Main Page
 The Books
Biography
e-mail
 
ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
 

 

ΜΕΡΟΣ Α'
Λάμνοντας στην Βάρκα της Ελπίδας
ΜΕΡΟΣ Β'
Φυλακισμένη Πολιτεία
 
 
 
 

 ΜΕΡΟΣ Α'
Λάμνοντας στην βάρκα της Ελπίδας
Το ποίημα αυτό γράφτηκε στην Αθήνα στα της δεκατίας του '70 και ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1981 στη Μελβούρνη 
 


Τι ώρα το τελευταίο τραίνο φεύγει; 
Θα κλείσει και το καφενείο του σταθμού 
Τα μάτια κουρασμένα κατεβάσαν τα καπάκια 
να μη βλέπω τίποτα τίποτ τίπο τίπ τί τ... 

Ακούω να μιλούν συνέχεια για λεφτά 
εγκλήματα για όπλα για ανέχεια 
είμαστε μόνο για συμπόνια 
τ' ανθρώπου η αιώνια συνέχεια... 

Αει μωρέ 
βρήκατε έδαφος να χώσετε 
μυτερά σουβλιά στ' αδύναμα  κορμιά μας 
σάπια λεμόνια στιβόμαστε 
στ' άπληστα στόματά σας 
κιτρίνισαν τα δόντια  σας 
μαυρίσανε από μίσος τα πρόσωπά σας 
λάσπη στο δέρμα σας κολλάει 
και πλέουμε και πλέουμε και πλέουμε 
αγκαλιά μέσα στο Βούρκο - τη Zωή - 
φιλιόμαστε - ψιθυρίζουμε 
                     περπατάμε νωχελικά 
μηδενικά γίναμε από διαλυμένα οχτάρια 
εκατομμύρια δις δεκάρια 
κολλήσαμε ο ένας στον άλλο πάνω 
                     και τρίβουμε τα κορμιά μας 
σε στάσεις πλάγιες ορθές 
πιάνουμε το όπλο και βαράμε στο ψαχνό 
       μια δύναμη στη χούφτα 
μα που δεν είναι η Zωή 
μα μόνο λαχείο αδήλωτο 
        μπας και του κόσμου μας 
τη μιζέρια στερηθούμε. 
 

2 
Ω, ρε Zωή, 
σποράκια στο στόμα σπας 
                  φτύνεις τσόφλια  
                      κι απ' το κρύο 
τουρτουρίζεις 
αρπάζεις το λάβαρο 
              "ήρωας" 
ξαμολιέσαι στους βρώμικους τους δρόμους 
"μαντάμ ένα τσιγάρο" 
        τράκα αισθήματα 
                κοροϊδίες 
τυλιγμένοι σε βρώμικες κουβέρτες 
και δώστου Zωή - 
      δώστου να καταλάβει 
καρφώνεσαι επί 24ωρο 
                στ' αφεντικού τα σκέλια 
τι να του κάνεις που είναι ανοιχτή η πόρτα 
ούτε αέρας μπαίνει 
         χαθήκαν και οι κλέφτες 
                     σβήσαν τ' αστέρια 
          μόνο ο ήλιος ψήνει 
σαπίσαν οι ρίζες της τριανταφυλλιάς 
και Πιέρ Καρντέν το τριαντάφυλλο μυρίζει 
 

3 
Χάλασε η Zωή μας - χάλασε... 
αφήνεσαι να κυλιέσαι στο βούρκο 
       τα μάτια 
σου τσιμπάνε βατράχια του φασισμού 
                                        και κρώζουν 
αφεντάδων φύλακες   
                        νυχτερίδες 
                             στ' αυτιά σου 
και Εσύ απαυτώνεσαι αναμασώντας 
"να πεθάνω να μην πεθάνω 
                   να πεθάνω να μην πεθάνω" 
 

4 
Ετοιμάσου Εαυτέ μου - ετοιμάσου 
ετοιμάσου για να ρθεις 
θα γυαλίσω το κεφαλόσκαλο 
θ' αγοράσω χαρτοπετσέτες 
προφυλακτικά κρασί 
πρέπει να το γιορτάσουμε 
            σαν θάρθεις 
έλα Εαυτέ μου σε περιμένω 
πρέπει νάρθεις Τώρα ή Ποτέ... 
 

5 
Αντράλα 
     Συναγερμός 
           Αντίσταση 
                   Βοήθεια 
 
 

6 
Ελα Εαυτέ μου - πού είσαι 
δεν μπορώ άλλο ν' αντέξω  
κατεβαίνω στο δρόμο και νιώθω 
              πως θα ουρλιάξω 
θέλω να φωνάξω 
              πως άλλο δεν μπορώ 
κλείνω τα μάτια για να κοιμηθώ 
ιδρώνει το κορμί μου 
και για νανούρισμα έχω συνέχεια σκοτοδίνη 
λες και βρίσκομαι στο χαράκωμα 
με τον κρύο αγέρα να μου τρυπάει  
           το κορμί και την ψυχή 
αγκαλιά ένα μπαζούκας 
              σκουριασμένο 
από την αναμονή της έκρηξης 
       της απόφασης για πόλεμο 
δένουμε στο όραμα και πέφτω 
σε ένα βάραθρο χωρίς τελειωμό 
     ούτε άγγελοι 
              ούτε άνθρωποι 
απλώσαν τα χέρια να με κρατήσουμε 
μήτε μια σημαία βρέθηκε 
το παγωμένο από το κρύο σώμα μου 
                      για να σκεπάσει 
όλοι καβάλα στ' άλογα περμένουν 
την αρχή του πόλεμου 
που τελειωμό δεν θάχει 
μα μόνο Αρχή 
κι όταν νιώθω πως το όραμα 
             δεν θα δουλέψει 
πνίγομαι απ' 'ενα φόβο τινάζομαι 
σαν να με έχει χτυπήσει ρεύμα 
ανάβω το πορτατίφ με το κόκκινο το φως 
και βλέπω στη φωτογραφία μου  
ένα πρόσωπο που χαμογελά σημαδεμένο 
                              κοροϊδευτικά 
για την κατάντια μας    
 

7 
Ελα Εαυτέ μου - μην αργείς 
μ' άφησες να τριγυρνώ  
                      μονάχος 
χαμένος μέσα στο ανώνυμο το πλήθος 
να χαζεύω τις βιτρίνες με τ' ακριβά  
                                          τα ρούχα 
πατώντας το σκυλάκι της κυρίας 
που φωνασκεί αμέριμνο στην είσοδο  
                                        της εκκλησίας 
 
 

8 
Μου έκαψε ο ήλιος το κεφάλι 
και το μυαλό μου ψήνεται  
επιθυμίες ασιθήματα τα πάντα 
γίναν ερωτικές αφίσσες ξαπλωμένες 
στις κολόνες του δρόμου 
        στους ηλικιωμένους τοίχους 
                   στα σαθρά κορμιά μας 
μυρίζει η αναπνοή μου μπύρα 
                                     αλκοόλ 
                                     τσιγάρο 
ξέχασα να φάω πάλι σήμερα 
θυμάσαι τότε που τρώγαμε στην παραλία 
μούλεγες πως σου άρεσε το κύμα 
                το όραμα η ευθεία οδός 
αγκαλιάζαμε τον ήλιο τραγουδούσαμε... 

9 
Πώς περνούν τα χρόνια... 
δε θα με γνωρίσεις Εαυτέ μου 
φορτώθηκα με πράγματα άχρηστα 
                                          αναγκαστικά 
με φορτώσαν δηλαδή μου έκαναν 
                       πλύση 
                       εγκεφάλου 
[κάνει καλή δουλειά στην εποχή μας] 
χτες κοίταζα το σπίτι μας 
        και είδα 
από πάνω έχτισαν πολυκατοικία 
                              των εφτά ορόφων 
χώθηκαν κι άλλοι μέσα 
σκαλίζουν σκαλίζουν ψάχνουν 
                  λένε πως ζουν 
μα θα έρθει ο Θάνατος 
     πού θα πάει 
     όλοι περιμένουμε 
το λέει το ραδιόφωνο η τηλερόραση 
     θα έρθει ο Θάνατος 
όλοι τον δημιουργούν 
              προειδοποιούν 
              και αναμένουν 
 

10 
Συγχώραμε Εαυτέ μου - συγχώραμε... 
συγχώραμε που σου τα λέω όλα μπερδεμένα 
                                              και μαύρα 
μα που ήσουν τόσα χρόνια 
άφησες εγώ να ζω - να λέω πως ζω 
που είσαι Εαυτέ μου να δεις 
                                  να θυμηθείς 
εκείνα τα χρόνια που σκαρφαλώναμε στο κάστρο 
κρυβόμασταν στο ξύλινο βαρέλι για το μούστο 
                       του παππού 
μας έδερνε μας κυνηγούσε 
η μητέρα φώναζε πως σαν γυρίσει 
απ' τον πόλεμο ο πατέρας  
σαν το Χριστό θα μας σταυρώσει 
 

11 
Δεν είναι όνειρο - δεν είναι 
Εαυτέ μου - δεν φάνηκες ακόμα... 
χάθηκες μέσα στο καυσαέριο 
                        και την ομίχλη ιδεών 
                        στο θόρυβο απ' τα βήματα 
που χτυπούν σαν τύμπανα σε παρέλαση 
προσπαθεί απεγνωσμένα να συνέλθει ο νους 
                                         να δώσει εντολή 
η καρδιά πάλι να δουλέψει σαν ποταμός 
                        που αιώνια τρέχει 
λαγονεύοντας για θάλασσα 
απλώνοντας όνειρα - σχέδια - ιδέες 
                     σκοτωμένα 
                     απραγματοποίητα 
για να διαλυθούνε 
      να χαθούνε 
      να γεμίζει η αμμουδιά ψάρια θυσιασμένα 
λες κι όλοι μας εγκληματικά σχέδια 
μια ζωή σκαρώναμε 
σκυμμένοι στης αποθήκης το γραφείο 

που ήσουνα Εαυτέ μου να δεις 
να δεις παιδιά 
             μόνο κόκκαλο 
                      κοιλιά φουσκωμένη 
                                 γεμάτη αέρα  
δυο μάτια για να καταλαβαίνεις 
                 πως δεν είναι ακόμα άχρηστα 
πιάναν και σκάβαν 
                  τάφο ομαδικό 
μέσα να μας ρίξουν... 
 

12 
[...] να θέλω να κλείσω τα μάτια ξαπλωμένος 
στο κρεβάτι που μου χάρισε ο παππούς  
στα περσινά γενέθλια και να κοιμηθώ 
να ονειρευτώ πως σε είδα Εαυτέ μου 
                              και παρέα ζούμε 
στον παράδεισο 

τώρα τα έκλεισα πάλι καθαρότερα να δω 
                         μα πάλι σκοτοδίνη 
                              πάλι στο βάραθρο 
το χωρίς τελειωμό 
με σπρώχνει μόνο ένα κλείσιμο των ματιών 
πήγα σε οφθαλμίατρο μήπως και χρειαστώ γυαλιά 
μ' έστειλε σε ηλεκτρολόγο 
                 καλό παιδι πατριώτης 
                 δεν πήρε ακριβά 
μου άλλαξε ένα τρανζίστορ στην προενίσχυση 
                          τότε ήταν 
που άρχισα να τραγουδώ 
"ζωή είσαι ωραία - ζωή είσαι ωραία" 
άρχισαν να με χτυπούν 
                   με πέτρες 
                   με γροθιές 
                   κάποιος με ένα γκλομπ 
κατέληξα στο νοσοκομείο 
                ύστερα στον ψυχολόγο 
πηγαίνω κάθε ημέρα 
με υπνωτίζει και τα λέμε 
                                                              το μάθανε 
στη γειτονιά και όλοι με κάνουν παρέα τώρα 
το ξέρεις     αν δεν σκοτώσεις 
κι εσύ           δεν μετέχεις στην κομπίνα 
                     δεν κοροϊδέψεις 
σίγουρα      ξόφλησες 
 

13 
[...] αργείς Εαυτέ μου - αργείς 
                  με άφησες μόνο 
στην ξηραμένη αγκαλιά της Zωής 
μ' ένα ημερολόγιο συντροφιά να το ξεφυλλίζω 
           να το ξεφυλλίζω 
όταν επικοινωνία αναζητάω 
και διαβάζω-διαβάζω           κι όλο αντριχιάζω 
      τι είμασταν 
      τι είμαστε 
                 τι κάναμε 
                 τι κάνουμε 
                                               ...Εαυτέ μου 
μόνο πολέμους και καταστροφές 
         εκατομμύρια στους τάφους  
οδηγήσαμε και οδηγούμε περήφανα 
                        φωνάζουμε "Zήτωωωωωωω" 
κι ύστερα φοβισμένοι κρυβόμαστε 
νυχτερίδες            σ' ερείπια 
γιομάτοι τύψεις και ντροπή 

καμάρωνα χτες τα μετάλλια ανδρείας 
από τον πόλεμο και ύστερα ορκίστηκα 
τα χάπια που μου έδιναν να μην ξαναπάρω... 

θέλω να πάρω ένα μολύβι και να γράψω 
         τι είναι  λ ε υ τ ε ρ ι ά 
μια λέξη που ακούω να τη λένε 
μα δεν την αισθάνθηκα ποτέ  
δεμένος είμαι με αλυσσίδες  
από τότε που χωρίσαμε 
επιθυμίες συναισθήματα με φυλακίζουν 

                                                   
14 
[...] Εαυτέ μου κουράζομαι άλλο δεν μπορώ 
ώρες-ώρες μ' ακούω απελπισμένος να καλώ 
τους ήλιους που δύσαν στα βουνά τα τρύπια 
τις Ανοιξες που έφυγαν στο μέλλον το διάφανο 
τα καλοκαίρια που ξανεμίστηκαν στις φυλακές 
το κύμα που σπάει στο προδωμένα βράχια 
τα Δέντρα που χάθηκαν στα αρχεία της Ασφάλειας 

θα χαθώ σπουργίτι μου ένα  
τριαντάφυλλο με θέλει  
     στου κήπου τη γωνιά 
κόσμο-κόσμε πού είσαι φωνάζω 
να απλώσω το σώμα μου στου πάρκου  
το γρασίδι το μυρμήγκι να σκούσω  
     καθώς περπατάει 
σκόνη το μολυβένιο σώμα μου να γίνει  
να σώσω  ότι μπορώ... 

Αχ Εαυτέ μου, βλέπω 
το τσιγάρο ανέμελα στο σταχτοδοχείο 
                  να φλέγεται 
τον καιρό μουντό 
      τη φωτογραφία στη λίμνη 
και εγώ μικρός 
εμπρός στο πικρό χαμόγελο του ήλιου 
βγαίνω στον κήπο και μιλώ στις μέλισσες 
                    ένα ποτήρι στο χέρι κρατώ 
ασχολιέμαι με καινούργιες ελπίδες 
το γλυκό της Ανοιξης νέκταρ να πιω  
που το αφήνουμε να φεύγει να τρέχει 
ποτάμια τα όνειρά μας που πλημμυρίζουν  
τους ορίζοντες και χάνονται 
                                   χάνονται 
 

14 
Πού στάθηκες Εαυτέ μου να ξαποστάσεις 
σκαρφαλωμένος σε ένα μολύβι προσπαθώ 
να μιλήσω να πω για τα αστέρια 
                               για λειβάδια 
                               για λουλούδια 
που ανάμεσά τους θα τραγουδάμε 
ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι 
και θα ζω 
      θα ζω 
      θα ζούμε 
να ακούω τα ερωτόλογα της βροχής 
που μας ψιθυρίζει ο ουρανός 

να περπατάμε χέρι-χέρι 
     μέσα στους πράσινους κάμπους 
να αναζητάμε τους ήχους των δέντρων 
     σαν έρωτα κάνουν 
να λάμνουμε στη βάρκα της Ελπίδας 
     διασχίζοντας και επιταχύνοντας 
     την ανθρώπινη αναγέννηση πάνω 
     σε γαλάζιες και καθάριες θάλασσες 

και χέρια ροζιασμένα πληγωμένα 
ανθρώπων ηρώων  
                 γενναίων 
ν' αρπάζουν την αξίνα 
                    το αλέτρι 
να σκάψουν 
     να οργώσουν 
           να κυλίσουν 
το χώμα τούτης της Γης 
    το νερό 
         ο ιδρώτας 
            το δάκρυ 
ποτάμια μεγάλα να γίνουν και κάμπους 
     βλογημένους να ποτίσουν 
                 ΔΥΝΑΜΗ 
η αγάπη                       η ειρήνη 
   η προσπάθεια          η θέληση 
       η πάλη               η ομόνοια 
               η αδερφωσύνη 
  ενέργεια σ' αγώνα παγκόσμιο 
         για σοδειά καρπερή 
                    γόνιμη 
               ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ 
 

Σταύρος Μεσσήνης 
Μελβούρνη, Νοέμβριος 1981 

Go to TOP

 
 



 
 
ΜΕΡΟΣ Β'
Φυλακισμένη Πολιτεία
 

Ι 
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ η ζωή σου 
ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ η δική μου Zωή 
ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ το μέλλον το δικό Μας 
δεν υπάρχει πια χρόνος για χάσιμο 
        τώρα 
            σήμερα 
                αύριο 
ξεπεταχτήκανε μέσα από γαλάζιες λίμνες 
                            οι σκέψεις μου τα όνειρά μου 
ένας τρούλος ψηλός πελώριος σκεπάζει την Αρχή 
του τέλους της ανύπαρχτης κόκκινης βροχής 
τείχη τόσο δα μικρά σε σκοτεινές βιτρίνες 
παλαιοπωλείων ή και σε βιβλία που σφίγγουν παιδιά 
        στην αγκαλιά τους 
τείχη τόσο δα μικρά που βγήκαν έξω απ' τα κορμιά 
που ξεπεράσαν το αδύνατο και πλησιάσαν το δυνατό 
που καλύψαν τη γυάλινη σκέψη μας και συνέρχονται 
συνεδριάζουν συσφίγγονται στο πελώριο κορμί μας 

Ουρανοί μαύροι καφετιοί που ιδρώνουν και μας πνίγουν 
όταν οι σκέψεις μας παραλάσσονται αυτοστιγμής 
όταν οι σκέψεις μας κάθονται στο γερμένο κορμό της πολιτείας 
όταν το πράσινο χορτάρι χάνεται και μένει μια κόκκινη κηλίδα 
όταν οι πλεξούδες των ονείρων κρέμμονται στα μπρατσωμένα δέντρα 
όταν ο μαύρος ουρανός τρυπιέται από καλώδια σφαίρες και λόγχες 
 
 
 Go to TOP



Back to Top
[Main Page] [Biography] [The Books] [Ωρα Μηδέν] [Εαρ το πρώτο] [Η Δεντρόπολη] [Reflections]
[Το σπίτι των υακίνθων] [Καλειδοσκόπιο Ι] [Greek Fonts] [e-mail]
  1