Έβγαλε ένα μπλέ νυχτερινό φόρεμα που δεν το είχε φορέσει
ποτέ, που εξάλου, και κοιτάζοντας το με άδειο βλέμα είπε: Σου αρέσει αυτό;
το είχα πάρει περυσι αλλά δεν το έχω φορέσει ποτέ. Θές να το δοκιμάσεις;
Η Ζωή απλά κούνησε το κεφάλι συγκαταβατκά και χαμογέλασε.
Έσπρωξε πιο πέρα το τραπεζάκι με τους καφέδες, σταύρωσε τα πόδια και άρχισε
να λύνει τα κορδόνια από τις μπότες. Αφού τις έβγαλε σηκώθηκε ξεκούμπωσε
το εφαρμοστό τζην και το γλυστρώντας το από τα υπέροχα μπούτια της το έβγαλε.
Ρίχνοντας ένα κλεφτο βλεμα στη φίλη της άρχισε να ξεκουμπώνει
το πουκάμισο.
Η Μαριά που την κοίταζε όλη αυτήν την ώρα ένιωθε την
καρδιά της να χτυπά όλο και πιό γρήγορα. Την είχε εκεί, μπροστά της, μέσα
στο μισοφωτισμένο δωμάτιο. Τα λευκά δανδελωτά της εσώρουχα την έκαναν ακόμα
πιό ποθητή. Έτρεμε από την καύλα και τα πόδια της είχαν αρχίσει να μουδίαζουν.
Ξαφνικά μην αντέχωντας έβγαλε το νυχτικό της και έμεινε μονο με το κυλοτάκι.
Zεσταίνομαι είπε και η ζωή άρχισε να έρχεται πρός το
μέρος της.
Στάθηκε μπροστά της κοιτώντας της στα μάτια και έβγαλε
και εκείνη το δανδελωτό της σουτέν.Κι εγώ ζεσταίνομαιΣ είπε και το άφησε
να πέσει στο πάτωμα ενώ ήρθε πιό κοντά στη Μαρία και οι ρόγες τους σχεδόν
ακούμπησαν.
Τα δύο κορίτσια δεν έλεγαν τίποτα. Έβλεπαν η μία στα μάτια της άλλης την τάση για λύτρωση από την άσβηστη φλόγα του κορμιού τους.
Είχαν έρθει ακόμα πιό κοντά και τα στήθη τους είχαν γίνει
ένα.
Η Μαριά έγειρε το κεφάλι της και άρχισε να φυλάει τον
λαιμό της Ζωής, ενώ εκείνη το χέρι της μέσα από το κιλοτάκι της καί άρχισε
να χαϊδεύει απαλά τα φουσκωμένα από καύλα μουνόχειλά της.
ΣYNEXIZETAI......