antagonism
έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος

εισαγωγή στην ιαπωνική έκδοση των τευχών νο.1 και νο.2 του Le Mouvement Communiste

 

Το δελτίο Le Mouvement Communiste είναι μια από τις εκφράσεις της τωρινής επαναστατικής τάσης στη Γαλλία, στην οποία, όπως και οπουδήποτε αλλού, αυτό που είναι ευρέως γνωστό ως Μαρξισμός δεν έχει καμία σχέση με την επανάσταση. Σε έναν κόσμο ο οποίος είναι αντεστραμμένος για λόγους ιστορικούς που μπορούν ν’ αναλυθούν, υπάρχουν «σοσιαλιστικές» χώρες όπου οι μισθωτοί εργάτες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης στο όνομα του «κομμουνισμού», και «κομμουνιστικά κόμματα» που είναι εθνικιστικά, άκρως ρεφορμιστικά και υποστηρίζουν τον καπιταλισμό με κάθε δυνατό τρόπο. Ο κομμουνισμός έχει γίνει συνώνυμο του να δουλεύεις πολύ και να υπακούς το «σοσιαλιστικό» αφεντικό. Υπάρχουν ιμπεριαλιστικά και αποικιοκρατικά Κομμουνιστικά Κόμματα. Επομένως, η πρώτη προϋπόθεση για μια ελάχιστη επαναστατική δράση είναι η αποφασιστική ρήξη με όλες τις μορφές του επίσημου Μαρξισμού, είτε προέρχονται από τα Κ.Κ. είτε από αριστερούς διανοούμενους. Ο επίσημος Μαρξισμός είναι μέρος της καπιταλιστικής κοινωνίας, τόσο στη θεωρία του όσο και στην πρακτική του. Οποιοσδήποτε συμβιβασμός σε αυτό το πεδίο σημαίνει να παραμένει κανείς στις γραμμές του κεφαλαίου. Αυτό μπορεί να είναι σαφές σε αρκετούς ανθρώπους (ποιος δεν έχει κριτικάρει το Κ.Κ.;), αλλά απαιτεί κάτι περισσότερο από μια γενική και αόριστη συμφωνία.

Σήμερα, που η μακρόχρονη αντεπανάσταση που διαδέχτηκε το επαναστατικό κίνημα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο φτάνει στο τέλος της, ένα νέο κίνημα αναδύεται. Αλλά την ίδια στιγμή το κεφάλαιο προσπαθεί να το ενσωματώσει και ταυτόχρονα ετοιμάζεται να το καταστείλει βίαια σε περίπτωση που δεν μπορέσει να το ενσωματώσει. Η επανεμφάνιση της επανάστασης συνοδεύεται από διάφορες μορφές κριτικής που δε φτάνουν στην καρδιά του ζητήματος και συνεπώς βοηθούν το κεφάλαιο να προσαρμοστεί. Φυσικά οι άνθρωποι γίνονται επαναστάτες μέσα από διαφορετικές εμπειρίες και όχι από τη μια μέρα στην άλλη. Μπορούμε όμως να δούμε τώρα την ανάπτυξη οργανώσεων που ηθελημένα προσπαθούν να προσελκύσουν κόσμο στη βάση μερικών αιτημάτων με σκοπό να μην πάνε παραπέρα. Ισχυρίζονται ότι επιστρέφουν σε επαναστατικές αρχές, αλλά τις αγνοούν. Θεωρητικά, η αντίληψή τους για τον κομμουνισμό δεν έχει καμιά σχέση με τον κομμουνισμό: είναι ένα μίγμα δημοκρατικού εργατικού ελέγχου ή διαχείρισης, εφαρμογής της αυτοματοποίησης και ορθολογικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, τίποτα παραπάνω από αυτά για τα οποία μιλάει το ίδιο το κεφάλαιο. Στην πράξη υποστηρίζουν «κριτικά» τα επίσημα Κ.Κ. ή και τα σοσιαλιστικά κόμματα, τη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα, κτλ. Αυτές οι ομάδες είναι αντεπαναστατικές. Το επιχείρημα ότι οργανώνουν εργάτες δε σημαίνει τίποτα: τα Κ.Κ. κάνουν ακριβώς το ίδιο, πράγμα που δεν τα εμποδίζει να πυροβολούν εργάτες όταν το θεωρούν αναγκαίο. Ο τροτσκισμός, ο μαοϊσμός, ακόμα και ο αναρχισμός στις πιο γραφειοκρατικές και εκφυλισμένες μορφές του, είναι αντεπαναστατικοί.

Η αντίληψη αυτή δεν είναι σεχταριστική. Οι οργανωμένες και μόνιμες ομάδες μέσα στο εργατικό κίνημα, που έχουν μη ή αντικομμουνιστικό πρόγραμμα και ανάλογη πρακτική, είναι ο χειρότερος εχθρός μας. Ο εσωτερικός εχθρός είναι πάντα πιο επικίνδυνος από τον εξωτερικό. Αυτό είναι ξεκάθαρο για τα Κ.Κ., ισχύει όμως και για τις περισσότερες αριστερές ομάδες.

Το παρελθόν δείχνει ότι είναι απαραίτητη μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή. Η κατάσταση πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: το κεφάλαιο μπορούσε να ανακάμψει μόνο μέσω ενός μεγάλου και γενικού πολέμου. Η Ρωσία είχε αναγκαστεί να αναπτύξει τον καπιταλισμό μετά την ήττα της ευρωπαϊκής επανάστασης: ήταν έτοιμη να συμμαχήσει με τη μια ή με την άλλη πλευρά ανάλογα με τα κρατικά της συμφέροντα. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία ήταν φασιστικές. Στις δυτικές δημοκρατίες, σοσιαλιστικά ή «κομμουνιστικά» κόμματα κατάφεραν να συνεγείρουν τις μάζες και να τις πείσουν ότι ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ιμπεριαλιστικός όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ένας πόλεμος που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση του κόσμου από τη φρίκη του φασισμού. Την άποψη αυτήν υποστήριξε και ο τροτσκισμός, και οι περισσότεροι τροτσκιστές πήραν το μέρος των συμμάχων ενάντια στη Γερμανία και την Ιαπωνία. Όμως ο θρίαμβος της δημοκρατίας το 1945 αποδείχτηκε εξίσου καταστροφικός και αποτρόπαιος με το φασισμό. Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν πλέον σε στρατόπεδα συγκέντρωσης –εκτός από εκείνα τα μέρη όπου υπάρχουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως η Ρωσία, το νότιο Βιετνάμ, κτλ. Όμως εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν. Η άκρα αριστερά (ο Tρότσκι και πολλοί άλλοι) το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να βοηθήσει τον καπιταλισμό να λύσει τα προβλήματά του. Ο αγώνας ενάντια στις ψευτοεπαναστατικές ομάδες δεν είναι μόνο χρήσιμος αλλά και απαραίτητος. Ο Mαρξ έπρεπε να αγωνιστεί ενάντια στον Προυντόν. Ο Λένιν, ο Πάνεκουκ και ο Μπορντίγκα έπρεπε να αγωνιστούν ενάντια στον Κάουτσκυ αλλά και ενάντια σε πολλούς άλλους σοσιαλιστές που έλεγαν ότι συμφωνούν μαζί του. Ο Πάνεκουκ και ο Μπορντίγκα έπρεπε να αγωνιστούν ενάντια στο Λένιν, και αργότερα ενάντια στον Τρότσκι.

Το τωρινό κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να αφομοιώσει πλήρως το παρελθόν του: πρέπει δηλαδή να γνωρίσει τι ακριβώς συνέβη το 1917, το 1921 και μετά. Η μετάβαση στον κομμουνισμό δε θα συνίσταται στην περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής: το κεφάλαιο το έχει ήδη επιτύχει αυτό σε πολλές χώρες. Η μεταβατική περίοδος θα συνίσταται στην άμεση κομμουνιστικοποίηση της κοινωνίας και στον ένοπλο αγώνα ενάντια στο κράτος και το παλιό εργατικό κίνημα. Η στρατιωτική πλευρά του κεφαλαίου έχει γίνει τόσο αποτελεσματική ώστε δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Και η εργατική τάξη –αν και ρεφορμιστική― έχει αποκτήσει τέτοια δύναμη μέσα στην κοινωνία ώστε αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας για το κεφάλαιο να την ελέγξει: αυτή είναι η δουλειά των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων. Πρέπει κανείς να είναι προετοιμασμένος να πολεμήσει ενάντια σε αυτούς τους εχθρούς, όχι απαραίτητα αποθηκεύοντας όπλα κάτω από το κρεβάτι του, αλλά επιτιθέμενος ριζοσπαστικά σε αυτούς τώρα, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.

Αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω μιας θετικής ανάλυσης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού προγράμματος: κατάργηση της οικονομίας της αγοράς, δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων όπου η εργασία δεν κυριαρχεί πάνω στο σύνολο της ζωής αλλά είναι ενσωματωμένη μέσα σε αυτήν, καταστροφή της οικονομίας, της πολιτικής, της τέχνης, κτλ, ως τέτοιων.

Μιλώντας για θεωρία, μπορεί και πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί τα έργα του Mαρξ (πράγμα που περιλαμβάνει τη μετάφραση και τη δημοσίευσή τους όταν αυτά δεν είναι διαθέσιμα). Το σύνθημά μας είναι: μη διαβάζετε τους μαρξιστές, διαβάστε το Μαρξ! Είναι επίσης χρήσιμο να μελετά κανείς αυτούς που πολέμησαν ενάντια στην αντεπανάσταση: άτομα σαν τον Πάνεκουκ, τον Μπορντίγκα, κ.α. οι οποίοι από πολλές απόψεις είχαν τα όριά τους λόγω κάποιων εσφαλμένων αντιλήψεων, αλλά παραμένουν επίκαιροι. Άλλες ομάδες, όπως η Καταστασιακή Διεθνής είναι επίσης σημαντικές, παρότι τους λείπει μια κατανόηση του κεφαλαίου. Είναι σημαντικό για τους επαναστάτες κάθε χώρας να μελετούν το επαναστατικό παρελθόν της χώρας τους καθώς και τις τωρινές της μορφές. Οι επαφές και οι ανταλλαγές εμπειριών είναι επίσης ζωτικής σημασίας.

Μια τέτοια δραστηριότητα συνεπάγεται μια ριζοσπαστική ρήξη με την πολιτική. Οι επαναστάτες δεν έχουν μόνο διαφορετικές ιδέες (και πρακτικές) από τους ψευτοεπαναστάτες. Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσονται είναι διαφορετικός. Ένας ψευτοεπαναστάτης προσπαθεί πάντα να στρατολογήσει και να συσπειρώσει κόσμο ώστε να γίνει ο αντιπρόσωπος μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων και να αποκτήσει άρα μια εξουσία σε αυτήν την κοινωνία. Η επανάσταση απαιτεί ακριβώς το αντίθετο. Δεν επιδιώκουμε να αντιπροσωπεύσουμε τους ανθρώπους, με σκοπό να τους καθοδηγήσουμε ή να τους υπηρετήσουμε. Οι κομμουνιστές δεν έχουν στρατιώτες, εκτός του κόκκινου «στρατού» στον κομμουνιστικό επαναστατικό πόλεμο.

Οι κομμουνιστές δεν είναι απομονωμένοι από το προλεταριάτο. Οι πράξεις τους δεν αποσκοπούν ποτέ στο να οργανώσουν άλλους: είναι πάντα η απόπειρα να εκφράσουν τη δική τους ανατρεπτική απάντηση στον κόσμο. Σε τελική φάση, όλες οι επαναστατικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να συντονιστούν. Αλλά το επαναστατικό έργο δεν είναι πρωταρχικά ζήτημα οργάνωσης. Καθήκον του είναι να εκφράσει (με ένα κείμενο ή μια πράξη) μια ανατρεπτική σχέση με τον κόσμο. Ανεξάρτητα αν είναι μικρή ή μεγάλη, μια τέτοια δράση είναι μια επίθεση στον παλιό κόσμο.

 

Ιανουάριος 1973

 

 

1