|
Ο
Βάιος Μαλιάρας, τρίτο σε σειρά από τα εφτά παιδιά του
Γιώργου Μαλιάρα και της Αικατερίνης Μάγκα, γεννήθηκε
στον Πυργετό. Σε μια περιοχή με πλούσια φυσική ομορφιά,
όπου ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος ερίζουν για την κοιλάδα
των Τεμπών, ο Βάιος Μαλιάρας έκανε τα πρώτα του μουσικά
βήματα εμπνευσμένος από τους ήχους της φύσης. Ο ίδιος,
αφού καθιερώθηκε ως μουσικός, συνήθιζε να λέει όποτε
τον ρωτούσαν: «Ξέρεις τι αυτί έχω εγώ; Ξέρεις που μεγάλωσα;
Στον Πυργετό, στα Τέμπη. ¶κουγα τ' αηδόνια και μετά
τα 'πιανα στο κλαρίνο».
Ο Βάιος Μαλιάρας καταγόταν από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του έπαιζε βιολί,
ο θείος του κλαρίνο, άλλοι συγγενείς έπαιζαν φλογέρα και γκάιντα, ενώ ο αδερφός
του ασχολήθηκε με το λαούτο.
Στα δώδεκα σκαρώνει μόνος του μια φλογέρα από καλάμι και ακούγοντας το κελάηδισμα
των πουλιών αρχίζει σιγά - σιγά να παίζει. Έπειτα στα δεκατέσσερα μαθαίνει πάλι
μόνος του λαούτο αλλά το εγκαταλείπει γρήγορα.
Ο πατέρας του, εν τω μεταξύ, τον στέλνει να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Μετά
του χτίστη. Όμως αυτός ανεβαίνει στις στέγες και παίζει φλογέρα. Το σαράκι τον
έτρωγε να μάθει κλαρίνο.
Τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου τα παίρνει από δυο «Τουρκόγυφτους», τον Τζιαμαλή και
Χαλιαμπά που είχαν ξεμείνει στον Πυργετό. Πήγαινε λοιπόν κοντά σ’ αυτούς και
παρακολουθούσε τα «πατήματά» τους. Στην αρχή «παρτσακλά», όπως ο ίδιος έλεγε.
Ο ένας απ' αυτούς γρήγορα αντιλήφθηκε τις αρετές στο παίξιμό του και του έλεγε
«εσύ θα γίνεις μεγάλος μουσικός».
Στα δεκάξι του αρχίζει και παίζει σε γάμους, σε πανηγύρια και στους καφενέδες
των χωριών. Ο Μαλλιάρας αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται γνωστός. Η φήμη του απλώνεται
πέρα από τον Πυργετό και τη γύρω περιοχή και φτάνει μέχρι τα χωριά των Φαρσάλων,
της Καρδίτσας, των Τρικάλων κι ακόμη πιο πέρα.
Σε ηλικία 26 χρόνων, το 1933, ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια «Τ' Αρβανιτοβλάχικο»
και την «Ιτιά», κάνοντας την αρχή μιας λαμπρής πορείας που θα συνεχιστεί για
45 περίπου χρόνια. Συνεργάζεται με τις πιο μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες και
αποκτά φήμη και δόξα. Παρόλα αυτά δε θα γίνει ποτέ πλούσιος.
Ηχογράφησε σε δίσκους γκαραγκούνικα, βλάχικα, σαρακατσάνικα, νησιώτικα, μακεδονικά,
ρουμελιώτικα τραγούδια εκτελεσμένα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν
τρεις χιλιάδες δίσκοι περίπου, αριθμός εκπληκτικός. Παράλληλα γράφει και δικά
του τραγούδια για την Αννούλα, τη Μαρία, την Όλγα. Με τον Θεοχάρη Παντίδη γράφει
το πολυτραγουδισμένο «Ωραία είναι η νύφη μας» και άλλα τραγούδια γάμου. Ο Ηλίας
Ερίνης είναι αυτός που έγραψε τα περισσότερα τραγούδια για τον Μαλλιάρα. Συμμετέχει
στις γνωστές δισκογραφίες «Τραγούδια του Λόγγου» και «Ελληνική Λεβεντιά».
Στα πρώτα του βήματα συνεργάζεται με οργανοπαίκτες της περιοχής. Στην μεταπολεμική
περίοδο ο Μαλλιάρας είναι πλέον καταξιωμένος καλλιτέχνης. Συνεργάζεται με πολύ
γνωστά ονόματα μουσικών απ' όλη την Ελλάδα: το Γιώργο Κόρο, τη Ρόζα Εσκενάζυ,
τη Νίτσα Τσίτρα κ.α. Ακολουθούν ταξίδια στο εξωτερικό, όπως στον Καναδά και την
Αυστραλία όπου παίζει για τους έλληνες της ξενιτιάς.
Το 1965 ο μπάρμπα Βάιος φεύγει για την Αυστραλία, στα παιδιά του, που είναι μετανάστες.
Κάθεται για 9 μήνες, δεν αντέχει, του λείπει η ελληνική γη και αποφασίζει να
επιστρέψει. Το 1970 παθαίνει ημιπληγία, αλλά εξακολουθεί να παίζει. Το 1975 πέφτει
αναίσθητος, ενώ παίζει σε ένα γάμο. Από τότε αφήνει το κλαρίνο εντελώς, αλλά
τον μαραζώνει ο καημός ότι δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα το έργο του.
Η πρωτοχρονιά του 1988 θα είναι διαφορετική για ολόκληρο το μουσικό κόσμο. Ο
Βάιος Μαλλιάρας σβήνει στον Πυργετό. Το έργο του θα μείνει παντοτινά για να θυμίζει
το μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη. Όλος ο Πυργετός για δυο μέρες σείεται στους ρυθμούς
του κλαρίνου, θρηνεί με τις μοναδικές μελωδίες που συνέθεσε ο μπάρμπα Βάιος.
Οι φίλοι και σύντροφοί του τον οδηγούν με κλαρίνα και βιολιά στην τελευταία του
κατοικία, εκπληρώνοντας με τον τρόπο αυτό την τελευταία επιθυμία του γέροντα.
Τον αποχαιρετούν με ένα τραγούδι-μοιρολόι από το στόμα του Κώστα Πέτκου:
Εγώ
στον ήλιο ορκίστηκα
Ποτέ μην τραγουδήσω
Μ' απόψε για το φίλο μου
Τον Βάιο το Μαλλιάρα
Θα πω τραγούδι θλιβερό...
Η τοπική κοινωνία του Πυργετού τίμησε τον Βάιο Μαλλιάρα όλα αυτά τα χρόνια. Συνεχίζει
να τον τιμά μέχρι σήμερα. Με κάθε ευκαιρία αναφέρεται με σεβασμό και περηφάνια
στο όνομά του.
|