|
Σκοτείνιασε για τα καλά ο ήλιος παι δε φέγγει να παγώσει τα πάθη· και όλοι ξέχασαν το φως της μέρας. Της μέρας που 'ρχεται, της μέρας που φεύγει. Κάθε μια, η πρώτη κι η τελευταία.
Τρομερό και σιωπηλό πουλί της νύχτας, κανένας δε σε είδε, κανένας δε σε άκουσε, κανένας δε σε ένιωσε όταν άπλωνες τα φτερά και έψαχνες τον ήλιο στο σκοτάδι· κι ας έκραζες παντού να δουν την ύπαρξή σου· δεν έβλεπες τα μάτια σου που λάμπαν στο σκοτάδι.
Θα ξημερώσει αύριο; Ποιος ξέρει; Ποιος το είδε; Η νύχτα φαίνεται βαριά, στο σκοτάδι διάχυτο ένα παράπονο· θλιβερό τραγούδι από κουκουβάγιες και νυχτερίδες. Μα, να, ξημέρωσε, ακόμη μια ευκαιρία· κάθε μια, η πρώτη κι η τελευταία.
|
|