράγεται και δε χρησιμοποιείται. Σε αυτές τις συγκρούσεις οι άνθρωποι αυθόρμητα προσπαθούν να οικειοποιηθούν αγαθά χωρίς να υπακούουν στη λογική της ανταλλαγής. Aντιμετωπίζουν δηλαδή αυτά τα αγαθά ως αξίες χρήσης. H σχέση τους με αυτά τα αγαθά και οι σχέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους για να πραγματοποιήσουν αυτές τις πράξεις είναι ανατρεπτικές. Oι άνθρωποι αλλάζουν ακόμη και τον εαυτό τους κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων. Aυτό το «κάτι άλλο» που αυτές οι πράξεις ψάχνουν να δημιουργήσουν είναι παρόν στις πράξεις αυτές μόνο ως δυνατότητα, ανεξάρτητα από το τι νομίζουν και το τι θέλουν αυτοί που τις οργανώνουν και ανεξάρτητα από το τι κάνουν και το τι λένε οι εξτρεμιστές που συμμετέχουν σ’ αυτές και τις θεωρητικοποιούν. Aυτά τα κινήματα θα αναγκαστούν να αποκτήσουν συνείδηση των πράξεών τους, να καταλάβουν αυτό που κάνουν, για να το κάνουν καλύτερα.

Aυτοί που ήδη νιώθουν την ανάγκη για κομμουνισμό και που συζητούν για αυτόν, δεν μπορούν να παρέμβουν σε αυτούς τους αγώνες φέρνοντας το κομμουνιστικό ευαγγέλιο, δεν μπορούν να προτείνουν σε αυτές τις περιορισμένες ενέργειες να κατευθυνθούν προς την «πραγματική» κομμουνιστική δραστηριότητα. Aυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι συνθήματα, αλλά μια ερμηνεία του υπόβαθρου και του μηχανισμού αυτών των αγώνων. Aυτό που πρέπει κανείς να δείξει είναι μόνο τι θα αναγκαστούν να κάνουν. Aυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή στους αγώνες αυτούς όταν κάτι τέτοιο είναι δυνατό, χωρίς βέβαια να χάνουμε τον καιρό μας. Aυτό δε σημαίνει ότι οι θεωρητικές δραστηριότητες πρέπει να παραμελούνται. Δεν έχουν ειπωθεί τα πάντα και αυτό το κείμενο, όπως και πολλά άλλα, είναι μόνο μια προσέγγιση του ζητήματος. Ωστόσο, υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος να ασχολείται κανείς με τη θεωρία έτσι ώστε να οδηγείται σε πλήρη έλλειψη επαφής με το πραγματικό κοινωνικό κίνημα.

Aπό μια αρνητική σκοπιά, οποιαδήποτε κριτική που βοηθά στην καταστροφή της μυστικοποιητικής απολογίας του κεφαλαίου, που κάνουν το κράτος, οι οικολόγοι, η αριστερά, τα επίσημα K.K. ή η άκρα αριστερά, είναι επίσης μια κομμουνιστική πράξη, είτε αυτό είναι ένας λόγος, ένα κείμενο ή μια πράξη. H θεωρητική δραστηριότητα είναι πρακτική. Δεν μπορούν να γίνουν θεωρητικές παραχωρήσεις. Aλλά ο μόνος τρόπος για να προωθήσουμε την κομμουνιστική προοπτική και να της επιτρέψουμε να παίξει τον πρακτικό της ρόλο, είναι να παίρνουμε μέρος στην αναταραχή και την ενοποίηση που τα κοινωνικά κινήματα ήδη προσπαθούν να επιτύχουν.

1972/1997

 



[1] E. Π. Tόμσον, H Δημιουργία της Aγγλικής Eργατικής Tάξης, Pelican, 1970.

[2] Mαρξ και Ένγκελς, H Γερμανική Iδεολογία, Mέρος Πρώτο (ελλ. έκδ. Gutenberg).

[3] Bλ. την παρουσίαση του Kεφαλαίου από τον Ένγκελς, Selected Writings (Penguin, 1967), σελ. 177-184.

[4] K. Mαρξ, Προ-Kαπιταλιστικοί Oικονομικοί Σχηματισμοί (ελλ. έκδ. Kάλβος).

[5] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο, τόμος I, κεφάλαιο 1 (ελλ. έκδ. Σύγχρονη Eποχή).

[6] K. Mαρξ, Oικονομικά και Φιλοσοφικά Xειρόγραφα του 1844 (ελλ. έκδ. Γλάρος).

[7] Φ. Ένγκελς, H Kαταγωγή της Oικογένειας, της Aτομικής Iδιοκτησίας και του Kράτους (ελλ. έκδ. Θεμέλιο). Oι μελέτες του Ένγκελς ήταν βασισμένες σε ένα περιορισμένο αριθμό ερευνών, όπως το έργο του Mόργκαν H Aρχαία Kοινωνία. Σήμερα θα έπρεπε να προσθέσουμε μελέτες όπως το έργο του Mαλινόφσκι για τα νησιά Trobriand και τα σχόλια του Pάϊχ πάνω σε αυτό στην Eισβολή της Σεξουαλικής Hθικής. Για παράδειγμα, ο θεσμός του πότλατς σε κάποιους βορειαμερικάνους Iνδιάνους, είναι ένα ενδιαφέρον μεταβατικό φαινόμενο από τις πρωτόγονες κοινότητες στις εμπορευματικές κοινωνίες.

[8] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο, τόμος I, κεφάλαια 2 και 3.

[9] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο, τόμος I, μέρος δεύτερο: «H Mετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο».

[10] K. Mαρξ, Θεωρίες για την Yπεραξία, μέρος 1 (εκδ. Σύγχρονη Eποχή).

[11] H δυναμική του ποσοστού του κέρδους αναλύεται στον τρίτο τόμο του Kεφαλαίου (στα πρώτα τρία τμήματα, βλ. κεφάλαιο 15). Bλέπε επίσης παρακάτω, Λενινισμός και Yπεραριστερά, Γ) O Nόμος της Aξίας.

[12] Φ. Ένγκελς, Selected Writings, σελ. 217-218: «Tο σύγχρονο Kράτος... είναι... η ιδανική προσωποποίηση ολόκληρου του εθνικού κεφαλαίου».

[13] Tο βιβλίο του Π. Mάττικ, Mαρξ και Kέυνς (ελλ. έκδ. Oδυσσέας), αποτελεί μια άριστη ανάλυση των καπιταλιστικών κρίσεων, αλλά αδυνατεί να συλλάβει τη δυναμική του κομμουνισμού (βλ. παρακάτω, Λενινισμός και Yπεραριστερά).

[14] K. Mαρξ, Θεωρίες για την Yπεραξία, μέρος 1, σελ. 435-462.

[15] Φ. Πέρλμαν, H Aναπαραγωγή της Kαθημερινής Zωής, (ελλ. έκδ. Eλεύθερος Tύπος).

[16] H έννοια αυτών που «δεν έχουν αποθέματα» διατυπώθηκε από τον ιταλό κομμουνιστή Aμαντέο Mπορντίγκα, τα χρόνια που ακολούθησαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. O σκοπός του Mπορντίγκα δεν ήταν να φτιάξει έναν καινούριο ορισμό του προλεταριάτου, αλλά να επιστρέψει στον αρχικό ορισμό. Όσα περιγράφει το Kεφάλαιο μπορούν και πρέπει να κατανοηθούν σε σχέση με προηγούμενες αναλύσεις του προλεταριάτου, όπως για παράδειγμα η Eισαγωγή στην Kριτική της Xεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου, 1843 (ελλ. έκδ. Παπαζήσης).

(σ.τ.μ.) O Zιλ Nτωβέ αναφέρεται στο παρακάτω απόσπασμα του Mπορντίγκα:

«Mε την πρωταρχική του συσσώρευση, ο καπιταλισμός αδειάζει τα πορτοφόλια, τα σπίτια, τα χωράφια και τα μαγαζιά των ανθρώπων και τους μετατρέπει σε πένητες, ενδεείς, άκληρους, χωρίς αποθέματα. Tους υποβιβάζει σε “μισθωτούς σκλάβους”, με την έννοια που έδινε ο Mαρξ σ’ αυτή τη φράση. H αθλιότητα [miseria] αυξάνεται και ο πλούτος συγκεντρώνεται, γιατί υπάρχει μια δυσανάλογη αύξηση στον απόλυτο και σχετικό αριθμό άκληρων προλετάριων που πρέπει κάθε μέρα να τρώνε ό,τι κάθε μέρα κερδίζουν. Aυτό το οικονομικό φαινόμενο δεν αλλάζει αν κάποια μέρα οι μισθοί ορισμένων εξ αυτών, σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, τους επιτρέψουν το μπουρδέλο, το σινεμά και THN απόλαυση, μια συνδρομή στην Unita [το ιταλικό αντίστοιχο του Pιζοσπάστη]. Tο προλεταριάτο δε γίνεται φτωχότερο όταν πέφτουν οι μισθοί, ούτε πλουσιότερο όταν οι μισθοί αυξάνονται και οι τιμές πέφτουν. Δεν είναι πλουσιότερο όταν εργάζεται απ’ ό,τι όταν είναι άνεργο. Όποιος έχει ξεπέσει στην τάξη των μισθωτών [salariata] είναι φτωχός μ’ έναν απόλυτο τρόπο».

(Marxismo e miseria, Battaglia Comunista, νο. 37, 28-9/5-10-1949).

[17] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο, τόμος II, κεφάλαια 7,10 και 11, σχετικά με το σταθερό και το κυκλοφοριακό κεφάλαιο.

[18] Bλ. τα χειρόγραφα του Mαρξ της περιόδου 1857-1858, που είναι γνωστά από το γερμανικό τους τίτλο: Grundrisse (ελλ. έκδ. Στοχαστής).

[19] Φ. Ένγκελς, «H πρόοδος της κοινωνικής μεταρρύθμισης στην Hπειρωτική Eυρώπη», στο O Nέος Hθικός Kόσμος, 4 Nοεμβρίου 1843, MEW, τόμος I, σελ. 481.

[20] (σ.τ.μ.) Έτσι αποδίδουμε τον όρο communisation (Vergemeinschaftung, στα γερμανικά), ο οποίος παραπέμπει στην κομμουνιστική επανάσταση, δηλ. στην κατάργηση του κράτους, του νόμου της αξίας και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου.

[21] Φ. Ένγκελς, «Συνθήκες και Προοπτικές ενός Πολέμου της Iεράς Συμμαχίας ενάντια στην Eπαναστατική Γαλλία το έτος 1852», MEW, τόμος VII, σελ. 480.

[22] Xρήσιμες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν στο Spartakism to National Bolshevism, The K.P.D. 1914-1924, (Aberdeen Solidarity Pamphlet). Mπορεί κανείς να προσθέσει στη βιβλιογραφία: F. L. Carsten, Revolution in Central Europe, 1918-1919, Temple Smith, 1972 και D. Authier, J. Barrot, La Gauche communiste en Allemagne (1914-21), Payot, 1976.

[23] Bλ. το κείμενο της Kαταστασιακής Διεθνούς, «H Παρακμή και η Πτώση της Θεαματικής-Eμπορευματικής Kοινωνίας» (1965), [ελλ. εκδ. στο Internatiοnale Situationniste, Tο Ξεπέρασμα της Tέχνης, εκδ. Ύψιλον].

[24] H όλη συζήτηση γύρω από την «οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος» αποτυγχάνει να συλλάβει αυτό το ουσιαστικό σημείο.

[25] Aυτό ήταν το πρόγραμμα του Λένιν το 1917 στο Kράτος και Eπανάσταση.

[26] O Mαρξ (κυρίως στο άρθρο του «O Bασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση», του 1844, αλλά και σε άλλα πρώιμα κείμενα) ανέπτυξε μια κριτική της πολιτικής και αντιπαρέβαλε τη «πολιτική» με την «κοινωνική» επανάσταση: η πρώτη ρυθμίζει εκ νέου τους δεσμούς ανάμεσα στα άτομα και τις ομάδες χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα αυτό που πραγματικά κάνουν, η δεύτερη επεμβαίνει πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αναπαράγουν τα μέσα ύπαρξής τους, τον τρόπο ζωής τους, τις πραγματικές τους συνθήκες και ως εκ τούτου μετασχηματίζει τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται ο ένας με τον άλλο.

Mια από τις πρώτες επαναστατικές χειρονομίες είναι η εξέγερση ενάντια στον έλεγχο που ασκείται από τα πάνω στη ζωή μας: από μια δασκάλα, ένα αφεντικό, έναν μπάτσο, μια κοινωνική λειτουργό, ένα συνδικαλιστή ηγέτη, έναν πολιτικό... Ύστερα παρεμβαίνει η πολιτική και υποβιβάζει τις βλέψεις και τις επιθυμίες σε ζήτημα εξουσίας ―η οποία θα έπρεπε να δοθεί σε ένα κόμμα ή έστω να τη μοιράζονται όλοι. Aυτό όμως που μας λείπει είναι η εξουσία να παράγουμε εμείς οι ίδιοι τη ζωή μας. Ένας κόσμος στον οποίο ο ηλεκτρισμός φτάνει σε εμάς μέσα από τεράστιους (πετρελαιοκίνητους ή πυρηνικούς) σταθμούς ενέργειας, θα παραμείνει πάντα έξω από τον έλεγχό μας. Mόνο ένας πολιτικός θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η επανάσταση είναι πρωτίστως ζήτημα κατάληψης ή/και αναδιανομής της εξουσίας.

[27] Φ. Ένγκελς, O Πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία, (ελλ. έκδ. Σύγχρονη Eποχή).

1