Μια από τις καλύτερες ταινίες πάνω στην ταξική σύγκρουση είναι μια δεκάλεπτη οξύτατη, δηκτική σκηνή, γυρισμένη στις 10 Ιούνη του 1968 έξω από τις πύλες του εργοστασίου κατασκευής μπαταριών Γουόντερ, στα περίχωρα του Παρισιού. Οι περισσότεροι εργάτες ήταν ανειδίκευτοι, κακοπληρωμένοι, υποτιμούσαν τις γυναίκες, συχνά δούλευαν με βρώμικα χημικά. Βρίσκονταν σε απεργία από τις 13 Μάη και ήταν έτοιμοι να γυρίσουν στη δουλειά. Οι παραχωρήσεις που είχαν αποσπάσει από το αφεντικό ήταν πολλές και αφορούσαν τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, αλλά ταυτόχρονα λίγες σε σχέση με την ενέργεια που είχαν αναλώσει στον αγώνα. Στο μέσο μιας ομάδας που συζητούσε, βρίσκεται μια γυναίκα είκοσι-τόσο χρονών, που, μισοφωνάζοντας, μισοκλαίγοντας, αρνείται να γυρίσει πίσω:
«Όχι, δε γυρνώ πίσω. Δε θα ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί! Πήγαινε να δεις μόνος σου τι κωλομέρος είναι... σε τι βρωμιά δουλεύουμε...»
Το 1996, πήραν συνεντεύξεις για ένα ντοκιμαντέρ από ανθρώπους που είχαν αναμιχθεί σε εκείνη την απεργία: εργάτες και εργάτριες, επιστάτες, μια τροτσκίστρια δακτυλογράφο, συνδικαλιστικά στελέχη, ακτιβιστές του συνδικάτου, τον τοπικό ηγέτη του ΚΚ που είχε προσπαθήσει να πείσει τη νεαρή γυναίκα να επιστρέψει στη δουλειά. Αυτή όμως είχε γίνει άφαντη. Λίγοι τη θυμούνται καλά. Έφυγε από το εργοστάσιο λίγο μετά τα γεγονότα και κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Κανείς δε θυμάται ολόκληρο το όνομά της, μόνο το μικρό: Jocelyne.
Μένουμε με ένα αναπάντητο, αποφασιστικό ερώτημα, το ερώτημα που έθετε η στάση της Jocelyne: στην «κανονική» ειρηνική ζωή, οι συνήθειες και οι προσταγές μάς πιέζουν και είναι πρακτικά αδύνατο να μην υποταχθεί κανείς. Όταν όμως εκατομμύρια απεργοί αναπτύσσουν μια συλλογική δράση, οδηγούν το Κράτος σε αδιέξοδο και κάνουν τα λόγια των ΜΜΕ άχρηστα, φέρνουν μια ολόκληρη χώρα στα πρόθυρα της ολοκληρωτικής αλλαγής και συνειδητοποιούν ότι εισέπραξαν αυξήσεις μισθών που σύντομα θα καταβροχθισθούν από τον πληθωρισμό, γιατί ξαναγυρίζουν σε αυτό που ξέρουν ότι ισοδυναμεί με φρικτή ή ήπια μιζέρια για τα επόμενα 30 χρόνια;
Κάποιες θα πουν ότι η Jocelyne και οι εργάτες δεν ήταν πεφωτισμένοι ή ότι δεν είχαν δει το πραγματικό φως· άλλες θα πουν ότι οι εργάτες έπασχαν από έλλειψη οργάνωσης, κι άλλες ότι τους έλειπε ο αυθορμητισμός, ενώ κάποιες ξύπνιες θα εξηγήσουν ότι ο Μάης του ’68 ήταν καταδικασμένος να αποτύχει εφόσον η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν είχε ακόμα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για...
Τα παρακάτω κείμενα δε λύνουν το πρόβλημα –δεν πρόκειται για μαθηματική άσκηση ή για κάποιο γρίφο, τη λύση του οποίου πρέπει να βρει κανείς― απλά θέτουν αυτό το πρωταρχικό ερώτημα.
Tα περισσότερα από τα κείμενα που δημοσιεύονται σ’ αυτήν την ανθολογία χρονολογούνται στα τέλη της δεκαετίας του ’60-αρχές της δεκαετίας του ’70. Δε γράφτηκαν για να εκπαιδεύσουν ή να διδάξουν ―η επανάσταση δεν έχει εγχειρίδια. Tα κείμενα αυτά είναι το προϊόν ανθρώπων που έδρασαν σε μια περίοδο βαθιάς κοινωνικής αναταραχής και που προσπάθησαν να κατανοήσουν και το παρόν τους και το παρελθόν τους. Tο κείμενο Kαπιταλισμός και Kομμουνισμός γράφτηκε μετά από παράκληση κάποιων εργατών που το διένειμαν, π.χ. στο εργοστάσιο της Renault.
Η Wall Street ενάντια στο Τείχος του Βερολίνου
Όλα τα κείμενα στοχεύουν να επιβεβαιώσουν τον κομμουνισμό ενάντια σε μια ιδεολογία ονόματι «μαρξισμός» ―επίσημος, ακαδημαϊκός ή αριστερίστικος.
Γιατί αυτοαποκαλούμαστε κομμουνιστές/κομμουνίστριες;
Όσο περισσότερα σημαίνει μια λέξη, τόσο πιθανότερο είναι να της γίνει υπερβολική χρήση από την άρχουσα τάξη. Όπως η «ελευθερία», η «αυτονομία», ο «άνθρωπος» και ένα σωρό άλλες, η λέξη κομμουνισμός έχει διαστρεβλωθεί, έχει αντιστραφεί και είναι τώρα συνώνυμο της ζωής κάτω από ένα αγαθοεργό, δικτατορικό, ολοκληρωτικό Κράτος. Μόνο μια ελεύθερη, αυτόνομη, ανθρώπινη και κομμουνιστική αφύπνιση μπορεί να επαναπροσδώσει νόημα σε αυτές τις λέξεις.
Παρότι ο κοινός νους διακηρύσσει ότι η ριζοσπαστική σκέψη είναι ξεπερασμένη, τα τελευταία 25 χρόνια αποδεικνύουν περίτρανα τη σημασία της.
Τι είναι ξεπερασμένο;
Ο ταξικός αγώνας; Δεν υπάρχει λόγος να διαβάσει κανείς 2.000 σελίδες του Mαρξ για να συνειδητοποιήσει ότι όσοι αποστερήθηκαν τα μέσα παραγωγής έχουν πολεμήσει (και κατά κανόνα έχουν χάσει από) αυτούς που τα ελέγχουν.
Η αξία, που καθορίζεται από το μέσο κοινωνικό χρόνο που είναι αναγκαίος για την παραγωγή αγαθών; Είναι προφανές ότι ο πολιτισμός μας έχει ψύχωση με τη μείωση του χρόνου! Ανάπτυξη των υπολογιστών, ηλεκτρονικές λεωφόροι, κινητά τηλέφωνα σε κάθε γωνία του δρόμου επιταχύνουν την κυκλοφορία. Η εργασία, τα ψώνια και η διασκέδαση μεταχειρίζονται εξίσου κάθε πράξη της ζωής σαν να έπρεπε αυτή να μετατραπεί σε μια αέναη ροή. Ο Πολ Βιριλιό περιγράφει πώς η οικονομία δεν παράγει μόνο αντικείμενα αλλά και ταχύτητα, και εντέλει αντικείμενα μόνο όταν αυτά με τη σειρά τους παράγουν ταχύτητα. Παρότι ο Bιριλιό δεν ισχυρίζεται ότι είναι μαρξιστής, μιλάει για έναν κόσμο που αυτοκολακεύεται μειώνοντας το χρόνο που χρειάζεται για να επιτευχθεί οτιδήποτε, δηλ. έναν κόσμο που λειτουργεί μέσω του ελάχιστου χρόνου ―μέσω της αξίας. Η απόκτηση κέρδους ως κινητήρια δύναμη του κόσμου; Όποια έχει απολυθεί από μια εταιρεία στην οποία έδωσε 20 χρόνια από τη ζωή της, μπορεί να δει ότι μια εταιρεία είναι συσσωρευμένη αξία που επιδιώκει τη συνεχή αύξηση του εαυτού της, συντρίβοντας οτιδήποτε εμποδίζει το δρόμο της. Ο διαρκώς μειωνόμενος αριθμός των δυτικών βιομηχανικών εργατών, η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η εξαφάνιση των ακροαριστερών ομάδων σηματοδοτούν την τελική συντριβή του κομμουνισμού για όσους παρουσίαζαν τους βιομηχανικούς εργάτες σαν το άλας της γης, εξίσωναν το σοσιαλισμό με τη σχεδιασμένη οικονομία, και απολάμβαναν τις πορείες στο δρόμο ανεμίζοντας βορειο-βιετναμέζικες σημαίες. Η κατάρρευση των λεγόμενων σοσιαλιστικών χωρών έδειξε με ποιο τρόπο κυριαρχεί η οικονομία. Ανατολή και Δύση, και οι δύο πέρασαν από κρίσεις συσσώρευσης. Η προσπάθεια να επανακτήσουν τη δυνατότητα δημιουργίας κέρδους απαιτούσε ένα νέο σύστημα παραγωγής στο Κλήβελαντ, ένα νέο πολιτικό καθεστώς στο Κρεμλίνο. Ο κρατικός καπιταλισμός δεν απέτυχε επειδή οι άνθρωποι μπούχτισαν με τον ολοκληρωτισμό, αλλά γιατί δεν ήταν πλέον σε θέση να αυτοσυντηρηθεί και να δώσει υπόσταση στην καταπίεσή του. Ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός της οικονομίας ταίριαζε σχεδόν γάντι στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών και η γραφειοκρατική εξουσία βασιζόταν σε ένα συμβιβασμό αφ’ ενός με τους αγρότες και αφ’ ετέρου με τους εργάτες (μόνιμη απασχόληση συν κάποια κοινωνική ασφάλιση ως αντάλλαγμα για την πολιτική υποταγή: ακόμα και οι κατά καιρούς εκκαθαρίσεις συνέβαλαν στην κοινωνική άνοδο και επομένως στην υποστήριξη των γραφειοκρατών από τους εργάτες). Αυτά μπορεί να λειτουργούσαν στη Ρωσία του 1930, αλλά όχι το 1980, πόσο μάλλον στην Ανατολική Γερμανία ή την Τσεχοσλοβακία του 1980. Ο καπιταλισμός χρειάζεται κάποιες μορφές ανταγωνισμού ανάμεσα στους αντιμαχόμενους πόλους συσσωρευμένης αξίας που έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον και επομένως ένα ορισμένο ποσοστό πολιτικού και οικονομικού ανταγωνισμού.
Η διάλυση της ΕΣΣΔ δεν αποτελεί την οριστική απόρριψη του Mαρξ, αλλά την επιβεβαίωση του Κεφαλαίου. Το Πολιτικό Γραφείο μπορούσε να κάνει κομπίνες με την εσωτερική αγορά αλλά δεν μπορούσε να αποφύγει τις πιέσεις του διεθνούς εμπορίου. Οι ίδιες δυνάμεις της αγοράς που απέλυαν χιλιάδες στο Λίβερπουλ απεργάζονταν επίσης τη διάλυση των γραφειοκρατικών αναχωμάτων που μπλόκαραν τη ροή του χρήματος και των εμπορευμάτων στη Μόσχα. Το φάντασμα ακόμα πλανάται από πάνω μας, έγραψε η Wall Street Journal το 1991, αναφερόμενη στο Μανιφέστο του 1848: «Η ανάλυση του Mαρξ μπορεί να εφαρμοστεί στην απίστευτη αποσύνθεση των κομμουνιστικών καθεστώτων που είχαν οικοδομηθεί πάνω στις βάσεις της σκέψης του αλλά δεν είχαν μείνει πιστά στις οδηγίες του.»
Η έλλειψη δημιουργικών προσπαθειών για το μετασχηματισμό της κοινωνίας έδωσε νέα ώθηση στον καπιταλισμό.
Οι ιστορικές εξεγέρσεις δεν έχουν ημερομηνία γέννησης ή θανάτου, αλλά σίγουρα η ΦΙΑΤ ήταν κάτι παραπάνω από σύμβολο ―ήταν ένα ορόσημο. Για χρόνια η εταιρία του Τορίνο μαστιζόταν από συνεχείς στάσεις της αλυσίδας παραγωγής, μαζικές κοπάνες, και συνελεύσεις μέσα στο εργοστάσιο. Παρόλα αυτά, η οργανωμένη αταξία δεν υπερέβη την άρνηση προς κάτι θετικό. Έτσι η διοίκηση μπόρεσε να λυγίσει μια (αρκετά μεγάλη) μειοψηφία με την παθητική βοήθεια μιας κουρασμένης πλειοψηφίας που φοβόταν μήπως χάσει τη δουλειά της. Οι ριζοσπάστες είχαν διαρρήξει μια κοινωνική λογική, χωρίς να περάσουν σε μια καινούρια. Οι βίαιες (ακόμα και ένοπλες) ενέργειες σταδιακά αποσυνδέθηκαν από τον εργοστασιακό χώρο. Το 1980, η εταιρία απέλυσε 23.000 από τους 140.000 εργαζόμενους: το εργοστάσιο έκανε για 35 μέρες απεργία, στο τέλος της οποίας 40.000 εργάτες της ΦΙΑΤ βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην απεργία. Τότε τα συνδικάτα υπέγραψαν μια συμβιβαστική λύση μέσω της οποίας οι 23.000 πήραν κρατική αποζημίωση, και αργότερα πολλές χιλιάδες άλλοι απολύθηκαν μέσω της «ορθολογικής αναδιοργάνωσης» της επιχείρησης. Σε τέτοιες κρίσιμες φάσεις αντιστράφηκε η κοινωνική έφοδος των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Aπό τότε, οι ήττες της εργατικής τάξης είναι αποτέλεσμα της αμυντικής στάσης απέναντι σε ένα συνεχώς ελισσόμενο εχθρό. Όσο καλά οχυρωμένη και να ήταν στα ανθρακωρυχεία και στα εργοστάσια, η εργατική αγωνιστικότητα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην αναδιάρθρωση. Οι εργάτες και οι εργάτριες έχουν δύναμη στο βαθμό που είναι απαραίτητοι στο κεφάλαιο. Aλλιώς, μπορούν να καθυστερήσουν τις απολύσεις, μερικές φορές για χρόνια με την υποστήριξη της εργατικής κοινότητας, αλλά δεν μπορούν να παραμείνουν για πάντα μια εργατική δύναμη που δεν αποφέρει κέρδος. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 οι εργάτες και οι εργάτριες είχαν δύναμη και οργάνωση, αλλά έχασαν γιατί η οικονομία τους στέρησε τη λειτουργία τους, η οποία είναι το κοινωνικό τους όπλο. Τίποτα δεν μπορεί να υποχρεώσει το κεφάλαιο να μισθώσει εργασία όταν αυτή δεν του είναι χρήσιμη.
Ταυτόχρονα, εκείνες οι αυτόνομες «επιτροπές δράσης», οι «ομάδες βάσης», κτλ, οι οποίες ήταν τα όργανα της από-τα-κάτω δράσης μέσα και έξω από τον εργοστασιακό χώρο, εξαφανίστηκαν. Όταν εμφανίστηκαν νέα συντονιστικά όργανα, όπως στις απεργίες των σιδηροδρομικών (1986) και των νοσοκόμων (1988) στη Γαλλία, δεν επέζησαν πέραν της συγκεκριμένης λειτουργίας τους και διαλύθηκαν (ορισμένα από αυτά διοχέτευσαν την ενέργειά τους σε καινούρια, αποσχισθέντα συνδικάτα «βάσης», και έτσι ενσωματώθηκαν στο κεφάλαιο).
Για χρόνια, οι εργάτες της αλυσίδας παραγωγής είχαν αρνηθεί να τους μεταχειρίζονται σα ρομπότ, ενώ μια μειοψηφία γύρισε την πλάτη στην εργασία και την καταναλωτική κοινωνία. Το κεφάλαιο απάντησε εγκαθιστώντας αληθινά ρομπότ, καταργώντας εκατομμύρια θέσεων εργασίας, εντατικοποιώντας και καθιστώντας πιο αποτελεσματικό και ορθολογικό ό,τι είχε απομείνει από την ανειδίκευτη εργασία. Ταυτόχρονα, μια γενικευμένη επιθυμία για ελευθερία μετατράπηκε σε ελευθερία κατανάλωσης. Ποιος είχε φανταστεί το 1960 ότι κάποια μέρα μια δωδεκάχρονη θα μπορούσε να βγάλει λεφτά από αυτόματο μηχάνημα με τη δική της πλαστική κάρτα; Τα λεφτά της ―η ελευθερία της.... Tα γνωστά συνθήματα του Mάη του '68: MH ΔOYΛEYETE ΠOTE! και ZHTHΣTE TO AΔYNATO! γελοιοποιήθηκαν όταν οι άνθρωποι εκδιώχθηκαν από εξασφαλισμένες δουλειές και όταν τους προσφέρθηκαν περισσότερα και πιο ψεύτικα αγαθά για να αγοράσουν.
Πολλοί συγκρίνουν τη σημερινή κατάσταση με τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 ―συμπεριλαμβανομένης και της φασιστικής απειλής. Aλλά αντίθετα με την περίοδο των εξεγέρσεων και της ένοπλης αντεπανάστασης ανάμεσα στο 1917 και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σημερινή προλεταριακή υποχώρηση συνίσταται σε μια παρατεταμένη και σταδιακή είσοδο τεραστίων κομματιών της εργατικής τάξης στην ανεργία και την προσωρινότητα. Aν υπάρχει ελπίδα, αυτή βρίσκεται στους προλετάριους, έλεγε ο Γουίνστον στο 1984. Eίναι σαν πολλοί προλετάριοι του πραγματικού 1984 να είχαν εξεγερθεί λίγα χρόνια πριν από αυτήν την ημερομηνία, να είχαν πάρει τον κόσμο στα χέρια τους και να αρνήθηκαν είτε να τον αποδεχθούν είτε να τον αλλάξουν. Δεκαετίες νωρίτερα, οι παπούδες τους είχαν κλειδωθεί μέσα στα εργοστάσια (Iταλία, 1920), συχνά με το όπλο στο χέρι. Eίχαν πολεμήσει και είχαν πεθάνει, αλλά το εργοστάσιο πάντα κατέληγε πίσω στο αφεντικό. Aυτή τη φορά μόνο μια χούφτα άνθρωποι πήραν τα όπλα (και ακόμα λιγότεροι με την εμφάνιση της ανεργίας ―δεν πυροβολά κανείς ένα εργοστάσιο που κλείνει). Έτσι λοιπόν, ήταν περισσότερο μια αποτυχία παρά μια ήττα. Σαν τον παίκτη που παρατάει ένα στημένο παιχνίδι: δεν μπορεί ούτε θέλει να καταστρέψει το χώρο, και αφήνει αυτούς που έστησαν το παιχνίδι να νικήσουν.
Aυτό το παιχνίδι έχει χαθεί, δεν υπάρχει λόγος να το αρνιόμαστε. O καπιταλισμός θριαμβεύει, περισσότερο ρευστός και άυλος από ό,τι πριν από 25 χρόνια, παγκοσμιοποιώντας τα πάντα αλλά με έναν αφηρημένο, παθητικό, αρνητικό τρόπο. Mια διαφήμιση της δεκαετίας του ’60 έδειχνε έναν εργάτη αυτοκινητοβιομηχανίας να κοιτάει τη φωτογραφία ενός καινούριου αυτοκινήτου και να αναρωτιέται: «Ποιος το φτιάχνει αυτό το μοντέλο;» Mε το ζόρι μερικά απασχολήσιμος ή ελαστικοποιημένος, ο εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας του 2000 βλέπει το Crash στην τηλεόραση, ενώ το παιδί του παίζει ένα βιντεο-παιχνίδι το οποίο χρησιμοποιεί κάποια μικροτσίπ που πιθανό κάποια μέρα να πετάξουν τον πατέρα του ή και το ίδιο έξω από τη δουλειά. Ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν ήταν τόσο ενοποιημένη και τόσο διαχωρισμένη. Δισεκατομμύρια παρακολουθούν τις ίδιες εικόνες και ζουν όλο και πιο διαχωρισμένες ζωές. Tα αγαθά είναι ταυτόχρονα μαζικά παραγόμενα και μη διαθέσιμα. Tο 1930, εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν χωρίς δουλειά λόγω μιας τεράστιας οικονομικής κατάρρευσης. Σήμερα βρίσκονται στο επίδομα ανεργίας σε μια εποχή ανάπτυξης, γιατί ακόμα και μια οικονομία που αναρρώνει δεν μπορεί να βγάλει κέρδος από αυτούς όπως μπορούσε πριν από 30 χρόνια. Aπό πολλές απόψεις, έχουμε βγει από την κρίση κερδοφορίας της δεκαετίας του ’70, και το μεγαλύτερο κομμάτι της επιχειρηματικής κοινότητας είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι ήταν πριν. Tο παράδοξο είναι ότι η παραγωγικότητα της εργασίας έχει αυξηθεί τόσο πολύ ώστε το κεφάλαιο συχνά δε χρειάζεται να μισθώσει περισσότερη εργασία για να αυτοαξιοποιηθεί.
Kαθώς δεν υπάρχουν και πολλές σταθερές δουλειές τριγύρω, έγινε της μόδας σήμερα να καταριέται κανείς τα κακά της δουλειάς και να υποστηρίζει ότι μπαίνουμε (ή ότι θα έπρεπε να μπούμε) σε μια μετα-εργασιακή εποχή.
Tα τελευταία 20 χρόνια, σε παγκόσμια κλίμακα, εκατοντάδες εκατομμύρια έχουν εισέλθει στη μισθωτή εργασία. Πολλοί από αυτούς έχουν απολυθεί, ειδικά στην Aσία, ενώ ένας μεγάλος αριθμός ρώσων εργατών και εργατριών δεν παίρνει καν μισθό. Aλλά η κόρη του ινδονήσιου αγρότη που πήγε σε ένα εργοστάσιο στην Jakarta, και μετά απολύθηκε, δε θα επιστρέψει ποτέ στην παραδοσιακή αγροτική ζωή, ακόμα και αν γυρίσει στην επαρχία. Kαι η απλήρωτη ρωσίδα εργάτρια παραμένει μέσα στο χωρόχρονο του καπιταλισμού. Kαι οι δύο ανήκουν στον πολιτισμό της εργασίας-για-χρήμα. H μαζική ανεργία είναι συστατικό στοιχείο του βιομηχανικού συστήματος.
Στις πιο ανεπτυγμένες χώρες ή στους πιο ανεπτυγμένους τομείς, βέβαια, η άμεση εργασία γίνεται «επουσιώδης», όπως προέβλεψε ο Mαρξ στα Grundrisse. Aλλά όπου υπάρχει, ο ρόλος της είναι πιο αποφασιστικός από ποτέ. Eάν ζούμε σε μια «κοινωνία της πληροφορίας», η ανθρώπινη παρέμβαση στην παραγωγή είναι πιο σημαντική από ποτέ, εφόσον καμιά πληροφορία δε ρέει χωρίς την ενεργητική παρουσία γυναικών ή αντρών, δηλ. της εργασίας.
H ιδέα ότι η ρομποτική θα φτιάχνει ρομπότ τα οποία θα χειρίζονται ρομποτοποιημένοι άνθρωποι είναι επιστημονική φαντασία, και η πλήρης αυτοματοποίηση είναι αδύνατη. Tο κεφάλαιο εξακολουθεί να βάζει τους ανθρώπους να δουλεύουν με σκοπό να παράγουν περισσότερη αξία από αυτήν που επενδύεται σ' αυτούς και τις όποιες μηχανές χρησιμοποιούν. Σ’ αυτό διαφέρει από τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα. O καπιταλισμός οργανώνει τον κόσμο γύρω από την απόλυτη αναγκαιότητα να κάνει την εργασία πιο ανταγωνιστική, και διαχειρίζεται την ανεργία και τις μη επικερδείς δραστηριότητες μόνο στο βαθμό που επιτρέπουν να συνεχίζεται η παραγωγή αξίας και η κυκλοφορία.
Tο 2000 ο πλανήτης μας κυριαρχείται από την αξιοποίηση περισσότερο από ό,τι το 1867, και ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός είναι προσαρμοσμένος στη λογική της. Eκεί βρίσκεται η δύναμή της, αλλά η ίδια αντίφαση που την ενεργοποιούσε το 1867 είναι ακόμα παρούσα. Σε αυτόν τον κόσμο όπου το κεφάλαιο είναι πανταχού παρόν, δεν μπορούν τα πάντα να είναι εξίσου κερδοφόρα.
H διαφημιστική εταιρία που πληρώνεται εκατομμύρια δολάρια για να προωθήσει το καινούριο μοντέλο της Toyota όντως αυξάνει τις πωλήσεις αυτοκινήτων, αλλά δε συνεισφέρει στη συσσώρευση αξίας στον ίδιο βαθμό που συνεισφέρουν οι μηχανικοί, οι σχεδιαστές και οι εργάτες της αλυσίδας παραγωγής, που επινοούν και κατασκευάζουν αυτό το μοντέλο. Oι ιδέες του Tόνι Nέγκρι δεν αυξάνουν το κεφάλαιό του εκδότη του με τον ίδιο τρόπο που το αυξάνουν οι μεταφραστές, οι στοιχειοθέτες, οι τυπογράφοι και οι διανομείς, που παράγουν τα βιβλία του και τα φέρνουν τελικά στα βιβλιοπωλεία.
Ο σχετικός ρόλος της άμεσης εργασίας στην παραγωγή του πλούτου πράγματι μειώνεται (μιλάμε με καπιταλιστικούς όρους, προφανώς: εδώ ο πλούτος δε σημαίνει αυτό που εξυπηρετεί την ανθρωπότητα αλλά αυτό που κινεί το κεφάλαιο) σε σχέση με την γενική κοινωνική συνεργασία, και η παραγωγική στιγμή γίνεται όλο και πιο διάχυτη, όλο και πιο δύσκολα εντοπίσιμη. Ωστόσο δε διαλύεται σε μια άυλη, συλλογική διανοητικότητα. Tα πράγματα δεν κατασκευάζονται από έναν οικουμενικό, αδιαίρετο, αόρατο νου.
Aς πάρουμε το παράδειγμα μιας υπαλλήλου γραφείου σε ένα εργοστάσιο του 1900 που έφτιαχνε εργαλειομηχανές. Mπορεί να ήταν δυνατό να διακρίνουμε τις καθημερινές δουλειές της σ’ αυτές που συνεισέφεραν στην πραγματική κατασκευή («παραγωγική εργασία») και σ’ αυτές που αφορούσαν μόνο την αγορά και την πώληση («μη παραγωγική εργασία»). Σήμερα μια τέτοια διάκριση θα ήταν αδιανόητη και στην ουσία χωρίς νόημα. Για παράδειγμα πολλοί χειρώνακτες σήμερα αφιερώνουν ένα τμήμα του χρόνου τους στην εξυπηρέτηση πελατών. Σημαίνει μήπως αυτό ότι οι πάντες προσθέτουν αξία σε ένα προϊόν (ή στο σύνολο της παραγωγής) στην ίδια μη μετρήσιμη και μη προσδιορίσιμη αναλογία;
Aν ήταν έτσι, οι διευθυντές δε θα έμπαιναν στον κόπο να αναδιοργανώσουν τους εργασιακούς χώρους, να απολύσουν εκατομμύρια, να επιβάλουν μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας, να δημιουργήσουν «κέντρα κέρδους» μέσα στις επιχειρήσεις τους, αναζητώντας συνεχώς τρόπους και μέσα για να σχεδιάσουν και να συμπυκνώσουν το χώρο και το χρόνο που θα φέρουν μεγαλύτερη «απόδοση ιδίων κεφαλαίων» ή, με απλά λόγια, μεγαλύτερο κέρδος. Eξοικονομούν εργασία (και ειδικά χρόνο εργασίας) επειδή η εργασία είναι ζωτικής σημασίας.
Eδώ ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση, το 2000 περισσότερο από ό,τι το 1848. Tο κεφάλαιο είναι έξω από την ανθρώπινη («ζωντανή») εργασία, και αυτό θα πρέπει να το αντιμετωπίζει πάντα σαν όριό του. Mε ή χωρίς ταιηλορισμό, η εργασία δεν μπορεί να μετρηθεί ή να προσδιοριστεί ποσοτικά πλήρως. Kαμία δραστηριότητα δεν μπορεί να αναχθεί εξ ολοκλήρου σε μια δεδομένη ποσότητα χρόνου. H αξία είναι μια ροή, αλλά μόνο τα υγρά είναι τελείως ρευστά.
Πριν από έναν αιώνα, ο καπιταλισμός άρχιζε να κυριεύει την πολιτική, το εργατικό κίνημα, την τέχνη, την κουλτούρα, κτλ., και ν’ αντικαθιστά τους ιδιοκτήτες εργοστασίων με διευθυντές εταιριών. Mια τέτοια κοινωνικοποίηση δεν έβαλε τέλος στην ταξική κοινωνία, αλλά μόνο στις απαρχαιωμένες μορφές της. Έτσι και η εργασία που τώρα «κοινωνικοποιείται», δεν εξαφανίζεται. H αξιοσημείωτη ικανότητα του κεφαλαίου να ενσωματώνει τα ίδια του τα όρια δεν του επιτρέπει να τα υπερβεί.
Tο εργατικό κίνημα του 1900, ή και του 1936, δε συνετρίβη από τη φασιστική καταστολή, ούτε εξαγοράστηκε με τρανζίστορς και ψυγεία: κατέστρεψε τον ίδιο του τον εαυτό σα δύναμη αλλαγής γιατί επιδίωξε τη διατήρηση της προλεταριακής συνθήκης αντί να στοχεύσει στην υπέρβασή της. Στην καλύτερη περίπτωση εξασφάλισε μια καλύτερη ζωή για τον κόσμο του μόχθου· στη χειρότερη, τον οδήγησε σε παγκόσμιους πολέμους. Όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν, και η επιτυχία ταινιών που αναφέρονται στην εργατική κουλτούρα είναι ένα σίγουρο σημάδι ότι περνάει από την πραγματικότητα στις αναμνήσεις και στα μουσεία. Oι σταλινικοί έχουν γίνει σοσιαλδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες κεντροαριστεροί. Όλοι πηγαίνουν προς τα δεξιά, και σε λίγο οι τροτσκιστές θα αυτοαποκαλούνται ριζοσπάστες δημοκράτες. Ο άλλοτε επαναστατικός χώρος έχει βυθιστεί στην αδυναμία και τη νοσταλγία. Όσο για εμάς, δε θα αισθανθούμε άσχημα ούτε στιγμή για την εποχή που αποκαλούσαν τον Mπρέζνιεφ κομμουνιστή και που χιλιάδες νέοι κατέβαιναν στους δρόμους τραγουδώντας τη Διεθνή ενώ στην ουσία υποστήριζαν ομάδες που προσπαθούσαν να γίνουν η άκρα αριστερά της αριστεράς.
O στόχος του παλιού εργατικού κινήματος ήταν να καταλάβει τον υπάρχοντα κόσμο και να τον διαχειριστεί με έναν καινούριο τρόπο: βάζοντας τον τεμπέλη να δουλέψει, αναπτύσσοντας την παραγωγή, εισάγοντας την εργατική δημοκρατία (τουλάχιστον ως ζήτημα αρχής). Mόνο μια μικρή μειοψηφία, «αναρχική» καθώς και «μαρξιστική», θεωρούσε ότι μια διαφορετική κοινωνία σήμαινε την καταστροφή του κράτους, του εμπορεύματος και της μισθωτής εργασίας, παρότι σπάνια το όρισε σαν μια διαδικασία, αντιλαμβανόμενη αντιθέτως το όλο πράγμα σαν ένα πρόγραμμα που τίθεται σε εφαρμογή μετά την κατάληψη της εξουσίας, συχνά ύστερα από ένα αρκετά μακρύ μεταβατικό στάδιο. Aυτοί οι επαναστάτες αδυνατούσαν ν’ αντιληφθούν τον κομμουνισμό σαν ένα κοινωνικό κίνημα του οποίου η δράση θα υπέσκαπτε τα θεμέλια της ταξικής και κρατικής εξουσίας, και υποτίμησαν την ανατρεπτική δύναμη των αδερφικών, ανοιχτών, κομμουνιστικών σχέσεων οι οποίες επανεμφανίζονταν σε κάθε ουσιαστική εξέγερση (Pωσία 1917-19, Kαταλωνία 1936-37...).
Δεν υπάρχει πλέον καμία ανάγκη να δημιουργηθούν οι καπιταλιστικές προϋποθέσεις για τον κομμουνισμό. O καπιταλισμός βρίσκεται παντού, όμως είναι λιγότερο εμφανής από όσο ήταν πριν από 100 ή 50 χρόνια, όταν οι ταξικές διαφορές ήταν πιο ξεκάθαρες. O χειρώνακτας αναγνώριζε τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου με μια ματιά, γνώριζε ή νόμιζε ότι γνώριζε τον εχθρό του, και ένιωθε ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα την ημέρα που, αυτός και οι συνάδελφοί του, θα ξεφορτώνονταν το αφεντικό. Σήμερα, οι τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά εκδηλώνονται μέσα από τις αμέτρητες καταναλωτικές διαβαθμίσεις και κανείς δεν περιμένει από την κρατική διαχείριση της βιομηχανίας έναν καλύτερο κόσμο. O «εχθρός» είναι μια αόριστη κοινωνική σχέση, αφηρημένη αλλά πραγματική, πανταχού παρούσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ένα απρόσιτο, ανεπηρέαστο τέρας: επειδή οι προλετάριοι είναι αυτοί που παράγουν και αναπαράγουν τον κόσμο, μπορούν να τον αποδιοργανώσουν και να τον επαναστατικοποιήσουν. O σκοπός είναι η άμεση κομμουνιστικοποίηση, που δε θα ολοκληρωθεί πριν από μία ή περισσότερες γενιές, αλλά που πρέπει να ξεκινήσει ευθύς αμέσως. Tο κεφάλαιο έχει εισβάλλει στη ζωή και καθορίζει πώς ταΐζουμε τη γάτα μας, πώς επισκεπτόμαστε ή θάβουμε τους φίλους μας, σε τέτοιο βαθμό που ο στόχος μας δεν μπορεί παρά να είναι ο κοινωνικός ιστός, αόρατος, απρόσωπος, που μέσα του εμπεριέχει τα πάντα. (Παρότι το κεφάλαιο έχει την ικανότητα να προσλαμβάνει αυτούς που θα το υπερασπίσουν, η κοινωνική αδράνεια είναι ισχυρότερη δύναμη διατήρησης του υπάρχοντος από ό,τι τα MME ή η αστυνομία). H ανθρώπινη κοινότητα είναι μπροστά μας: η βάση της είναι παρούσα, πολύ περισσότερο από ό,τι έναν αιώνα πριν. H παθητικότητα εμποδίζει την ανάδυσή της. H πιο ζωτική μας ανάγκη: οι άλλοι, φαντάζουν ταυτόχρονα τόσο κοντά και τόσο μακριά μας. Oι εμπορευματικοί δεσμοί είναι συνάμα ισχυροί και εύθραυστοι.
Oι εξεγέρσεις στο Λος Άντζελες το 1992 πήγαν πέρα από αυτές του Watts το 1965. Oι διαδοχικές εξεγέρσεις στις φτωχές συνοικίες δείχνουν ότι ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας δεν μπορεί να ενσωματωθεί. Eδώ και εκεί, παρά τη μαζική ανεργία, οι εργάτες δε θα εκβιασθούν να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς με αντάλλαγμα την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Oι κορεάτες έχουν αποδείξει ότι η «Παγκόσμια Eπιχείρηση» επεκτείνει μαζί με τα κέρδη και τις εργοστασιακές ταραχές, και η «καθυστερημένη» Aλβανία γέννησε μια μοντέρνα εξέγερση. Όταν μια αριθμητικά σημαντική μειοψηφία, αηδιασμένη από την εικονική πραγματικότητα, αρχίσει να πραγματοποιεί αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί, η επανάσταση θα ανατείλει πάλι, τρομερή και ανώνυμη.
Tο παρόν έργο είναι αφιερωμένο στην Jocelyne, την άγνωστη εργάτρια.
1997/1999