ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ι
Πρόσωπο χρυσόπηλης υδρίας
ΙΙ
Οι κήρυκες ακόμα να φανούν
ΙΙΙ
Μπροστά μου σε βρίσκω πάντα
ΙV Βγήκα
στην απαλάμη της αρένας
V
Λίγο ακόμα
VΙ Σ' αυτή
την κολυμπήθρα
VΙΙ Αν είχα γεννηθεί
όταν γεννήθηκε η Νύχτα
VΙΙΙ Είναι κάτι πάλλευκα
και πόμονα σπιτάκια
ΙΧ Σε κροχείλια
λιοδρομίων
Χ
Σε λίγο τα πουλιά
ΧΙ Στα δόντια
της μυλόπετρας
ΧΙΙ Θα σου το
λέω πάντα
ΧΙΙΙ Τα μάτια κάθονταν
στον εξώστη
ΧΙV Νυχτώνει στις διάφανες
ρωγμές
ΧV Χέρι λήθη των
ανθρώπων
ΧVΙ Πώς παραμονεύει
η νύχτα απόψε
ΧVΙΙ Κουβέντα με τη νύχτα
ΧVΙΙΙ Οταν το σπίτι σηκώνεται
Ι
Πρόσωπο χρυσόπηλης υδρίας διατηρημένο σε
αέναο αφρογιάλι
Κολχίδας μακροθυμεί
δεινοπαθόν
Ο νυκτοτροπισμός των αντιπόδων υπερφίαλο
φτερό χυμένο
στην ηχώ μινωικών
διασταυρώσεων
Ολόλευκη παλάμη του ήλιου
Οπου κι αν πάω σε κουβαλώ μαζί μoυ
Οπου κι αν στρέψω πρόσωπα αδωνικά
- ιονιονήσου
Μάραθα σπροβότσαλα της θύμισης κοχύλια
- κρουστά
Κύμβαλα γλυκόηχα σε ονειρικό κύαθο νοσταλγίας
- το κρασί μας
Μονάχοι στα πλοκάμια της Μοίρας
Με αγάλματα να ασθμαίνουν στην ολόλευκη
κάμαρι
Μονάχοι ραίνοντας με σπαραγμό όνειρα εφημερίας
Μα τώρα φαντάζουν οι κλεψύδρες των αφημένων
Χωρίς το αγνάντεμα του ασπίλου
Τραίνα φεύγουν από το σταθμό και τα φουστάνια
των βαγονιών
κλείνουν το μάτι
με νόημα αβεβαιότητας
Νάμα στα πρόσωπα των προσώπων φωτιές.
ΙΙ
Οι κήρυκες ακόμα να φανούν
Ούτε στα περιβόλια του ουρανού
ούτε στα περιβόλια της θάλασσας
ούτε στο φρυγανισμένο βάθος της ερήμου
Τα παιδιά μελαγχολήσαν
Οι κήρυκες ακόμα να ακουστούν
Ακούσαμε μόνο το φωνή των ρητόρων
Aκούσαμε μόνο τη φωνή των δικαστών
Aκούσαμε μόνο τη φωνή των εμπόρων
Το νέκταρ να ρέει στο άσπρο διψασμένων
αγαλμάτων
Οι κήρυκες ακόμα να φανούν...
Από το ποτήρι του Ηλιου πώς θα πιούμε;
III
Μπροστά μου σε βρίσκω πάντα
Βυθισμένο στο κυνηγητό της χρυσόκορμης
νεράιδας
Ξεθωριασμένα τα χέρια σου και το κορμί
σου αφαλατωμένο
από τις θεομηνίες
της εσπέρας
Δεν έχεις λάμψεις πουθενά ούτε ανοιχτό
βιβλίο
Τη γειτονιά σου την έφραξες περίτεχνα
με κάγκελα χυμένα
στ' αμόνι του
Ηφαίστου
Το σπίτι σου αξεχώριστο μαύρο μες στο
σκοτάδι
Εκατσες πα στ' αργύρια πνιγμένος στην απληστία
Πώς ν' ανοίξω την πόρτα μου να κολυμπήσουν
οι γοργόνες;
IV
Βγήκα στην απαλάμη της αρένας να σε ξεχωρίσω
μέσα στους άσχετους και τους μωρολόγους
της δεκάρας
Κι ακόμα είμαι πελαγωμένος με αυτό το
συνονθύλευμα
Στρογγυλοκάθησαν όλοι τους
και ρουφάνε την ένδοξη στάχτη
Ανάψαν φωτιές πυρομανείς
να κάψουν το σήμερα
Πώς να σε δω μέσα σε τόσο σκοτάδι;
V
Λίγο ακόμα
και τα πουλιά θα αφανιστούν
στις μανιασμένες βέργες
των ασημένιων ποταμών
Λίγο ακόμα
και τα ποτάμια θα βουτήξουν
στη λύτρωση του αρχιπελάγους
Μα ένα φτερό
θα παραμείνει φλάμπουρο
στο μεσοπόρτι του αέρα
Και τα παιδιά
παλεύοντας με την πυρηνική πνοή
των πατεράδων
Τι να προφτάσουν;
Ερείπια μου παραδώσαν κι εμείνα.
VΙ
Σ' αυτή την κολυμπήθρα των άφανων διαστάσεων
όπου με θύρσους και κανίσκια προσήλθαν
οι πιστοί
του λόγου και
της τέχνης
Βαθιά ριζώνουν φαλάγγια της ζωής
ή άλλα αρχίζουνε από τα βοστρυχωτά μαλλιά
τους
Πέριξ γοργόνες έλυτρα
ποιημάτων αχανών και στίχων κοραλλένιων
Που λαξευτήκαν από τη σμίλη του Μπρετόν
και την ικμάδα
του Ελύτη
Ιστιοφόρα που αναδύθηκαν απ' τους κόλπους
ποταμών
και ίπτανται στον αγνό αέρα του Ελυάρ
στο θερινό λιοστάσι του Σεφέρη
Πλαταγίσματα των θαλασσών
που κόμπο δέθηκαν με λεκτικές κορδέλλες
Μεσουρανούν σ' αυτή την κολυμπήθρα
Κι από την υψικάμινο του Εμπειρίκου
φαίνεται αγνή η Αμερική του Αρτσιβάλντ
Μακ Λης
και οι φωτοσυρμοί του Μαγιακόφσκοι
Ω εσείς τυφλοί
που αρνηθήκατε τους καβαλάρηδες του Zουβ
που μέσα στο λίβανο και το χρυσό περιφρονήσατε
την ομορφιά των
Ναϊάδων
πάνω στο γραφίτι μείνατε του σκοταδιού
σας σκλάβοι
Μα λίγο ακόμη και θα φανεί το Φως - φάνηκε
κιόλας
και τότε μέσα στα μούσκλα του ουρανού
και στη βαθιά ματιά του χρόνου
το μέγα βάφτισμα θα επαναλειφτεί ενός
άλλου Μπολιβάρ
Που για την ένδεια των υακίνθων
ευθύνες θα ζητήσει.
VΙΙ
Αν είχα γεννηθεί όταν γεννήθηκε η Νύχτα
τώρα θα ήμουν
χωρίς σημάδια
Και του κεριού το φως θα έφτανε να δω
τα Αγκάθια
Οι φίλοι μου είπαν να τα φοβάμαι
Φίλησα ένα στο παράθυρο και φούντωσε γαρύφαλλο
αληθινό
Χωρίς πασπαλίσματα με διαμάντια και άλλα
γλοιώδη
Το πήρα στα χέρια μου το χάιδεψα και από
τα σημάδια
δεν έτρεξε αίμα
Φύτρωσαν κρίνοι
Τα βράδυα του καλοκαιριού καθόμασταν στον
εξώστη με τις ώρες
Το πότιζα με τη νοιότη μου -μπροστά στους
φίλους
Και ύστερα σέρναμε μαζί τραγούδι
Μισό για την αγάπη
Μισό για την ειρήνη
Ούτε καν φοβόμασταν τα ερπετά του κήπου
που κιτρίνιζαν
Ωσπου έβγαλε κλαδιά σαν της ελιάς κι έρχονταν
πάλλευκα
περιστέρια να
ξεδιψάσουν
Τώρα γιατί οι φίλοι μου φοβούνται τα αγκάθια
δεν καταλαβαίνω
Μια μέρα μου το εξομολογήθηκε:
¨Αγκάθια είμαστε έξω από την πόρτα του
χρυσόμορφου
σκότους σαν τους ανθρώπους κι εμείς"
VΙΙΙ
Είναι κάτι πάλλευκα και πόμονα σπιτάκια
μιας νήσου που καρτερούνε
τη φωνή των καραβιών πίνοντας το κρασί
τους στον εξώστη. Είναι κάτι
ακούραστα μάτια βαθιά δίχως έκφραση που
κοιτάζουν πάντα κατά το
πέλαο. Είναι μια μάνα καθισμένη στο ξωκκλήσι
ενός λόφου που μελετάει
την απόσταση. Είναι ένα δέντρο σιωπηλό
που κρύβει στον κόρφο του
την πρώτη μυστική φωνή του έρωτα. Είναι
μια γοργόνα που φροντίζει
τα κύματα για να ξαπλώσεις.
Είναι μια αλήθεια ονειρική που αν την αγγίξεις
θα ματώσεις από νοσταλγία.
ΙΧ
Σε κροχείλια λιοδρομίων [που δεν βλέπεις
βυθό] ελάφι της ώρας ξεκουμπώνει
πετώντας ανοιξιάτικες πόρτες. Από τα στήθια
μεγαλόμορφες ξεπηδάνε ελπίδες
και οι λέξεις ένα σμάρι πουλιά στη βοή
των λουλουδιών. Στα συχασμένα
πρόσωπα διαλύεται η αυγιάτικη κρούστα
φεγγίζοντας τα επόμενα στάχυα.
Μια στροβιλίζουσα ζωή [γαιωδετημένη στη
φούχτα σου] ή και μια
ανημπόρια που ξεψυχάει στη νάρκη της παγωμένης
ανάσας.
Στον κάμπο των μεσπιλιών λεπιδόπτερα σκιαγραφούν
τη ροδίζουσα μορφή
του κόσμου όπου γεφυροδοποιεί θα ενώσουν
τα αχνάρια των προσώπων για
ν' ακουστεί το άτελο χορικό τους και των
παιδιών τα τάσια.
Χ
Σε λίγο τα πουλιά
θα πνίξουν τον καπνό μας
ή θα πνιγούν φιλώντας
συμπληγάδες που χτίζαμε
βαστώντας θρομύλια ερινύων
Οι φωτιές που ανάβατε μαζί
οι φωτιές που σβήναμε μαζί
στενόπρωρο περίπτερο
με χάρτινα ανθρωπάκια
θαυμάζουν τη βοή
δικού μας κάποιου
πλέοντες εις τη σιωπή
περιπατούμενου Αιώνος
Οτι να πεις ιπτάμενο
τραγούδι αγέννητου παιδιού
(1986)
ΧΙ
Στα δόντια της μυλόπετρας του χρόνου συνήθισαν
να λένε πως διάολοι του κερατά και χαραμίτες
δολοφόνοι σφουγγίσανε τα μαύρα στοιχειά
της
Κάτω Γης.
Πριχού να λοιδωρήσεις μάθε πως άδικο δεν
έχουν.
Σε χωνεμένα κόκκαλα πατάμε όλοι.
ΧΙΙ
Θα σου το λέω πάντα
η πολιτεία φοράει το ίδιο καπέλο
μόνο χρώματα αλλάζει την ημέρα
κοιμάται στον κάμπο των σεισοπυγίδων
Αλλά να το ξέρεις
το φέγγος των ανθρώπων είναι αμφίβολο
υπάρχουν άνθρωποι π΄αθροίζουνε τη μέρα
κι άνθρωποι με κορμιά σημαδεμένα
Οταν η πολιτεία γυρίσει διακόπτη
θα με θυμάσαι.
ΧΙΙΙ
Τα μάτια κάθονταν στον εξώστη με τις ώρες
Ψηλά τα πουλιά οδηγούσαν το ατσάλινο όνειρο
Στο θόλο του ασάλευτου σύννεφου πιρόγες
αφομοίωναν σίγουρες ταυτότητες
Ο Παυλάκης -
Πολ
Ο Πετράκης - Πίτερ
Η Κατερίνα - Κάθριν
Και η Ελένη - Χέλεν
Κυκλόπετρες μυλόπετρες ζωόπετρες - της
γης το Φως και οι γοργόνες
Μες στης σιωπής την ανηφόρα γλύπτες μεγάλα
πλάθουν χέρια και κορμιά
πελώρια στο όνειρο
να χωρέσουν
Το πλοίο της απόστασης -αχ κι αυτοί οι
διάδρομοι της νοσταλγίας - πόρτες
στα πρόσωπα ανοίγει
της ακρόασης
Ενα σπίτι γιομάτο υακίνθους
Πάνω στις σκεπές τον πόνο μετράει το φεγγάρι
κι αυτή χτυπάει τις παλάμες στον αέρα
Στων σπιτιών τις άκριες φυτρώνει ο κόπος
και οι σκέψεις σε περίγεια παράθυρα
- σημαίες
Καρφωμένη η Νύχτα στο πλακόστρωτο
- το μαύρο άλογο
παίζει κρυφτό
Και η θάλασσα κουβαλάει στις πλάτες τις
μέρες μας
χτίζοντας τα ολόλευκα δώματα του μέλλοντος
Στις συνοικίες φως και σκοτάδι
- πουλιά και
μαχαίρια
Της ελικιάς η δύναμη δέντρα και φτερά
Σηκώνουν το ποίημα από τη θάλασσα κάτω
ή το αναπτύσσουν στα στήθια αιώνιων βράχων
Μια αντίρροπη ιστορία ίσια από το όνειρο
στη νοσταλγία
Σφαλίζοντας βουερά χρώματα ματιών
τίναζαν το χώμα από τα πρόσωπά τους
Και οι καμπάνες σήμαιναν στην ώρα
που οι γυναίκες άλλαζαν μεσόρουχα
Και τα πουλιά το χρόνο.
ΧΙV
"[...] δεν είναι η νύχτα που σου λείπει
μα η δύναμή της..."
ΠΟΛ ΕΛΙΑΡΝΤ
Νυχτώνει στις διάφανες ρωγμές της Νύχτας
Γοργόνες ουρανομήκεις λοξοδρομούν πίσω
απ' τις φωνές
ευελπιστώντας να φυλλώσουν τείχη πετροκύτταρα
της Τροίας
σε όνειρα ετεροθαλή συντρόφων
[Μα την υπομονή κανένας πια δεν την αντέχει
μέσα στα χρώματα του χθες
Το μονοπάτι του πολέμου διήλθαν όλοι τους
θαρρείς -ακόμα και οι Θεοί]
Και καθώς της ξέφρενης δεντρόπολης οι πολεμοχαρείς
φλέγονται
από το μεθοκόπι
Περιλαμπάζοντες ναρκωμένοι πάνω στης γης
τη φλούδα για την Ιθάκη
της Ανατολής πλωρίζουνε
οι συψωμίτες
Μα είναι να μην τους λυπάσε;
Μα είναι να μη σφίγγεις δυο κρίνους στο
στήθος ρουφώντας τη βροχή
'Η να πλέεις με μια αιολικιά σχεδία στον
αέρα
'Η να φωνάζεις στους συντρόφους "κι από
εδώ"
λίγο φως να σπείρουνε στους σκοτεινούς
διαδρόμους;
Στο καλοκαίρι της σιωπής δεν έβγαλε μιλιά
Κοιτούσε εκστατικός τις μάταιες σκιές
που πέθαιναν
μες στο κατέπτρισμα
της λόχιας ημέρας
Απ' τη διάφανη πόρτα της κάμαρης περνούσαν
τα ολόλευκα
περιστέρια μετατοπίζοντας
το χρόνο.
ΧV
Χέρι λήθη των ανθρώπων
χέρι πλάγια βοή της ιστορίας
χέρι διαγώνια αιχμή των αγαλμάτων
[Σώπασε παράξενα η αγορά]
Αλλο ένα χέρι στάζει-πολλά χέρια
αίμα στο ψέμμα στο νεύμα
στο ύποπτο πνεύμα του κόσμου
[Σώπασε παράξενα η χώρα]
Μες στην πομπή των δέντρων
μες στο μνημόσυνο των ερειπίων
μες στη φυγή των ερινύων χέρια
- πολλά χέρια
ν' αναδεύουν
Και πίσω η Βαβυλών να ρέει τρυπημένη
και πίσω η Πόλη καρφωμένη
στη θάλασσα κόσκινο αιολικό των Ευμενίδων
που τα παιδιά θα προσκυνάνε πληγωμένα
[Σώπασε παράξενα η Κλειώ]
Κι όμως
τα μάτια του χρόνου θα χτίσουνε τείχη
στο μαύρο στο φαύλο στη θύελλα
Κι απέκει
τα μάτια του κόσμου ένα βαθύ ποτάμι
γιομάτο υακίνθους.
ΧVΙ
"[...] σαν το σύρμα τεντωμένη πάνω
στην άβυσσο η ψυχή μου
ακροβατώντας ταλαντεύομαι παίζοντας
με τις λέξεις..."
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
Πώς παραμονεύει η νύχτα απόψε και οι φλέβες
του σύμπαντος έτσι χτυπάνε;
Πώς κρώζουν τα πουλιά στ' αγέρα το δέντρο
και σημαίες αλόγων κολυμπούν
στον ουρανό με
τόση μεγαλοπρέπεια;
Πώς ανασαίνει η γης στη φούχτα της πάνω
και τα σπαρτά λαμπυρίζουν στους
κατρέφτες των
άστρων;
Τα τείχη ανοίγουν και περνούν οι αιώνες
πομπώδεις με δόξες νεκρούς και ερείπια
στου κόσμου τα
τεντωμένα νεύρα
Τα πρόσωπα γυαλίζουν στα κεριά των παραθύρων
κραδάζοντας τα φτερά τους
με αγωνία
Τα χέρια σφίγγουν το κορμί της ελπίδας
στου κόσμου το πιάτο και είναι όλα
μαύρα κίτρινα
ερυθρά και άσπρα
Της ώρας ένα ε ένα ε ένα ε ψάχνει στο φεγγάρι
το παιδί της αλήθειας
Εως ότου οι τοίχοι φυτρώσουν λουλούδια
Εως ότου οι τοίχοι φυτρώσουν λουλούδια
και από τα φτερά τους
Ωσπου οι τοίχοι φυτρώνουν λουλούδια κι
από τα φτερά τους περνάνε
οι ποιητάδες του κόσμου κουβαλώντας το
σύμπαν
σε μια λέξη λεπτούλα
σε μια λέξη λεπτούλα
Θύελλα στην ακινησία της σιωπής
Το μαύρο άλογο απ' την αρχή παραφυλάει
στο βάθος.
ΧVΙΙ
Κουβέντα με τη νύχτα σημαίνει πως περιμένεις
το ξημέρωμα
Οταν βλέπεις δύο γραμές οριζόντιες στη
δύση
θυμάσαι το σπίτι 1985 το θερινό σινεμά
με τα χρωματιστά
καρεκλάκια το
άλμπουμ με τις μαυρόασπρες σπίθες
Το φιλμ με τα πρόσωπα σποράκια
τρώει κι ενοχλείται η σκέψη
με την κουβέντα στην καρδιά
Λευκά εκκλησάκια τέμπλη ναών
-αγάλματα
στους θώκους δύο πρισμένα στομάχια
[απ' την απληστία το ένα τ' άλλο απ' την
πείνα και τη νύχτα]
δεμένα γερά σαν βέλη οριζόντια
Τρα λα λα
τρα λα λα λα
τρα λα
λα λα
λα με δύο δροσοσταλίδες
κάπου ελπίδα
Δύο γραμμές [παρθενικές] σκίζουν το χρόνο
οι σκιές και τα πρόσωπα [τα πρόσωπα και
ο ήλιος]
το ξημέρωμα η νύχτα το φιλμ
[Το φιλμ] μοντάρει τα σποράκια ή κάνει
κολάζ
Σώματα Γης και Τέλους
Απόψε η νύχτα νυχτώνει λικνιστική
μέσα από τα κανίσκια των Ωρών
χωρίς σπονδές και υποκλίσεις
Οι χορευτές μένουν ακίνητοι
ξαφνιασμένοι από τα φύλλα των παιδιών
μόνο το δοξάρι του τενόρου γεμίζει σαν
δέντρο τον αγέρα
Είναι μια ακουαρέλο Ευφροσύνης
αιωρούμενη εις τη βροχή
ως σαν σημαία του συντρόφου.
ΧVΙΙΙ
Οταν το σπίτι σηκώνεται.
Η πόλη κάνει βουτιά κι έρχεται ένα παράξενο
φως. Από τα παλιά
νεκροτομεία ξεπετάγονται τριήρεις, τετραήρεις,
ιστιοφόρα τεράστια,
στίχοι με φτερά, μεθυσμένοι και ήρωες.
Το σπίτι σηκώνεται.
Το δωμάτιο ανασαίνει. Τα ποιήματα ίπτανται.
Κολυμπούν στον αγέρα.
Αναζητούν διέξοδο.
Το σπίτι.
Ποιήματα κάθετα, οριζόντια, επίπεδα, γερασμένα
από την ακινησία
[με άσπρα μαλλιά και στίχους ένα μπόι
ψηλούς]. Αλλα ανάπηρα,
μεθυσμένα απ' το νέκταρ της νιότης
[διονυσιασμένα].
Οταν το χέρι της φαντασίας [δύσκολο να
το βρεις στην αγορά και σε τιμή
ευκαιρίας] τα δαμάζει, στέκονται ακίνητα.
Πίσω τους ένα φως μυστήριο αναπνέει.
Κάτι σαν νοσοκομείο.
|