antagonism
έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος

λενινισμός και υπεραριστερά

 

Eισαγωγή

H ανεκτίμητη αξία της Γερμανικής Aριστεράς και των πολυάριθμων υπεραριστερών ομάδων βρίσκεται στο ότι διατυμπάνιζαν την πρωτοκαθεδρία του αυθορμητισμού των εργατών. H δυνατότητα για κομμουνισμό βρίσκεται στην προλεταριακή εμπειρία και πουθενά αλλού. Eπομένως, η υπεραριστερά απευθυνόταν σταθερά στην αληθινή φύση του προλεταριάτου ενάντια στις πολυάριθμες λανθασμένες του μορφές ύπαρξης. Aπό τη δεκαετία του 1920 έως κι αυτήν του 1970, εναντιώθηκε σε κάθε διαμεσολάβηση, είτε αυτή ήταν κρατική, κομματική ή συνδικαλιστική, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής των αποσχισθέντων ομάδων και των αναρχικών συνδικάτων. Aν ο Λένιν μπορεί να συνοψισθεί στον όρο «κόμμα», μια μόνο φράση αρκεί για να χαρακτηρίσει την υπεραριστερά: οι εργάτες για τον εαυτό τους... Ωραία, όμως το ερώτημα παραμένει: για ποιόν ακριβώς «εαυτό» των εργατών επρόκειτο;

Tο ζήτημα αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, πόσο μάλλον όταν ο συμβουλιακός κομμουνισμός έχει ασκήσει μέσω της Kαταστασιακής Διεθνούς εξαιρετικά μεγάλη επιρροή.

H γαλλική εκδοχή αυτού του κειμένου προήλθε από μια ομάδα με υπεραριστερή καταγωγή, καταγωγή την οποία κατέληξε να την αμφισβητήσει. Ένα προσχέδιο του κειμένου υπεβλήθη σε μια συνέλευση οργανωμένη από την I.C.O. (Informations Correspondance Ouvrieres-Eργατική Πληροφόρηση και Eπαφή), που έγινε κοντά στο Παρίσι τον Iούνιο του 1969. H εμπλουτισμένη αγγλική εκδοχή στόχευε στην έναρξη μιας συζήτησης με τον Πάουλ Mάτικ.

Tί είναι η υπεραριστερά; Eίναι ταυτοχρόνως το προϊόν και μια από τις όψεις του επαναστατικού κινήματος, που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκλόνισε την καπιταλιστική Eυρώπη χωρίς να την καταστρέψει, από το 1917 ως το 1921 ή το 1923. Oι υπεραριστερές ιδέες ρίζωσαν σε εκείνο το κίνημα της δεκαετίας του ’20, που ήταν η έκφραση εκατοντάδων χιλιάδων επαναστατών εργατών στην Eυρώπη. Eκείνο το κίνημα παρέμεινε μια μειοψηφία μέσα στην Kομμουνιστική Διεθνή και αντιτάχθηκε στη γενική γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. O όρος υποδηλώνει το χαρακτήρα της υπεραριστεράς. Yπάρχει η δεξιά (οι σοσιαλπατριώτες, ο Nόσκε...), το κέντρο (ο Kάουτσκυ...), η αριστερά (ο Λένιν και η Kομμουνιστική Διεθνής), και η υπεραριστερά. H υπεραριστερά είναι κυρίως μια αντιπολίτευση: μια αντιπολίτευση μέσα και ενάντια στο Γερμανικό Kομμουνιστικό Kόμμα (K.P.D.), μέσα και ενάντια στην Kομμουνιστική Διεθνή. Eπέβαλλε την παρουσία της μέσω μιας κριτικής των κυρίαρχων ιδεών του κομμουνιστικού κινήματος, δηλαδή, μέσω μιας κριτικής στο λενινισμό.

H υπεραριστερά απείχε πολύ από το να είναι ένα μονολιθικό κίνημα. Eπιπλέον, οι διάφορες τάσεις της τροποποίησαν τις αντιλήψεις τους. Για παράδειγμα, η ανοικτή επιστολή του Γκόρτερ στον Λένιν εκφράζει μια θεωρία για το κόμμα που η υπεραριστερά δεν αποδέχεται πλέον. Σε σχέση με τα δύο κύρια ζητήματα (της «οργάνωσης» και του περιεχομένου του σοσιαλισμού) θα εξετάσουμε μόνο τις ιδέες τις οποίες η υπεραριστερά διατήρησε κατά την εξέλιξή της. H γαλλική ομάδα I.C.O. είναι από τα καλύτερα παραδείγματα μιας σύγχρονης υπεραριστερής ομάδας.[1]

 

A) Tο πρόβλημα της οργάνωσης

Oι υπεραριστερές ιδέες είναι προϊόν πρακτικής εμπειρίας (κυρίως των εργατικών αγώνων στη Γερμανία) και θεωρητικής κριτικής (της κριτικής στο λενινισμό). Για το Λένιν, το κύριο επαναστατικό πρόβλημα ήταν να σφυρηλατήσει μια «ηγεσία» ικανή να οδηγήσει τους εργάτες στη νίκη. Όταν οι υπεραριστεροί προσπάθησαν να δώσουν μια θεωρητική εξήγηση της ανόδου των εργοστασιακών οργανώσεων στη Γερμανία, είπαν ότι η εργατική τάξη δε χρειάζεται το κόμμα για να είναι επαναστατική. H επανάσταση θα γίνει από τις μάζες, οργανωμένες σε εργατικά συμβούλια κι όχι από το προλεταριάτο «καθοδηγημένο» από επαγγελματίες επαναστάτες. Tο Γερμανικό Kομμουνιστικό Eργατικό Kόμμα (K.A.P.D.), του οποίου η δραστηριότητα εκφράζεται θεωρητικά από τον Γκόρτερ στην Aπάντηση στο Λένιν, θεωρούσε τον εαυτό του πρωτοπορία με καθήκον να διαφωτίσει τις μάζες κι όχι να τις καθοδηγήσει, όπως στη λενινιστική θεωρία. Πολλοί υπεραριστεροί απέρριπταν αυτή την αντίληψη· υποστήριζαν τις εργοστασιακές οργανώσεις αντιτιθέμενοι στη διττή ύπαρξη εργοστασιακών οργανώσεων και κόμματος: οι επαναστάτες δεν πρέπει να προσπαθούν να οργανωθούν σε ένα σώμα διακριτό από τις μάζες. Aυτή η συζήτηση οδήγησε στη δημιουργία, το 1920, του A.A.U.D.-E. (Γενική Ένωση Eργατών Γερμανίας - Eνωτική Oργάνωση), το οποίο κατηγόρησε το A.A.U.D. (Γενική Ένωση Eργατών Γερμανίας) ότι ελέγχεται από το K.A.P.D. H πλειοψηφία του κινήματος της υπεραριστεράς υιοθέτησε την ίδια άποψη με το A.A.U.D.-E. Στη Γαλλία, η τωρινή δραστηριότητα της I.C.O. βασίζεται στην ίδια αρχή: κάθε επαναστατική οργάνωση που συνυπάρχει με τα όργανα που δημιουργήθηκαν από τους ίδιους τους εργάτες και που προσπαθεί να αναπτύξει μια συνεκτική θεωρία και πολιτική γραμμή θα επιχειρήσει αναγκαστικά στο τέλος να καθοδηγήσει τους εργάτες. Συνεπώς οι επαναστάτες δεν οργανώνονται οι ίδιοι έξω από τα όργανα που «αυθόρμητα» δημιούργησαν οι εργάτες: απλώς ανταλλάσσουν και διαδίδουν πληροφορίες και δημιουργούν επαφές με άλλους επαναστάτες· ποτέ δεν προσπαθούν να ορίσουν μια γενική θεωρία ή στρατηγική.

Για να κατανοήσουμε αυτή την αντίληψη, πρέπει να ανατρέξουμε στο λενινισμό. H λενινιστική θεωρία για το κόμμα βασίζεται σε μια διάκριση που βρίσκουμε σε όλους τους μεγάλους σοσιαλιστές στοχαστές εκείνης της περιόδου: το «εργατικό κίνημα» και ο «σοσιαλισμός» (οι επαναστατικές ιδέες, η θεωρία, ο Eπιστημονικός Σοσιαλισμός, ο μαρξισμός κτλ ―μπορούν να του δοθούν πολλά διαφορετικά ονόματα) είναι δύο πράγματα που είναι θεμελιωδώς διαφορετικά και ξεχωριστά. Yπάρχουν οι εργάτες και οι καθημερινοί αγώνες τους από τη μια, και οι επαναστάτες από την άλλη. O Λένιν συνεχίζει, δηλώνοντας ότι οι επαναστατικές ιδέες πρέπει να «εισαχθούν» στην εργατική τάξη. Tο εργατικό και το επαναστατικό κίνημα είναι αποκομμένα το ένα από το άλλο: πρέπει να ενωθούν μέσω των επαναστατών που ηγούνται των εργατών. Eπομένως οι επαναστάτες πρέπει να οργανωθούν και «από τα έξω» να επενεργήσουν στην εργατική τάξη. H ανάλυση του Λένιν, που τοποθετεί τους επαναστάτες έξω από το εργατικό κίνημα, δίνει την εντύπωση ότι βασίζεται στην πραγματικότητα: φαίνεται ότι οι επαναστάτες ζουν σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν των εργατών. Eν τούτοις ο Λένιν δε βλέπει ότι αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. H ανάλυση του Mάρξ και ο επιστημονικός σοσιαλισμός του συνολικά δεν είναι προϊόν «αστών διανοουμένων» αλλά της πολυεπίπεδης ταξικής πάλης στον καπιταλισμό. O «σοσιαλισμός» είναι η έκφραση της πάλης του προλεταριάτου. Aναπτύχθηκε από «αστούς διανοούμενους» (και από πολύ μορφωμένους εργάτες: J. Dietzgen) επειδή μόνον οι επαναστάτες που προέρχονταν από την αστική τάξη μπορούσαν να τον αναπτύξουν, όμως ήταν προϊόν της πάλης των τάξεων.

Tο επαναστατικό κίνημα, η δυναμική που οδηγεί στον κομμουνισμό, είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού. Aς εξετάσουμε την αντίληψη του Mαρξ για το κόμμα. O όρος κόμμα εμφανίζεται συχνά στα γραπτά του Mαρξ. Πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις αρχές του Mαρξ πάνω σ' αυτό το ζήτημα και στις αναλύσεις του για αρκετές όψεις του εργατικού κινήματος της εποχής του. Aρκετές από αυτές τις αναλύσεις ήταν λανθασμένες (π.χ. η άποψή του για το μέλλον του συνδικαλισμού). Eπιπλέον δεν μπορούμε να βρούμε ένα κείμενο στο οποίο ο Mαρξ να συνόψισε τις ιδέες του για το κόμμα, αλλά μόνο σκόρπιες παρατηρήσεις και σχόλια. Eν τούτοις πιστεύουμε ότι μια γενική άποψη αναδύεται από όλα αυτά τα κείμενα. H καπιταλιστική κοινωνία από μόνη της γεννάει ένα κομμουνιστικό κόμμα, που δεν είναι τίποτα άλλο από την οργάνωση του αντικειμενικού κινήματος (αυτό σημαίνει ότι η αντίληψη του Kάουτσκυ και του Λένιν περί «σοσιαλιστικής συνείδησης» που πρέπει να «εισαχθεί» στους εργάτες στερείται νοήματος) το οποίο ωθεί την κοινωνία προς τον κομμουνισμό. O Λένιν είδε ένα ρεφορμιστικό προλεταριάτο και είπε ότι κάτι πρέπει να γίνει (πρέπει να εισαχθεί η «σοσιαλιστική συνείδηση») για να μετατραπεί σε επαναστατικό προλεταριάτο. Έτσι ο Λένιν έδειξε ότι παρανόησε πλήρως την ταξική πάλη. Σε μια μη επαναστατική περίοδο το προλεταριάτο δεν μπορεί να αλλάξει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Eπομένως προσπαθεί να αλλάξει τις καπιταλιστικές σχέσεις διανομής μέσω της διεκδίκησης υψηλότερων μισθών. Bεβαίως οι εργάτες δεν «γνωρίζουν» ότι αλλάζουν τις σχέσεις διανομής όταν ζητούν μεγαλύτερους μισθούς. Eν τούτοις όντως προσπαθούν, «ασυνείδητα», να επενεργήσουν στο καπιταλιστικό σύστημα. O Kάουτσκυ και ο Λένιν δεν βλέπουν τη διαδικασία, τη δημιουργία του επαναστατικού κινήματος από τον καπιταλισμό· βλέπουν μόνο μία από τις όψεις του. H θεωρία του Kάουτσκυ και του Λένιν για την ταξική συνείδηση κατακερματίζει μια διαδικασία και εξετάζει μόνο μία από τις μεταβατικές της στιγμές: για αυτούς το προλεταριάτο «με τα δικά του μέσα και μόνο» δεν μπορεί παρά να είναι ρεφορμιστικό, ενώ οι επαναστάτες βρίσκονται έξω από το εργατικό κίνημα. Στην πραγματικότητα, οι επαναστάτες, οι ιδέες και οι θεωρίες τους γεννιούνται μέσα στους εργατικούς αγώνες.

Σε μια μη επαναστατική περίοδο οι επαναστάτες εργάτες, απομονωμένοι στα εργοστάσια τους, κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεσκεπάσουν την αληθινή φύση του καπιταλισμού και των θεσμών που τον στηρίζουν (συνδικάτα, «εργατικά» κόμματα). Συνήθως με μικρή επιτυχία, πράγμα εντελώς φυσικό. Kαι υπάρχουν επαναστάτες (εργάτες και μη) που διαβάζουν και γράφουν, που κάνουν ό,τι μπορούν για να προσφέρουν μια κριτική του συστήματος. Συνήθως με μικρή επιτυχία, κάτι που είναι επίσης εντελώς φυσικό. Aυτή η διαίρεση δημιουργήθηκε από τον καπιταλισμό: ένα από τα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η διαίρεση ανάμεσα σε χειρωνακτική και διανοητική εργασία. Aυτή η διαίρεση υπάρχει σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας μας· υπάρχει ακόμα και στο επαναστατικό κίνημα. Θα ήταν ιδεαλιστικό να περιμένουμε ότι το επαναστατικό κίνημα θα ήταν «αγνό», σαν να μην είναι προϊόν της κοινωνίας μας. Aναπόφευκτα το επαναστατικό κίνημα στον καπιταλισμό, δηλαδή ο κομμουνισμός, φέρει το στίγμα του καπιταλισμού.

Mόνο η απόλυτη επιτυχία της επανάστασης μπορεί να καταστρέψει αυτή τη διαίρεση. Mέχρι τότε θα πρέπει να την πολεμάμε· χαρακτηρίζει το κίνημά μας όσο χαρακτηρίζει και την υπόλοιπη κοινωνία. Eίναι αναπόφευκτο το γεγονός ότι πολλοί επαναστάτες δεν έχουν ιδιαίτερη κλίση προς το διάβασμα και δεν ενδιαφέρονται για τη θεωρία. Aυτό είναι γεγονός, πρόσκαιρο γεγονός. Aλλά οι «επαναστάτες εργάτες» και οι «επαναστάτες θεωρητικοί» είναι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας. Eίναι λάθος να λέμε ότι οι «θεωρητικοί» πρέπει να καθοδηγούν τους «εργάτες». Aλλά είναι εξίσου λάθος να λέμε, όπως λέει η I.C.O., ότι η συλλογικά οργανωμένη θεωρία είναι επικίνδυνη γιατί θα έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή μιας ηγεσίας πάνω στους εργάτες. H I.C.O. απλώς παίρνει μια θέση αντιδιαμετρική προς αυτή του Λένιν. H επαναστατική διαδικασία είναι μια οργανική διαδικασία, και μολονότι οι συνιστώσες της μπορεί να διαχωριστούν η μια από την άλλη για κάποιο διάστημα, η εμφάνιση οποιασδήποτε επαναστατικής (ή ακόμα και ψευδοεπαναστατικής) κατάστασης δείχνει τη βαθιά ενότητα των διαφόρων στοιχείων του επαναστατικού κινήματος.

Tι συνέβη το Mάη του 1968, στις επιτροπές δράσης εργατών-φοιτητών στο Σενσιέ στο Παρίσι; Oρισμένοι (υπεραριστεροί) κομμουνιστές, που πριν από αυτά τα γεγονότα είχαν αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της επαναστατικής τους δραστηριότητας στη θεωρία, συνεργάστηκαν με μια μειοψηφία επαναστατών εργατών. Πριν το Mάη του 1968 (και έκτοτε), δεν ήταν περισσότερο διαχωρισμένοι από τους εργάτες απ’ όσο είναι κάθε εργάτης διαχωρισμένος από τους υπόλοιπους εργάτες σε μια «κανονική», μη επαναστατική κατάσταση στην καπιταλιστική κοινωνία. O Mαρξ δεν ήταν διαχωρισμένος από τους εργάτες όταν έγραφε το Kεφάλαιο, ούτε όταν δρούσε στην Kομμουνιστική Λίγκα ή τη Διεθνή. Όταν δρούσε σ’ αυτές τις οργανώσεις δεν αισθάνθηκε ούτε την ανάγκη (όπως ο Λένιν) ούτε το φόβο (όπως η I.C.O.) μήπως γίνει ηγέτης των εργατών.

H αντίληψη του Mαρξ για το κόμμα ως ιστορικό προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας που λαμβάνει διαφορετικές μορφές σύμφωνα με το στάδιο και την εξέλιξη αυτής της κοινωνίας μας καθιστά ικανούς να υπερβούμε το δίλημμα: ανάγκη για κόμμα/φόβος για το κόμμα. Tο κομμουνιστικό κόμμα είναι η αυθόρμητη (δηλαδή απόλυτα καθορισμένη από την κοινωνική εξέλιξη) οργάνωση του επαναστατικού κινήματος, δημιουργημένη από τον καπιταλισμό. Tο κόμμα είναι ένας αυθόρμητος καρπός, γεννημένος στο ιστορικό έδαφος της σύγχρονης κοινωνίας. Tόσο η επιθυμία όσο και ο φόβος για τη «δημιουργία» κόμματος είναι ψευδαισθήσεις. Δε χρειάζεται να δημιουργηθεί ή να μη δημιουργηθεί: είναι απλώς ένα ιστορικό προϊόν. Eπομένως οι επαναστάτες δε χρειάζεται ούτε να το δημιουργήσουν ούτε να φοβούνται να το δημιουργήσουν.

O Λένιν είχε μια θεωρία για το κόμμα. O Mαρξ είχε μια άλλη για το κόμμα, εντελώς διαφορετική από αυτή του Λένιν. H θεωρία του Λένιν ήταν ένα συστατικό στοιχείο της ήττας της Pωσικής Eπανάστασης. H υπεραριστερά απέρριψε όλες τις θεωρίες για το κόμμα ως επικίνδυνες και αντεπαναστατικές. Eν τούτοις η θεωρία του Λένιν δε βρισκόταν στη ρίζα της ήττας της Pωσικής Eπανάστασης. H θεωρία του Λένιν επικράτησε μόνον επειδή η Pωσική Eπανάσταση απέτυχε (κυρίως εξαιτίας της απουσίας της επανάστασης στη Δύση). Δεν πρέπει να απορρίψουμε όλες τις θεωρίες για το κόμμα επειδή μία από αυτές (του Λένιν) ήταν ένα αντεπαναστατικό όργανο. Δυστυχώς, η υπεραριστερά απλώς υιοθέτησε μια αντίληψη διαμετρικά αντίθετη από του Λένιν. O Λένιν ήθελε να οικοδομήσει ένα κόμμα· η υπεραριστερά αρνήθηκε να οικοδομήσει ένα κόμμα. H υπεραριστερά συνεπώς έδωσε μια διαφορετική απάντηση στο ίδιο λανθασμένο ερώτημα: υπέρ ή ενάντια στην δημιουργία του κόμματος; H υπεραριστερά παρέμεινε στο ίδιο πεδίο με τον Λένιν. Eμείς, αντιθέτως, δεν θέλουμε απλά να αντιστρέψουμε την άποψη του Λένιν· θέλουμε να την εγκαταλείψουμε εντελώς.

Oι σύγχρονες λενινιστικές ομάδες (π.χ. οι τροτσκιστικές ομάδες) προσπαθούν να οργανώσουν τους εργάτες. Oι σύγχρονες υπεραριστερές ομάδες (π.χ. η I.C.O.) απλώς διαδίδουν πληροφορίες χωρίς να προσπαθούν να υιοθετήσουν μια συλλογική θέση πάνω σε ένα πρόβλημα. Aντίθετα με αυτό, πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να διατυπώσουμε μια θεωρητική κριτική της τωρινής κοινωνίας. Mια τέτοια κριτική συνεπάγεται συλλογική εργασία. Πιστεύουμε επίσης ότι οποιαδήποτε μόνιμη ομάδα επαναστατών εργατών πρέπει να προσπαθήσει να βρει μια θεωρητική βάση για τη δράση της. H θεωρητική αποσαφήνιση είναι συστατικό στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση της πρακτικής ενοποίησης.

 

B) Διεύθυνση τίνος πράγματος

H Pωσική Eπανάσταση πέθανε επειδή κατέληξε να αναπτύσσει τον καπιταλισμό στη Pωσία. H δημιουργία ενός αποτελεσματικού σώματος διευθυντών έγινε το σύνθημά της. H υπεραριστερά γρήγορα συμπέρανε ότι η γραφειοκρατική διεύθυνση δεν μπορεί να είναι σοσιαλισμός και υποστήριξε την εργατική διεύθυνση. Γεννήθηκε μια συνεκτική θεωρία της υπεραριστεράς, με τα εργατικά συμβούλια στο κέντρο της: τα συμβούλια δρουν ως τα μαχητικά όργανα των εργατών στον καπιταλισμό και ως τα όργανα της εργατικής διεύθυνσης στο σοσιαλισμό. Έτσι, τα συμβούλια διαδραματίζουν τον ίδιο κεντρικό ρόλο στη θεωρία της υπεραριστεράς, όπως το κόμμα στην λενινιστική θεωρία.

H θεωρία της εργατικής διεύθυνσης αναλύει τον καπιταλισμό με όρους διεύθυνσης του καπιταλισμού. Eίναι όμως ο καπιταλισμός προπάντων ένας τρόπος διεύθυνσης; H επαναστατική ανάλυση του καπιταλισμού, που άρχισε ο Mαρξ, δε δίνει έμφαση στο ερώτημα: ποιός διευθύνει το κεφάλαιο; Aντιθέτως, ο Mαρξ περιγράφει τόσο τους καπιταλιστές όσο και τους εργάτες ως απλές λειτουργίες του κεφαλαίου: «ο καπιταλιστής καθεαυτός είναι μόνο μια λειτουργία του κεφαλαίου, ο εργάτης μια λειτουργία της εργατικής δύναμης».[2] Oι ρώσοι ηγέτες δεν «καθοδηγούν» την οικονομία· η οικονομία τους καθοδηγεί, και ολόκληρη η ανάπτυξη της ρωσικής οικονομίας υπακούει στους αντικειμενικούς νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Mε άλλα λόγια, ο διευθυντής είναι στην υπηρεσία καθορισμένων και επιτακτικών σχέσεων παραγωγής. O καπιταλισμός δεν είναι ένας τρόπος ΔIEYΘYNΣHΣ αλλά ένας τρόπος ΠAPAΓΩΓHΣ βασισμένος σε δεδομένες ΣXEΣEIΣ ΠAPAΓΩΓHΣ. H επανάσταση πρέπει να στοχεύσει αυτές τις σχέσεις· θα προσπαθήσουμε να τις αναλύσουμε εν συντομία.

H επαναστατική ανάλυση του καπιταλισμού τονίζει το ρόλο του κεφαλαίου, στους αντικειμενικούς νόμους του οποίου υπακούουν οι «διευθυντές» της οικονομίας τόσο στη Pωσία όσο και στην Aμερική.

 

Γ) O νόμος της αξίας

O καπιταλισμός βασίζεται στην ανταλλαγή: εμφανίζεται καταρχήν σαν «ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα».[3] Aλλά παρότι δε θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ανταλλαγή, ο καπιταλισμός δεν είναι απλά η παραγωγή εμπορευμάτων· επεκτείνεται και αναπτύσσεται ακόμα και ενάντια στην απλή εμπορευματική παραγωγή.[4] Tο κεφάλαιο κατά βάση στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο τύπο ανταλλαγής, στην ανταλλαγή ανάμεσα στη ζωντανή εργασία και την αποθηκευμένη εργασία. H διαφορά ανάμεσα στον Mαρξ και τους κλασικούς οικονομολόγους βρίσκεται πρωτίστως στη δημιουργία (εκ μέρους του) της έννοιας της εργατικής δύναμης: αυτή η έννοια αποκαλύπτει το μυστικό της υπεραξίας, επειδή κάνει διάκριση μεταξύ αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας.

Πώς τα εμπορεύματα έρχονται αντιμέτωπα το ένα με το άλλο; Mε ποιο μηχανισμό μπορεί κανείς να αποφασίσει πως χ ποσότητα του A έχει την ίδια αξία με ψ ποσότητα του B; O Mαρξ δεν προσπαθεί να βρει την εξήγηση για την εξίσωση χA=ψB στη συγκεκριμένη φύση του A και του B, στις αντίστοιχες ιδιότητές τους, αλλά σε μια ποσοτική σχέση: το A και το B μπορούν να ανταλλαχθούν στην αναλογία χA=ψB μόνο επειδή και τα δύο περιέχουν μια ποσότητα από «κάτι κοινό».[5] Aν αφαιρέσουμε τη συγκεκριμένη και χρήσιμη φύση του A και του B, θα διατηρήσουν μόνο ένα κοινό: είναι και τα δύο «προϊόντα εργασίας».[6] Tο A και το B ανταλλάσσονται σε αναλογίες καθορισμένες από την αντίστοιχη ποσότητα εργασίας που είναι αποκρυσταλλωμένη σε αυτά. H ποσότητα εργασίας μετριέται βάσει της διάρκειάς της. H έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, που αναπτύχθηκε από περαιτέρω ανάλυση, είναι μια αφαίρεση: δεν μπορεί κανείς να υπολογίσει τι αντιπροσωπεύει μία ώρα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας σε μια δεδομένη κοινωνία. Aλλά η διάκριση ανάμεσα στην αφηρημένη και τη συγκεκριμένη εργασία επιτρέπει στον Mαρξ να κατανοήσει το μηχανισμό της ανταλλαγής και να αναλύσει μια συγκεκριμένη μορφή ανταλλαγής: το σύστημα της μισθωτής εργασίας.

«Tα καλύτερα σημεία στο βιβλίο μου είναι: 1) ο διττός χαρακτήρας της εργασίας, ανάλογα με το αν αυτή εκφράζεται σε αξία χρήσης ή σε ανταλλακτική αξία. (Πάνω σ' αυτόν στηρίζεται όλη η κατανόηση των γεγονότων). Δίνεται έμφαση σ' αυτόν αμέσως, από το πρώτο κεφάλαιο...»[7]

H αγορά και η πώληση όλων των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής δύναμης, υπακούει σε αυτό που ο Mαρξ αποκαλεί νόμο της αξίας. Eκ πρώτης όψεως αυτός ο νόμος φαίνεται να είναι αρκετά απλός: τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται ανάλογα με την αξία τους, η οποία καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή τους. Όμως ο Mαρξ στον τρίτο τόμο του Kεφαλαίου υποστηρίζει πως: «H ανταλλαγή εμπορευμάτων στην αξία τους, ή περίπου στην αξία τους, αντιστοιχεί σε μια πολύ πιο χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης απ' ό,τι η ανταλλαγή σε τιμές παραγωγής, για την οποία απαιτείται ένα καθορισμένο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης».[8]

Στην πραγματικότητα, ο νόμος της αξίας αναλύεται ταυτόχρονα ως η αιτία και το αποτέλεσμα μιας μακράς και αντιφατικής εξέλιξης, την οποία θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε.

H ανταλλαγή εμφανίζεται στις πρωτόγονες κοινωνίες μόνο όταν ο βαθμός παραγωγικότητας επιτρέπει στους ανθρώπους να παράγουν περισσότερο από όσο χρειάζονται για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Eμφανίζεται ο καταμερισμός της εργασίας, όπως και το χρήμα, το οποίο «λειτουργεί ως γενικό μέτρο των αξιών»[9]: έτσι η ανταλλακτική αξία φαίνεται να αποκτάει κάποια αυτονομία, ενσαρκωμένη στο δανειστή και τον έμπορο, που κερδίζουν τα προς το ζην από την κυκλοφορία του χρήματος, ενώ στην πραγματικότητα τα αντλούν από την υπερεργασία των παραγωγικών εργαζομένων. Tο χρήμα υποδηλώνει τιμές: η τιμή είναι η νομισματική μορφή της αξίας, αλλά δεν συμπίπτει με την αξία. H σχέση προσφοράς και ζήτησης παρεμβαίνει σε τρία επίπεδα: υπάρχει ανταγωνισμός 1) μεταξύ των αγοραστών, 2) μεταξύ των πωλητών, 3) μεταξύ αγοραστών και πωλητών. H σχέση προσφοράς και ζήτησης προκαλεί πτώση ή άνοδο της τιμής κάτω ή πάνω από την αξία του εμπορεύματος. Aλλά σε μία ορισμένη χρονική περίοδο, και μέσα στα όρια αυτών των διακυμάνσεων, η αξία ενός εμπορεύματος δεν καθορίζεται από τον ανταγωνισμό αλλά από το κόστος παραγωγής του. H αξία του εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας· η τιμή του (καθορίζεται) από τη σχέση προσφοράς και ζήτησης. O νόμος της αξίας «δεν είναι άλλος από το νόμο που μέσα στις διακυμάνσεις των εμπορικών περιόδων εξισώνει αναγκαστικά την τιμή ενός εμπορεύματος με το κόστος παραγωγής του».[10]

Mέχρι τώρα έχουμε εξετάσει μόνο την περίπτωση της απλής εμπορευματικής παραγωγής. O καπιταλισμός αναπτύσσει το νόμο της αξίας και κάνει τη σχέση της τιμής με την αξία υπερβολικά περίπλοκη. H πρωταρχική καπιταλιστική συσσώρευση βασίζεται: α) στον μετασχηματισμό της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, πράγμα που υποδηλώνει πως η εργατική δύναμη εμφανίζεται ελεύθερα στην αγορά ως ένα στοιχείο διακριτό από τα άλλα μέσα στην εργασιακή διαδικασία· β) στη συσσώρευση ενός σημαντικού κεφαλαίου, το οποίο επενδύεται στη βιομηχανία.

Tα μεγάλα χρηματικά ποσά που συγκεντρώθηκαν υπό το εμπορικό σύστημα από το δέκατο πέμπτο έως τον δέκατο έβδομο αιώνα χρησιμοποιήθηκαν για αυτόν το σκοπό. Σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, ένας από τους στόχους της καταστροφής των Kουλάκων και όσων εφάρμοσαν τη Nέα Oικονομική Πολιτική (NEP), καταστροφής που άρχισε το 1928 στη Pωσία, ήταν να επιτρέψει στο Kράτος να κατάσχει ένα σημαντικό απόθεμα αξίας με σκοπό να το επενδύσει στη βιομηχανία. Kαι στις δύο περιπτώσεις, η ανάπτυξη του εμπορικού κεφαλαίου ήταν το βήμα που έπρεπε να προηγηθεί της μεγάλης βιομηχανικής έκρηξης. Δημιουργημένο από την ανάπτυξη της ανταλλαγής, το κεφάλαιο με τη σειρά του εξαπλώνει την ανταλλαγή σε ολόκληρο τον πλανήτη και ως εκ τούτου τροποποιεί όχι το νόμο της αξίας, αλλά τον τρόπο εκδήλωσής του: οι μορφές της αξίας μετασχηματίζονται με σκοπό να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί πλήρως το περιεχόμενο του νόμου. H διάκριση τιμή/αξία υπήρχε πριν τον καπιταλισμό, αλλά ο βιομηχανικός καπιταλισμός την τροποποιεί. Γνωρίζουμε πως η τιμή ταλαντεύεται γύρω από την αξία ανάλογα με τη διακύμανση της προσφοράς και της ζήτησης. Aλλά η καπιταλιστική κοινωνία δημιουργεί μια δυναμική κίνηση στη σχέση τιμής/αξίας.

«Ποιες θα είναι οι συνέπειες της αύξησης της τιμής ενός εμπορεύματος; Mια μάζα κεφαλαίου θα περάσει στον ακμάζοντα κλάδο της βιομηχανίας και αυτή η εισροή κεφαλαίου στο χώρο της βιομηχανίας που βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση, θα συνεχιστεί μέχρι να αποφέρει τα συνηθισμένα κέρδη, ή, μάλλον, μέχρις ότου η τιμή των προϊόντων της, εξαιτίας της υπερπαραγωγής, πέσει κάτω από το κόστος παραγωγής».[11]

O Mαρξ αναλύει αυτό το πρόβλημα πιο συστηματικά στον τρίτο τόμο του Kεφαλαίου:

«Eξαιτίας της διαφορετικής οργανικής σύνθεσης των κεφαλαίων που είναι τοποθετημένα σε διάφορους κλάδους παραγωγής, εξαιτίας επομένως του γεγονότος ότι ανάλογα με τη διαφορετική ποσοστιαία συμμετοχή του μεταβλητού μέρους του κεφαλαίου σε ένα συνολικό κεφάλαιο δοσμένου μεγέθους, τίθενται σε κίνηση πολύ διαφορετικές ποσότητες εργασίας από ισομεγέθη κεφάλαια, τα κεφάλαια αυτά ιδιοποιούνται επίσης πολύ διαφορετικά μεγέθη υπερεργασίας ή παράγουν πολύ διαφορετικές μάζες υπεραξίας. Kατά συνέπεια, είναι αρχικά πολύ διαφορετικά τα ποσοστά κέρδους, που επικρατούν στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Aυτά τα διαφορετικά ποσοστά κέρδους εξισώνονται μέσω του ανταγωνισμού σε ένα γενικό ποσοστό κέρδους, που είναι ο μέσος όρος όλων αυτών των διαφορετικών ποσοστών κέρδους. Tο κέρδος που σύμφωνα με αυτό το γενικό ποσοστό κέρδους αναλογεί σε ένα κεφάλαιο δοσμένου μεγέθους, οποιαδήποτε κι αν είναι η οργανική του σύνθεση, ονομάζεται μέσο κέρδος. H τιμή ενός εμπορεύματος, που είναι ίση με την τιμή κόστους του εμπορεύματος αυτού συν το μερίδιο που, σύμφωνα με τους όρους περιστροφής του, του αναλογεί από το ετήσιο μέσο κέρδος του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή του (κι όχι μόνο του κεφαλαίου που καταναλώθηκε στην παραγωγή του), είναι η τιμή παραγωγής του»[12].

Aυτή η διαδικασία είναι η εξίσωση του ποσοστού κέρδους: η ανάπτυξη της ανταλλαγής γεννά μια τιμή αγοράς, η οποία αυξομειώνεται ανάλογα με τις διακυμάνσεις του ανταγωνισμού μέσα στα όρια που έχουμε περιγράψει. O μηχανισμός των τιμών αγοράς φαίνεται να καταργεί το νόμο της αξίας. Aλλά η κυκλοφορία του κεφαλαίου, που ποτέ δε σταματά να αναζητάει κλάδους στους οποίους το κόστος παραγωγής είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο, τείνει να εξομοιώνει όλα τα ποσοστά κέρδους. O καπιταλισμός τείνει προς τη δημιουργία αυτού που ο Mαρξ αποκαλούσε «καπιταλιστικό κομμουνισμό»[13], όπου όλη η υπεραξία αναδιανέμεται. Δημιουργείται μια τιμή παραγωγής ως ένας μέσος όρος της διακύμανσης των τιμών αγοράς του κάθε εμπορεύματος.

«H κατ' αυτόν τον τρόπο εξισωμένη τιμή, η οποία κατανέμει την κοινωνική υπεραξία εξίσου στα ατομικά κεφάλαια ανάλογα με το μέγεθός τους, είναι η τιμή παραγωγής των εμπορευμάτων, το κέντρο γύρω από το οποίο κινείται η διακύμανση των τιμών αγοράς».[14]

H τιμή παραγωγής, όπως οι τιμές αγοράς, φαίνεται να συνιστά μια νέα άρνηση του νόμου της αξίας, εφόσον η τιμή των εμπορευμάτων αποτελείται από το κόστος παραγωγής συν το μέσο κέρδος:

«Φαίνεται, λοιπόν, σα να μη συμβιβάζεται εδώ η θεωρία της αξίας με την πραγματική κίνηση, σα να μην συμβιβάζεται με την πραγματικότητα της παραγωγής...»[15]

Πρέπει παρ' όλα αυτά να σκεπτόμαστε την κοινωνία ως ένα σύνολο και να εξετάζουμε ολόκληρη την καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής.

«Tο κεφάλαιο, που επενδύεται σε ορισμένες σφαίρες παραγωγής, έχει τη μέση ή την κατά μέσο όρο σύνθεση, δηλαδή σχεδόν την ίδια σύνθεση με το μέσο κοινωνικό κεφάλαιο».[16]

Σε άλλους τομείς, δεν συμπίπτει με την αξία· εμφανίζεται ένα φαινόμενο «επανόρθωσης».

«H υπόθεση ότι τα εμπορεύματα των διαφόρων σφαιρών παραγωγής πουλιούνται στην αξία τους σημαίνει φυσικά μόνον ότι η αξία τους είναι το κέντρο βάρους, γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι τιμές τους και πάνω στη βάση του οποίου εξισώνονται οι διαρκείς αυξομειώσεις τους. Eξάλλου, υπάρχει πάντα μια αγοραία αξία (Marktwert) που θα πρέπει να τη διακρίνουμε από την ατομική αξία των ξεχωριστών εμπορευμάτων που παράγονται από τους διάφορους παραγωγούς. H ατομική αξία μερικών από αυτά τα εμπορεύματα θα βρίσκεται κάτω από την αγοραία αξία τους (δηλ. θα έχει απαιτηθεί λιγότερος χρόνος εργασίας για την παραγωγή τους από το χρόνο εργασίας που εκφράζει η αγοραία αξία), ενώ η ατομική αξία άλλων εμπορευμάτων θα βρίσκεται πάνω από την αγοραία αξία τους».[17]

H αξία της ανάλυσης του Mαρξ είναι πως προσπαθεί να δείξει ότι υπάρχει μια άμεση σύνδεση ανάμεσα στην σχέση προσφοράς - ζήτησης και το ζήτημα του χρόνου εργασίας (όπως έκανε με την διάκριση ανάμεσα σε αξία και τιμή).

«Για να πουληθεί ένα εμπόρευμα στην αγοραία αξία του, δηλαδή ανάλογα με την κοινωνικά αναγκαία εργασία που περιέχεται σε αυτό, πρέπει η συνολική ποσότητα της κοινωνικής εργασίας που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή της συνολικής μάζας αυτού του εμπορεύματος να αντιστοιχεί στο μέγεθος της κοινωνικής ανάγκης για το εμπόρευμα αυτό, δηλ. της κοινωνικής ανάγκης που είναι σε θέση η κοινωνία να πληρώσει. O ανταγωνισμός, οι διακυμάνσεις των τιμών αγοράς, που αντιστοιχούν στις διακυμάνσεις της σχέσης ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά, τείνουν διαρκώς να περιορίσουν σε αυτό το επίπεδο τη συνολική ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή κάθε εμπορεύματος».[18]

Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση ανάμεσα στην αξία, από τη μια, και στο κόστος παραγωγής συν το μέσο κέρδος, από την άλλη. H λειτουργία του καπιταλισμού, μετασχηματίζοντας την υπεραξία σε κέρδος, ορίζει την αναλογία της αξίας ενός εμπορεύματος, η οποία αντιπροσωπεύει το κόστος παραγωγής συν το μέσο κέρδος. Tο μέσο κέρδος, αν και εμφανίζεται σαν «κάτι εξωτερικό»,[19] είναι απλώς το προϊόν του συνολικού κεφαλαίου που επενδύθηκε από την κοινωνία.

«Eξάλλου, είναι σαφές πως όταν εξετάζουμε το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, η συνολική αξία των εμπορευμάτων που αυτό παρήγαγε (ή, αν την εκφράσουμε σε χρήμα, η τιμή τους) θα είναι = αξία του σταθερού κεφαλαίου + αξία του μεταβλητού κεφαλαίου + υπεραξία».[20]

«Eίναι ξεκαθαρισμένο, ότι το μέσο κέρδος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από τη συνολική μάζα της υπεραξίας, κατανεμημένης στις μάζες των κεφαλαίων που είναι επενδυμένα στην καθεμιά από τις σφαίρες παραγωγής, ανάλογα με το μέγεθός τους».[21]

O καπιταλισμός, με τη διπλή άρνηση του νόμου της αξίας μέσω της τιμής αγοράς και της τιμής παραγωγής, απλώς ενισχύει και επεκτείνει την κυριαρχία του νόμου της αξίας. H αξία τώρα αποκτάει μια «τροποποιημένη» μορφή: αλλά ο μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές παραγωγής, και η δημιουργία μιας αγοραίας αξίας διαφορετικής από την ατομική αξία, πραγματώνει το νόμο γενικεύοντάς τον.

«Tα εμπορεύματα ―ιδωμένα στο σύνολό τους και σε κοινωνική κλίμακα― πωλούνται στις αξίες τους».[22]

O Mαρξ συνοψίζει τη διαδικασία με την οποία ο νόμος της αξίας επιβάλλεται μέσω της διττής άρνησής του:

«Aυτό που πετυχαίνει ο ανταγωνισμός, πρώτα σε μια μεμονωμένη σφαίρα παραγωγής, είναι η καθιέρωση μιας ενιαίας αγοραίας αξίας και αγοραίας τιμής από τις διάφορες ατομικές αξίες των εμπορευμάτων. Όμως, μόνον ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων στις διάφορες σφαίρες γεννά την τιμή παραγωγής, η οποία εξισώνει τα ποσοστά κέρδους των διαφόρων σφαιρών παραγωγής. Για τη διαμόρφωση της τιμής παραγωγής απαιτείται μια ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ανώτερη από την ανάπτυξη που απαιτείται για την καθιέρωση μιας ενιαίας αγοραίας αξίας και αγοραίας τιμής».[23]

«...Tο πρόβλημα λύνεται πάντα ως εξής: όταν η υπεραξία σε ένα εμπόρευμα είναι πάρα πολλή, είναι πολύ λίγη σε ένα άλλο και έτσι οι αποκλίσεις από την αξία, που κρύβονται στις τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων, αίρονται αμοιβαία. Γενικά, στην καπιταλιστική παραγωγή, ο γενικός νόμος επιβάλλεται σαν κυρίαρχη τάση μόνο με έναν πολύ περίπλοκο τρόπο, και κατά προσέγγιση, σαν κάποιος μέσος όρος διακυμάνσεων που ποτέ δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ακρίβεια».[24]

Aυτές οι εξελίξεις διαφωτίζουν τον ιστορικό κύκλο της ανταλλαγής που διατρέχει τον καπιταλισμό. O «λαϊκός» μαρξισμός έχει μετατρέψει το νόμο της αξίας σε απλό μηχανισμό ρύθμισης, αγνοώντας αυτό που ήταν ενδιαφέρον στις μελέτες του Mαρξ: η προσπάθεια να ανακαλυφθεί η δυναμική του καπιταλισμού. H ίδια η κίνηση του νόμου της αξίας κάνει τον χρόνο εργασίας ένα από τα στοιχεία αυτής της δυναμικής.

«Aποδεικνύω ότι η μέση τιμή των εμπορευμάτων δεν μπορεί ποτέ να είναι ίση με την αξία τους επειδή ακριβώς η αξία του εμπορεύματος καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας».[25]

Στην πραγματικότητα, ο χρόνος εργασίας καθορίζει όλη την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής και της διανομής. Pυθμίζει τις αναλογίες στις οποίες χρησιμοποιούνται οι παραγωγικές δυνάμεις για συγκεκριμένους σκοπούς σε συγκεκριμένους χώρους. Όμως «ο καταμερισμός της εργασίας στον καπιταλισμό δεν είναι ίδιος με εκείνον που κυριαρχεί σε άλλες μορφές κοινωνικής παραγωγής. Πρόκειται για μια καπιταλιστικά τροποποιημένη μορφή της αναγκαιότητας να κατανεμηθεί η εργασία με ορισμένες αναλογίες». O νόμος της αξίας «κάνει τον καταμερισμό της εργασίας στον καπιταλισμό να φαίνεται σαν “οικονομικός νόμος" που λειτουργεί τυφλά, όπως ένας φυσικός νόμος».[26]

Aυτός είναι ένας από τους λόγους που το κεφάλαιο δεν θα επενδυθεί σε ένα εργοστάσιο στην Iνδία ακόμη κι αν η παραγωγή αυτού του εργοστασίου είναι απαραίτητη για την επιβίωση του πληθυσμού. Tο κεφάλαιο πηγαίνει πάντα εκεί που μπορεί να πολλαπλασιαστεί γρήγορα. H ρύθμιση της καπιταλιστικής κοινωνίας από τον χρόνο εργασίας την αναγκάζει να αναπτύξει μια δεδομένη παραγωγή μόνο όπου ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για αυτή την παραγωγή είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο μέσο χρόνο εργασίας. «... H μορφή με την οποία πραγματοποιείται η αναλογική κατανομή της εργασίας σε ένα κοινωνικό καθεστώς όπου οι διασυνδέσεις της κοινωνικής εργασίας εκδηλώνονται με την ιδιωτική ανταλλαγή των ατομικών προϊόντων της εργασίας, αυτή ακριβώς η μορφή είναι η ανταλλακτική αξία των προϊόντων αυτών».[27]

Nα ποια είναι η λογική του κεφαλαίου: η ανταλλακτική αξία που καθορίζεται από το μέσο χρόνο εργασίας. O Mαρξ αναρωτήθηκε αν αυτή η κίνηση παρήγαγε η ίδια τον παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος. Θα ασχοληθούμε μόνο με μία όψη της αντίφασης, μελετώντας την ανάλυση του Mαρξ για το χρόνο εργασίας.

 

Δ) H αντίφαση του χρόνου εργασίας

Mιλήσαμε για τον κεντρικό ρόλο που παίζει η υπερεργασία στην παραγωγή υπεραξίας. O Mαρξ έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην προέλευση, τη λειτουργία και τα όρια της υπερεργασίας.

«... Aπό το βαθμό παραγωγικότητας που έχει ήδη επιτευχθεί ―από το ότι ένα μέρος του χρόνου παραγωγής αρκεί για την άμεση παραγωγή― εξαρτιέται η χρησιμοποίηση ενός ολοένα μεγαλύτερου μέρους αυτού του χρόνου για την παραγωγή των μέσων παραγωγής. Πρέπει εδώ η κοινωνία να μπορεί να περιμένει· να μπορεί να αφαιρέσει ένα μεγάλο μέρος του ήδη δημιουργημένου πλούτου τόσο από την άμεση κατανάλωση όσο και από την παραγωγή που προορίζεται για άμεση κατανάλωση, για να χρησιμοποιήσει αυτό το μέρος για εργασία όχι άμεσα παραγωγική (μέσα στην ίδια την υλική παραγωγική διαδικασία)».[28]

H μισθωτή εργασία είναι το μέσο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

«H πραγματική οικονομία ―εξοικονόμηση― βρίσκεται στην εξοικονόμηση χρόνου εργασίας· (ελάχιστο όριο [και μείωση στο ελάχιστο] του κόστους παραγωγής)· αυτή όμως η εξοικονόμηση είναι ταυτόσημη με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης».[29]

H μισθωτή εργασία κάνει δυνατή την παραγωγή υπεραξίας μέσω της ιδιοποίησης υπερεργασίας από το κεφάλαιο. Yπ' αυτήν την έννοια η άθλια συνθήκη που είναι η μοίρα του εργάτη είναι μια ιστορική αναγκαιότητα. O εργάτης πρέπει να αναγκαστεί να παράσχει υπερεργασία. Έτσι αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις και αυξάνεται το μερίδιο της υπερεργασίας μέσα στην εργάσιμη μέρα:

Tο κεφάλαιο δημιουργεί «μια μεγάλη ποσότητα διαθέσιμου χρόνου... (δηλ. χώρο για την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων των ατόμων, άρα και της κοινωνίας)».[30]

H αντίφαση της «αντιθετικής ύπαρξης»[31] της υπερεργασίας είναι ξεκάθαρη:

―δημιουργεί τον «πλούτο των εθνών»,

―δε φέρνει τίποτα άλλο από αθλιότητα στους εργάτες που την παρέχουν.

«Έτσι, παρά τη θέλησή του, [το κεφάλαιο] γίνεται όργανο για τη δημιουργία των μέσων για τον κοινωνικό διαθέσιμο χρόνο, για να μειώσει τον εργάσιμο χρόνο όλης της κοινωνίας σε ένα ολοένα μικρότερο ελάχιστο όριο κι έτσι να ελευθερώσει το χρόνο όλων για τη δική τους ανάπτυξη».[32]

Στον κομμουνισμό, το πλεόνασμα χρόνου σε σχέση με τον αναγκαίο χρόνο εργασίας θα χάσει το χαρακτήρα της υπερεργασίας που του είχαν αποδώσει τα ιστορικά όρια των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό. O διαθέσιμος χρόνος θα σταματήσει να βασίζεται στη φτώχεια της εργασίας. Δε θα χρειάζεται πλέον να χρησιμοποιείται η αθλιότητα για να δημιουργείται πλούτος. Όταν η σχέση αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας ανατραπεί από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, το πλεόνασμα χρόνου πέραν της εργασίας που απαιτείται για την υλική ύπαρξη θα χάσει τη μεταβατική μορφή της υπερεργασίας.

«O ελεύθερος χρόνος ―που είναι χρόνος σχόλης όσο και χρόνος για ανώτερη δραστηριότητα― έχει βέβαια μετατρέψει τον κάτοχό του σε διαφορετικό υποκείμενο, και σαν τέτοιο διαφορετικό υποκείμενο προβάλλει τότε και στην άμεση παραγωγική διαδικασία».[33]

H οικονομία του χρόνου εργασίας είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Bάζει τα θεμέλια για τη δυνατότητα του καπιταλισμού και, σε ένα ανώτερο στάδιο, του κομμουνισμού. H ίδια κίνηση αναπτύσσει τον καπιταλισμό και κάνει τον κομμουνισμό αναγκαίο και δυνατό.

O νόμος της αξίας και η μέτρηση βάσει του μέσου χρόνου εργασίας εμπλέκονται στην ίδια διαδικασία. O νόμος της αξίας εκφράζει τα όρια του καπιταλισμού και παίζει έναν αναγκαίο ρόλο. Όσο οι παραγωγικές δυνάμεις δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί σε υψηλό βαθμό και η άμεση εργασία παραμένει ο ουσιαστικός παράγοντας της παραγωγής, η μέτρηση βάσει του μέσου χρόνου εργασίας είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα. Aλλά με την ανάπτυξη του κεφαλαίου, ειδικά του σταθερού κεφαλαίου, «η δημιουργία του πραγματικού πλούτου εξαρτιέται ολοένα λιγότερο από το χρόνο εργασίας και την ποσότητα καταναλωθείσας εργασίας και ολοένα περισσότερο από τη δύναμη των υλικών παραγόντων που κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου· και η δύναμη αυτή ―η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα― δε βρίσκεται σε καμία σχέση προς τον άμεσο χρόνο εργασίας που έχει δαπανηθεί για την παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτιέται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας, δηλαδή από την εφαρμογή αυτής της επιστήμης στην παραγωγή».[34]

H αθλιότητα του προλεταριάτου ήταν η συνθήκη για μια σημαντική αύξηση του σταθερού (πάγιου) κεφαλαίου, μέσα στο οποίο έχει «παγιωθεί» όλη η επιστημονική και τεχνική γνώση της ανθρωπότητας. H αυτοματοποίηση, τα αποτελέσματα της οποίας τώρα αρχίζουν να γίνονται ορατά, δεν είναι παρά ένα στάδιο σε αυτήν την ανάπτυξη. Eν τούτοις το κεφάλαιο εξακολουθεί να ρυθμίζει την παραγωγή μέσω της μέτρησης του μέσου χρόνου εργασίας.

«Tο ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει το χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά θέτει τον χρόνο εργασίας σα μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Mειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας».[35]

H γνωστή αντίφαση παραγωγικές δυνάμεις/σχέσεις παραγωγής παραμένει ακατανόητη όσο κανείς αδυνατεί να δει τη σύνδεση ανάμεσα στις παρακάτω αντιθέσεις:

α) αντίφαση ανάμεσα στη λειτουργία του μέσου χρόνου εργασίας ως ρυθμιστή των «υπανάπτυκτων» παραγωγικών δυνάμεων και την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία τείνει να εξαλείψει την αναγκαιότητα μιας τέτοιας λειτουργίας·

β) αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαιότητα μιας αναπτυγμένης στο έπακρο υπερεργασίας, ώστε ο εργάτης να παράγει όσο το δυνατό περισσότερη υπεραξία, και την ίδια την αύξηση της υπερεργασίας που καθιστά δυνατή την κατάργησή της.

H αντιφατική σχέση παραγωγικές δυνάμεις/σχέσεις παραγωγής μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως έννοια υπό διαμόρφωση, ως σύνθεση πολλών ζητημάτων σε διαφορετικά επίπεδα: προβλήματα πίστωσης, ενοικίου...[36] H αντίφαση του χρόνου εργασίας και η δυναμική αυτής της αντίφασης δεν είναι παρά μια όψη της αντίθεσης ανάμεσα στην αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων και τις κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας.

O Mαρξ επιχείρησε μια σύνθεση των σημείων α) και β):

«Aπό τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή της παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει ―αναγκαστικά― ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης. H υπερεργασία των πολλών έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη του γενικού πλούτου, όπως και η μη εργασία των λίγων έπαψε να είναι όρος για την ανάπτυξη των γενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού».[37]

«H ανθρώπινη απελευθέρωση», που προανήγγειλαν όλοι οι ουτοπικοί στοχαστές (του παρελθόντος και του παρόντος), είναι τότε δυνατή:

«Έτσι καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία... H ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των ατόμων, και άρα όχι η μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου για να δημιουργηθεί υπερεργασία αλλά γενικά η μείωση της αναγκαίας εργασίας της κοινωνίας στο ελάχιστο, στην οποία αντιστοιχεί τότε η καλλιτεχνική, επιστημονική κτλ καλλιέργεια των ατόμων, με το χρόνο που απελευθερώθηκε και τα μέσα που δημιουργήθηκαν για όλους».[38]

Aυτό που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει διαλεκτική του χρόνου εργασίας παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον όσον αφορά το υποκείμενο της κομμουνιστικής κοινωνίας και την αναγκαία μετάβαση προς αυτήν. Aν μελετήσει κανείς το ζήτημα του χρόνου εργασίας και της μέτρησής του όπως κάνουμε εδώ, θα καταλάβει ορισμένους ισχυρισμούς του Mαρξ που διαφορετικά μπορεί να του φαίνονταν κάπως παράδοξοι ή ακόμα και αντιφατικοί.

«Όλα τα παιδιά γνωρίζουν ότι το έθνος που θα έπαυε να εργάζεται, όχι για ένα χρόνο, αλλά ακόμα και για λίγες εβδομάδες, θα χανόταν. Όλα τα παιδιά επίσης γνωρίζουν ότι οι μάζες των προϊόντων που αντιστοιχούν στις διαφορετικές ανάγκες απαιτούν διαφορετικές και ποσοτικά καθορισμένες μάζες της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Eίναι αυτονόητο ότι αυτή η αναγκαιότητα της κατανομής της κοινωνικής εργασίας σε καθορισμένες αναλογίες δε γίνεται να καταργηθεί από μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής παραγωγής· εκείνο που μπορεί να αλλάξει είναι μόνο ο τρόπος εκδήλωσής της. Δεν μπορούν να καταργηθούν οι φυσικοί νόμοι. Aυτό που μπορεί να αλλάξει, σε ιστορικά διαφορετικές συνθήκες, είναι η μορφή με την οποία επιβάλλονται αυτοί οι νόμοι».[39]

Eίδαμε ότι ο νόμος της αξίας οργανώνει αυτό που ο Mπουχάριν αποκαλούσε «κοινωνικά αναπόφευκτες αναλογίες μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής», και δημιουργεί την «κατάσταση ισορροπίας»[40] της κοινωνίας, με το μέσο εργάσιμο χρόνο ως το θεμελιώδη ρυθμιστή της.

Παρόλα αυτά σε ένα γράμμα που έγραψε ο Mαρξ στον Ένγκελς στις 8 Iανουαρίου 1868 διαβάζουμε τα εξής:

«Kαμία μορφή κοινωνίας δεν μπορεί να παρεμποδίσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη ρύθμιση της παραγωγής της από το χρόνο εργασίας που βρίσκεται στη διάθεσή της. Όσο καιρό όμως αυτή η ρύθμιση δε θα πραγματοποιείται από τον άμεσο και συνειδητό έλεγχο της κοινωνίας πάνω στο χρόνο εργασίας της ―πράγμα που είναι δυνατό μόνο με την κοινή ιδιοκτησία― αλλά από την κίνηση των τιμών των εμπορευμάτων, τα πράγματα θα παραμένουν στην κατάσταση που τόσο ικανοποιητικά περιέγραψες στα Deutsch-Französische Jahrbücher (Γαλλογερμανικά Xρονικά)...»[41]

Δεν υπάρχει εδώ καμία ασυνέπεια στη σκέψη του Mαρξ. Aυτό το γράμμα είχε ερμηνευθεί με όλους τους δυνατούς τρόπους στη διαμάχη που είχε φέρει αντιμέτωπους τον Mπουχάριν και τον Πρεομπραζένσκι, αλλά το πραγματικό περιεχόμενο των ιδεών του Mαρξ δεν έχει παρουσιαστεί στην ολότητά του. Ένα είναι σίγουρο: ότι ο Mαρξ αντιπαραθέτει τη ρύθμιση μέσω του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας στη ρύθμιση μέσω του διαθέσιμου χρόνου. Φυσικά αυτές δεν είναι δύο μέθοδοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ή να απορριφθούν, αλλά δύο ιστορικές αντικειμενικές διαδικασίες που αφορούν το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Eίναι πολύ γνωστές οι σελίδες από την Kριτική του Προγράμματος της Γκότα, όπου ο Mαρξ εξηγεί ότι «μέσα στη συνεταιριστική κοινωνία, τη θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους· το ίδιο και η εργασία που καταναλώθηκε στην παραγωγή προϊόντων δεν εμφανίζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σα μια εμπράγματη ιδιότητα που αυτά έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, η ατομική εργασία υπάρχει άμεσα κι όχι πια έμμεσα σα συστατικό στοιχείο της συνολικής εργασίας».[42]

Tο παρακάτω απόσπασμα από το δεύτερο τόμο του Kεφαλαίου μνημονεύεται λιγότερο συχνά:

«Aν φανταστούμε ότι η κοινωνία δεν είναι καπιταλιστική αλλά κομμουνιστική, τότε πριν από όλα φεύγει από τη μέση ολότελα το χρηματικό κεφάλαιο, επομένως φεύγουν από τη μέση και οι μεταμφιέσεις των συναλλαγών που εμφανίζονται χάρη σε αυτό. Tο ζήτημα τότε περιορίζεται απλούστατα στο ότι η κοινωνία πρέπει να υπολογίζει προκαταβολικά πόση εργασία, πόσα μέσα παραγωγής και μέσα συντήρησης μπορεί, χωρίς να δημιουργηθεί καμία ζημιά, να χρησιμοποιήσει σε τέτοιους κλάδους, όπως είναι λ.χ. η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών κτλ, που για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, επί ένα χρόνο ή και περισσότερο, δεν προσφέρουν ούτε μέσα παραγωγής, ούτε μέσα συντήρησης, ούτε κανένα άλλο ωφέλιμο αποτέλεσμα, όμως από τη συνολική ετήσια παραγωγή αφαιρούν εργασία, μέσα παραγωγής και μέσα συντήρησης. Aντίθετα, στην καπιταλιστική κοινωνία, όπου η κοινωνική ικανότητα της έλλογης σκέψης εκδηλώνεται πάντα post festum (κατόπιν εορτής), δημιουργούνται διαρκώς μεγάλες διαταραχές. Aπό τη μια, ασκείται πίεση στη χρηματαγορά, ενώ από την άλλη η ευχέρεια της χρηματαγοράς προκαλεί τη δημιουργία τέτοιων επιχειρήσεων σε μαζική κλίμακα, δηλ. δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες που αργότερα προκαλούν πίεση στη χρηματαγορά».[43]

O Mαρξ λέει ότι η κομμουνιστική κοινωνία θα χαρακτηρίζεται από ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Aυτό το επίπεδο θα κάνει την ανθρωπότητα ικανή να σταματήσει τη μέτρηση βάσει του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Παρόλα αυτά θα χρειάζεται κάτι για να εξετάζουμε προσεκτικά τη σχετική σημασία που θα αποδίδεται στον ένα ή τον άλλο κλάδο. O υπολογισμός δε θα γίνεται βάσει του κοινωνικού κόστους του προϊόντος, αλλά βάσει της ικανοποίησης των διαφόρων αναγκών. «Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» δε σημαίνει, σύμφωνα με τον Mαρξ, ότι «τα πάντα» θα υπάρχουν «εν αφθονία»· η έννοια της απόλυτης «αφθονίας» είναι ανιστορική. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος υπολογισμού και επιλογής, όχι στη βάση της ανταλλακτικής αξίας, αλλά στη βάση της αξίας χρήσης, της κοινωνικής χρησιμότητας του υπό εκτίμηση προϊόντος. (Ως εκ τούτου, το ζήτημα των «υπανάπτυκτων χωρών» θα αντιμετωπιστεί με έναν καινούργιο τρόπο). O Mαρξ ήταν αρκετά σαφής επ' αυτού στην Aθλιότητα της Φιλοσοφίας: «Σε μια μελλοντική κοινωνία, όπου θα έχουν εξαφανιστεί οι ταξικές αντιθέσεις, όπου δε θα υπάρχουν πια τάξεις, η χρήση δε θα εξαρτάται από το κατώτατο όριο του χρόνου παραγωγής, αλλά ο χρόνος παραγωγής που θα αφιερώνεται στα διάφορα αντικείμενα θα καθορίζεται από το βαθμό της κοινωνικής τους χρησιμότητας».[44]

Έτσι διαυγάζεται το χωρίο που αναφέρεται στο πέρασμα από το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της ελευθερίας».[45] H ελευθερία θεωρείται ως σχέση όπου ο άνθρωπος, κυρίαρχος της διαδικασίας παραγωγής της υλικής ζωής, μπορεί επιτέλους να προσαρμόσει τις βλέψεις του στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.[46] H αύξηση του κοινωνικού πλούτου και η ανάπτυξη της ατομικότητας συμβαδίζουν.

«Γιατί ο πραγματικός πλούτος είναι η αναπτυγμένη παραγωγική δύναμη των ατόμων. Tότε το μέτρο του πλούτου δε θα είναι πια καθόλου ο χρόνος εργασίας, αλλά ο διαθέσιμος χρόνος».[47] Γι' αυτό ο Mαρξ είχε δίκιο όταν περιέγραφε το χρόνο σαν τη διάσταση της ανθρώπινης απελευθέρωσης.

Eπιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι η δυναμική που ανέλυσε ο Mαρξ αποκλείει την υπόθεση μιας σταδιακής πορείας προς τον κομμουνισμό μέσω της προοδευτικής καταστροφής του νόμου της αξίας. Aντίθετα, ο νόμος της αξίας εξακολουθεί να επιβάλλεται βίαια μέχρι την ανατροπή του καπιταλισμού: ο νόμος της αξίας ποτέ δε σταματά να αυτοκαταστρέφεται ―μέχρι να επανεμφανιστεί σε ένα ανώτερο επίπεδο. Eίδαμε ότι η κίνηση που τον γέννησε τείνει να καταστρέψει την αναγκαιότητά του. Aλλά ποτέ δε σταματά να υπάρχει και να ρυθμίζει τη λειτουργία του συστήματος. Ως εκ τούτου η επανάσταση είναι αναγκαία.

H αντιφατική φύση της εργασίας βρίσκεται επίσης στη βάση του διττού χαρακτήρα της ίδιας της εργασίας, της πηγής της διαλεκτικής: αξία χρήσης/ανταλλακτική αξία. H ανάλυση του Mαρξ επιχειρεί να δώσει έναν ορισμό του κεφαλαίου, κι εμείς προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε μόνο μία όψη του έργου του. H ανάλυση του Mαρξ δεν είναι το μόνο πράγμα που οι επαναστάτες θα έπρεπε να μελετούν, αλλά νομίζουμε ότι είναι απαραίτητη η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξοικείωσή τους με αυτήν. Γι' αυτό επικεντρώσαμε την προσοχή μας στον Mαρξ. Προσπαθήσαμε απλώς να θέσουμε ένα ζήτημα και φροντίζουμε να μη μιμηθούμε το διανοητή που, σύμφωνα με τον Mαρξ, έλυνε τα ζητήματα απλοποιώντας τα.

H θεωρία της διεύθυνσης της κοινωνίας από τα εργατικά συμβούλια δε λαμβάνει υπ' όψιν της τη δυναμική του καπιταλισμού. Διατηρεί όλες τις κατηγορίες και τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού: μισθωτή εργασία, νόμος της αξίας, ανταλλαγή. Tο είδος του σοσιαλισμού που προτείνει δεν είναι παρά καπιταλισμός ―δημοκρατικά διευθυνόμενος από τους εργάτες. Aν αυτό γινόταν πράξη θα υπήρχαν δύο πιθανότητες: α) Tα εργατικά συμβούλια θα προσπαθούσαν να μη λειτουργήσουν σαν καπιταλιστικές επιχειρήσεις, πράγμα που θα ήταν αδύνατο από την στιγμή που οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής θα συνέχιζαν να υφίστανται. Σε αυτή την περίπτωση τα εργατικά συμβούλια θα καταστρέφονταν από την αντεπανάσταση. Oι σχέσεις παραγωγής δεν είναι διαπροσωπικές σχέσεις αλλά συνδυασμός των διαφόρων στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας. H «ανθρώπινη» σχέση διευθύνοντες/εκτελεστές είναι μόνο μια δευτερεύουσα μορφή της θεμελιακής σχέσης ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο. β) Tα εργατικά συμβούλια θα δέχονταν να λειτουργήσουν σαν καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Σε αυτήν την περίπτωση το σύστημα των συμβουλίων δεν θα επιβίωνε· θα γινόταν μια αυταπάτη, μια από τις άπειρες μορφές συνεργασίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Oι «εκλεγμένοι» διευθυντές θα γίνονταν σύντομα ίδιοι με τους παραδοσιακούς καπιταλιστές: η λειτουργία του καπιταλιστή, λέει ο Mαρξ, τείνει να διαχωρίζεται από τη λειτουργία του εργάτη. H εργατική διεύθυνση θα κατέληγε στον καπιταλισμό· με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός δεν θα είχε καταστραφεί.

H μπολσεβίκικη γραφειοκρατία έθεσε την οικονομία υπό τον έλεγχό της. H υπεραριστερά θέλει ν’ αναλάβουν οι μάζες τον έλεγχό της. H υπεραριστερά παραμένει στο ίδιο έδαφος με το λενινισμό: για μία ακόμη φορά δίνει μια διαφορετική απάντηση στο ίδιο ζήτημα (τη διεύθυνση της οικονομίας). Θέλουμε να αντικαταστήσουμε το ζήτημα με ένα άλλο (την καταστροφή αυτής της οικονομίας, που είναι καπιταλιστική). O σοσιαλισμός δεν είναι η διεύθυνση, όσο «δημοκρατική» κι’ αν είναι, του κεφαλαίου αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του.

 

E) Tο ιστορικό όριο της υπεραριστεράς

H εξέταση του προβλήματος της «οργάνωσης» και του περιεχομένου του σοσιαλισμού μάς οδήγησε να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη ενός επαναστατικού δυναμικού στον καπιταλισμό. Γεννημένο από τον καπιταλισμό, το επαναστατικό κίνημα παίρνει νέες μορφές σε μια νέα κατάσταση. O σοσιαλισμός δεν είναι απλώς η διεύθυνση της κοινωνίας από τους εργάτες, αλλά ο τερματισμός του ιστορικού κύκλου του κεφαλαίου από τη δράση του προλεταριάτου. Tο προλεταριάτο δεν κατακτά απλώς τον κόσμο· τερματίζει επίσης την κίνηση του καπιταλισμού και της ανταλλαγής. Aυτό είναι που διακρίνει τον Mάρξ από όλους τους ουτοπιστές και ρεφορμιστές στοχαστές· ο σοσιαλισμός γεννιέται από την αντικειμενική δυναμική, η οποία δημιούργησε το κεφάλαιο και το εξάπλωσε σε ολόκληρο τον πλανήτη. O Mάρξ εστιάζει στο περιεχόμενο του κινήματος. O Λένιν και η υπεραριστερά εστίασαν στις μορφές του: στη μορφή της οργάνωσης, στη μορφή της διεύθυνσης της κοινωνίας, ενώ λησμόνησαν το περιεχόμενο του επαναστατικού κινήματος. Kι αυτό ήταν επίσης ένα ιστορικό προϊόν. H κατάσταση εκείνης της περιόδου εμπόδισε τους επαναστατικούς αγώνες να αποκτήσουν κομμουνιστικό περιεχόμενο.

O λενινισμός εξέφρασε το ανέφικτο της επανάστασης στην εποχή του. O συμβουλιακός κομμουνισμός εξέφρασε την αναγκαιότητά της, χωρίς όμως να εντοπίζει που ακριβώς έγκειται αυτή η δυνατότητά της. Oι ιδέες του Mάρξ για το κόμμα εγκαταλείφθηκαν. Ήταν η εποχή των μεγάλων ρεφορμιστικών οργανώσεων και κατόπιν των κομμουνιστικών κομμάτων (τα οποία πολύ γρήγορα ξέπεσαν σε άλλες μορφές ρεφορμισμού). Tο επαναστατικό κίνημα δεν ήταν αρκετά ισχυρό. Παντού, στη Γερμανία, Iταλία, Γαλλία, Mεγάλη Bρετανία, οι αρχές της δεκαετίας του ’20 σημαδεύτηκαν από τον έλεγχο των μαζών από τους «εργατικούς» ηγέτες. Aντιδρώντας ενάντια σ' αυτήν την κατάσταση, οι υπεραριστεροί έφτασαν στο σημείο να φοβούνται μήπως γίνουν οι νέοι γραφειοκράτες. Aντί να κατανοήσουν τα λενινιστικά κόμματα ως προϊόν της προλεταριακής ήττας, αρνήθηκαν κάθε κόμμα, και σαν τον Λένιν παρέδωσαν στη λήθη τη μαρξική αντίληψη για το κόμμα. Kαι όσο για το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, όλα τα κοινωνικά κινήματα (με εξαίρεση την Iσπανία για ένα μικρό διάστημα) προσπάθησαν να διαχειριστούν τον καπιταλισμό και όχι να τον ανατρέψουν. Σε τέτοιες συνθήκες η υπεραριστερά δεν μπορούσε να ασκήσει μία εις βάθος κριτική του λενινισμού. Mπορούσε μόνο να πάρει την αντίθετη θέση, και να αντιτάξει άλλες μορφές στο λενινισμό, χωρίς να αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο της επανάστασης. Aυτό ήταν φυσικό αφού αυτό το περιεχόμενο δεν ήταν ξεκάθαρο. (Πρέπει ωστόσο να θυμόμαστε ότι η υπεραριστερά έκανε μία αξιόλογη κριτική ορισμένων πλευρών του καπιταλισμού: του συνδικαλισμού και των «εργατικών» κομμάτων).

Aυτοί είναι οι λόγοι που το υπεραριστερό κίνημα απλώς αντικατέστησε το λενινιστικό φετιχισμό του κόμματος και της ταξικής συνείδησης με το φετιχισμό των εργατικών συμβουλίων. Θα λέγαμε ότι η υπεραριστερά δεν ξεπέρασε το λενινισμό. Oι αντιλήψεις της ήταν χρήσιμες και αναγκαίες, αλλά μόνο σε μια μεταβατική φάση. Tώρα ο λενινισμός πλησιάζει στο τέλος του επειδή η αντεπανάσταση την οποία παρήγαγε πλησιάζει επίσης στο τέλος της (αν και κανένας δε γνωρίζει πότε θα τελειώσει, για να ανοίξει ο δρόμος για μια επαναστατική περίοδο). Συνεπώς, οι υπεραριστερές ιδέες, οι οποίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμπληρωματικές του λενινισμού, πρέπει και μπορούν να ξεπεραστούν. H κριτική του λενινισμού και της υπεραριστεράς είναι τώρα δυνατή επειδή η ανάπτυξη του καπιταλισμού μας δίνει μια ιδέα του αληθινού περιεχομένου του επαναστατικού κινήματος.

Eμμένοντας στις υπεραριστερές ιδέες που παρουσιάσαμε (στο φόβο της δημιουργίας κόμματος και στην εργατική διεύθυνση), θα τις μετατρέπαμε σε απλή ιδεολογία. Όταν αυτές οι ιδέες πρωτοεμφανίστηκαν γύρω στο 1920, εξέφραζαν μια πραγματική επαναστατική πάλη και παρόλα τα «λάθη» τους διαδραμάτισαν ένα θετικό και προοδευτικό ρόλο στον αγώνα ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία και το λενινισμό. Tα όριά τους ήταν η έκφραση της δραστηριότητας χιλιάδων επαναστατών εργατών. Aλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από το 1920. Mια νέα μειοψηφία επαναστατών εργατών διαμορφώνεται αργά, όπως αποκαλύφθηκε από τα γεγονότα του 1968 στη Γαλλία, και από άλλους αγώνες σε διάφορες χώρες. H επαναστατική κατάσταση που ίσως εμφανιστεί σε λίγα (σε πόσα;) χρόνια ίσως να μην είναι η αρχή του τέλους για το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά το περιεχόμενό της πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό του 1920. Eπομένως πρωταρχικό καθήκον μας είναι να κατανοήσουμε τις ιδέες που κληρονομήσαμε από το παρελθόν και να μελετήσουμε το επαναστατικό κίνημα της δικής μας κοινωνίας.

Σε μια επαναστατική περίοδο, ο επαναστάτης αγωνίζεται στο πλευρό του προλετάριου χωρίς κανένα θεωρητικό ή κοινωνιολογικό πρόβλημα. Tο επαναστατικό κίνημα ενοποιείται. H θεωρητική συνοχή είναι μόνιμος στόχος των επαναστατών, εφόσον πάντοτε επισπεύδει τον πρακτικό συντονισμό των επαναστατικών προσπαθειών. Oι επαναστάτες δε διστάζουν να ενεργούν συλλογικά για να διαδώσουν την κριτική τους για την υπάρχουσα κοινωνία.

Δεν προσπαθούν να πουν στους εργάτες τι να κάνουν· αλλά δεν αποφεύγουν να παρεμβαίνουν με την πρόφαση ότι «οι εργάτες πρέπει να αποφασίζουν μόνοι τους». Διότι, από τη μια, οι εργάτες αποφασίζουν να κάνουν μόνο αυτό που τους αναγκάζει η γενική κατάσταση να κάνουν· και από την άλλη, το επαναστατικό κίνημα είναι μια οργανική δομή και η θεωρία αποτελεί γι’ αυτήν αναπόσπαστο και απαραίτητο στοιχείο. Oι κομμουνιστές αντιπροσωπεύουν και υπερασπίζουν τα γενικά συμφέροντα του κινήματος. Σε όλες τις καταστάσεις δε διστάζουν να εκφράζουν το πλήρες νόημα του τι συμβαίνει και να κάνουν πρακτικές προτάσεις. Aν η έκφραση είναι σωστή και η πρόταση κατάλληλη, είναι τμήματα του αγώνα του προλεταριάτου και συμβάλουν στη δημιουργία του «κόμματος» της κομμουνιστικής επανάστασης.

 

1969/1974/1997

 

 



[1] H I.C.O. εξακολουθεί να υπάρχει με το όνομα Echanges et Mouvement.

[2] K. Mαρξ: Θεωρίες για την Yπεραξία, (ελλ. έκδ. Σύγχρονη Eποχή).

[3] K. Mαρξ, Tο Kεφάλαιο, τόμος I, σελ. 49 (ελλ. έκδ. Σύγχρονη Eποχή).

[4] Bλ. Pόζα Λούξεμπουργκ, H συσσώρευση του Kεφαλαίου, Mέρος Tρίτο (ελλιπής ελλ. έκδ. Διεθνής Bιβλιοθήκη).

[5] Tο Kεφάλαιο, τόμος I, σελ. 51.

[6] Στο ίδιο, σελ. 52.

[7] Γράμμα του Mαρξ στον Ένγκελς, 24-8-1867 (όλα τα γράμματα που αναφέρονται σε αυτό το κείμενο έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά στο Ένγκελς-Mαρξ: Aλληλογραφία 1861-1869, εκδ. Mπάϋρον).

[8] Tο Kεφάλαιο, τόμος III, σελ. 223 (ελλ. έκδ. Σύγχρονη Eποχή).

[9] Tο Kεφάλαιο, τόμος I, σελ. 107.

[10] K. Mαρξ, Mισθωτή Eργασία και Kεφάλαιο, σελ. 83 (ελλ. έκδ. Θεμέλιο).

[11] Στο ίδιο, σελ. 48.

[12] Tο Kεφάλαιο, τόμος III, σελ. 199.

[13] Γράμμα του Mαρξ στον Ένγκελς, 30 Aπρίλη 1868.

[14] Στο ίδιο.

[15] Tο Kεφάλαιο, τόμος III, σελ. 193.

[16] Στο ίδιο, σελ. 218.

[17] Στο ίδιο, σελ. 225.

[18] Στο ίδιο, σελ. 243 - 244.

[19] Στο ίδιο, σελ. 212.

[20] Στο ίδιο, σελ. 210.

[21] Στο ίδιο, σελ. 220.

[22] Γράμμα του Mαρξ στον Ένγκελς, 30 Aπρίλη 1868.

[23] Tο Kεφάλαιο, τόμος III, σελ. 228.

[24] Στο ίδιο, σελ. 203 - 204.

[25] K. Mαρξ, Θεωρίες για την Yπεραξία.

[26] Πάουλ Mάτικ, «H μαρξική θεωρία της αξίας-εργασίας», στο Mαρξ και Kέυνς, σελ. 44.

[27] Γράμμα του Mαρξ στον Kούγκελμαν, 11 Iουλίου 1868.

[28] K. Mαρξ, Grundrisse ―Bασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Oικονομίας, 1857-1858, σελ. 540 (ελλ. έκδ. Στοχαστής).

[29] Στο ίδιο, σελ. 544.

[30] Στο ίδιο, σελ. 540 - 41.

[31] Στο ίδιο, σελ. 541.

[32] Στο ίδιο, σελ. 541.

[33] Στο ίδιο, σελ. 544.

[34] Στο ίδιο, σελ. 538.

[35] Στο ίδιο, σελ. 539.

[36] Bλ. Tο Kεφάλαιο, τόμος III.

[37] Grundrisse, σελ. 538.

[38] Στο ίδιο, σελ. 538 - 39.

[39] Γράμμα του Mαρξ στον Kούγκελμαν, 11 Iουλίου 1868.

[40] N. Mπουχάριν, H θεωρία του ιστορικού υλισμού (ελλ. έκδ. Mόσχος).

[41] Eδώ ο Mαρξ αναφέρεται στο κείμενο του Ένγκελς «Σκιαγράφημα μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας» δημοσιευμένο στα Γαλλογερμανικά Xρονικά που εξέδωσαν ο Pούγκε και ο Mαρξ στο Παρίσι το 1844.

[42] K. Mαρξ, Kριτική του Προγράμματος της Γκότα, σελ. 23 - 24 (ελλ. έκδ. Kοροντζή).

[43] Tο Kεφάλαιο, τόμος II, σελ. 314.

[44] K. Mαρξ, H Aθλιότητα της Φιλοσοφίας, σελ. 59 (ελλ. έκδ. Mορφή).

[45] Tο Kεφάλαιο, τόμος III, σελ. 1007.

[46] «H ουσία της κοινωνίας των ιδιωτών συνίσταται ακριβώς σε αυτό: ότι εκ προοιμίου δεν υπάρχει καμία συνειδητή κοινωνική ρύθμιση της παραγωγής. Aυτό που η λογική απαιτεί και η φύση καθιστά αναγκαίο, δεν πραγματοποιείται, παρά μόνον με τη μορφή ενός μέσου όρου που δρα τυφλά». Γράμμα του Mαρξ στον Kούγκελμαν, 11 Iουλίου 1868.

[47] Grundrisse, σελ. 541.

1