[Παλιά καρτποστάλ εκδόσεως Ηρ. Κοντού,
από το λέυκωμα "ΠΡΕΒΕΖΑ" με επιμέλεια Νίκου Δ. Καράμπελα]
ΠΡΕΒΕΖΑ: ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
I. Εισαγωγικές σκέψεις, άξονες, ερωτήματα, προβληματισμοί
Η οργάνωση της εργασίας αυτής έγινε γύρω από τρεις άξονες. Βλ. και ΠΡΕΒΕΖΑ: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ
Ο ένας ήταν η διαδικασία δημιουργίας ενός διδακτέου αντικειμένου, ο σχεδιασμός ενός μαθήματος ως κομμάτι όμως μιας εκ-παιδευτικής πορείας που απαρτίζεται από την έρευνα, τη μαθητεία, τη διδασκαλία, την παραγωγή διδακτικού υλικού. Η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε αυτή η προσπάθεια, να σχεδιάσουμε εμείς οι ίδιοι μια πρωτότυπη διδακτική ενότητα, ήταν η παιδαγωγική λογική που υποστηρίζει την οργάνωση τοπικών, πολυκλαδικών ή και δια-κλαδικών σχολικών προγραμμάτων.
Ο δεύτερος άξονας-συστατικό στοιχείο της εργασίας, ήταν η διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας . Παρακάτω θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για αυτό το κομμάτι. Εδώ ας πούμε μόνο δύο πράγματα: η διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας, στοιχειώδους και ίσως και «ελλειμματικής» θα μπορούσε να πει κανείς, ήταν παρόλα αυτά αναπόσπαστο τμήμα της προσπάθειας μας όχι μόνο γιατί δοκιμαζόμασταν στην «κατεξοχήν» ανθρωπολογική μέθοδο έρευνας -που αφορά την εκπαίδευση μας ως ανθρωπολόγων-αλλά και γιατί μας έδειξε στο πεδίο το πως η ανθρωπολογική οπτική, ο τρόπος να ψάχνεις, να ρωτάς, να σκέφτεσαι ανθρωπολογικά δεν αφορά μόνο αναζητήσεις ή/και έρευνες καθαρά «ανθρωπολογικού» χαρακτήρα, αλλά μπορεί να είναι εργαλείο απαραίτητο για την έρευνα σε πολλά και διάφορα πεδία αυτού του χώρου που ονομάζεται κοινωνικές επιστήμες- τέτοιο παράδειγμα ήταν και η συγκεκριμένη άσκηση που μας ‘προπονούσε’ στην προετοιμασία του σχεδιασμού μας διδακτικής ενότητας στα πλαίσια ενός μαθήματος διδακτικής των κοινωνικών επιστημών.
Ο τρίτος άξονας αφορούσε το πρίσμα μέσα από το οποίο θα διαχειριζόμασταν εργαλεία, σκέψεις, μεθόδους, θέματα και αυτό ήταν το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και αγοράς σε μια μικρή μεταβαλλόμενη πόλη. Πώς επηρεάζεται η κοινωνία μιας επαρχιακής πόλης του τόπου μας από τον μετασχηματισμό της αγοράς, τι ρόλο παίζουν έννοιες όπως εκσυγχρονισμός, ανάπτυξη, εξειδίκευση στη ζωή μιας αστικής κοινότητας όπως η Πρέβεζα;
Έτσι λοιπόν το θέμα της εργασίας διαμορφώθηκε ως εξής «ΠΡΕΒΕΖΑ: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΠΟΛΗ. Επιτόπια έρευνα με σκοπό το σχεδιασμό πιλοτικών διδακτικών ενοτήτων».
Η επίσκεψη στην Πρέβεζα έγινε τον Δεκέμβριο του 1997, η παραμονή μας εκεί διήρκεσε 4 μέρες και η ομάδα αποτελούνταν από εννέα φοιτητές και φοιτήτριες που χωρισμένοι σε υποομάδες ασχολήθηκαν με ζητήματα που αφορούσαν την πόλη αυτή της δυτικής Ελλάδας και που θα μπορούσαν να διαμορφωθούν σε θέματα ενός τοπικού σχολικού προγράμματος. Εμείς διαλέξαμε να εξετάσουμε αυτό που γενικά ονομάζουμε «παραδοσιακά επαγγέλματα», επαγγέλματα που συχνά συνδέονται με περασμένες περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και που σήμερα θεωρούνται «είδος προς εξαφάνιση», ακριβώς γιατί οι απαιτήσεις και οι κατευθύνσεις της καπιταλιστικής αγοράς, οι μετασχηματισμοί της στις τελευταίες δεκαετίες, οδήγησαν σε μαρασμό αυτούς τους επαγγελματικούς χώρους.
***
Το θέμα των παραδοσιακών επαγγελμάτων μας φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μια σειρά από λόγους, ενώ συγχρόνως εξυπηρετούσε και αρκετές από τις ιδιαιτερότητες της έρευνας μας, όπως την πολύ μικρής διάρκειας παραμονή μας στην Πρέβεζα καθώς και το γεγονός πως και για τους τρεις μας η πόλη ήταν ένας άγνωστος χώρος, όχι μόνο από πλευρά φυσική αλλά και κοινωνική. Όμως ο τσαγκάρης, ο ράφτης, ο καλατζής είναι κομμάτι του μωσαϊκού μιας πόλης - ίσως οποιασδήποτε ελληνικής επαρχιακής πόλης του μεγέθους της Πρέβεζας - και θα τους βρεις από την πρώτη ακόμη βόλτα στην αγορά και στα στενά γύρω από αυτήν.
Αυτό, αμέσως-αμέσως μας έδινε την ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε τον χρόνο μας χωρίς μεγάλες απώλειες. Ανοίγεις την πόρτα του πρώτου υποδηματοποιού και λες καλημέρα, για να το πούμε ίσως περισσότερο απλά από όσο απαιτεί η ‘επιστημονική γλώσσα’. Από την άλλη οι επαγγελματίες αυτοί, οι μεγαλωμένοι μέσα σε αυτές τις «τέχνες», όπως τις ονομάζουν οι ίδιοι, είναι ιδανικοί πληροφορητές για αυτό που ήταν και είναι η ζωή στην πόλη, για τις αλλαγές στην οικονομία της, για το τι σημαίνει να ζεις στην Πρέβεζα και να «επαγγέλλεσαι» υποδηματοποιός, κουδουνάς, παλαιοπώλης, για «την ιστορία και τις παραδόσεις του τόπου», τις συνήθειες «παλιές και νέες», για το πως βιώνονται και τι βάρος έχουν οι αλλαγές στην αγορά και τις «ανάγκές» της. Με άλλα λόγια τα παραδοσιακά επαγγέλματα και οι άνθρωποί τους ως κοινωνικός-οικονομικός χώρος, μας εξυπηρετούσαν τόσο στην προσπάθεια για μια όσο πιο πλήρη κατανόηση της σχέσης κοινωνία και αγορά σε μια μικρή μεταβαλλόμενη πόλη όσο και στο να χρησιμοποιήσουμε το εργαλείο της επιτόπιας έρευνας όσο πιο αποδοτικά γινόταν.
Τελικό κριτήριο για την επιλογή των παραδοσιακών επαγγελμάτων ως την εφαρμογή μας στο κυρίως θέμα της εργασίας ήταν οι ίδιοι οι στόχοι του μαθήματος της Διδακτικής των Κοινωνικών Επιστημών: ένας από αυτούς είναι να μπορούμε να μετασχηματίζουμε θέματα που αφορούν, θα μπορούσαν να αφορούν, την έρευνα του κοινωνικού ανθρωπολόγου-επιστήμονα σε διδακτική ενότητα προσαρμοσμένη στις ανάγκες και απαιτήσεις της γενικής εκπαίδευσης. Όπως είπαμε και πιο πάνω, για τη συγκεκριμένη εργασία ο διδάσκων πρότεινε να κινηθούμε με άξονα την ιδέα που κερδίζει έδαφος όλο και πιο πολύ σήμερα για μια αποκεντρωμένη, συμμετοχική και ημιαυτόνομη λειτουργία του σχολείου, με προγράμματα σπουδών τοπικά και δια-κλαδικά, λιγότερο συγκεντρωτικά. Ο τρόπος με τον οποίο φανταστήκαμε τα παραδοσιακά επαγγέλματα ως κομμάτι των θεμάτων ενός τέτοιου τοπικού σχολικού προγράμματος, πολυκλαδικού που θα φέρνει τα παιδιά σε επαφή με αυτό που είναι η γνώση για τον τόπο τους αλλά και με το πώς οι αλλαγές έξω από τα όρια αυτού του τόπου έρχονται να επηρεάσουν τη ζωή τους ήταν αποφασιστικός για την επιλογή μας.
«Για να βοηθηθούν οι πολίτες, εκεί που ζουν να συνειδητοποιήσουν τις θεμελιακές αιτίες που καθορίζουν την επιδείνωση των αντινομιών που εκδηλώνονται σ’ αυτούς άμεσα, πρέπει να γίνει πρώτα η ανάλυση με τρόπο συγκεκριμένο και ακριβή αυτών των αντινομιών έτσι όπως εκδηλώνονται σε τοπικό επίπεδο, στους τόπους δουλειάς και καθημερινής ζωής, λαμβάνοντας υπόψη τις οικολογικές συνθήκες που συχνά αποτελούν έναν παράγοντα επιδείνωσης. Στη συνέχεια είναι δυνατό να δειχθεί με ακρίβεια με ποιο τρόπο οι τοπικές αντινομίες [...] απορρέουν από μια τοπική αντινομιακή κατάσταση [...] η οποία με τη σειρά της εντάσσεται σε μια γενικότερη εθνική, διεθνή ή παγκόσμια κρίση»γράφει ο Υ. Lacoste [1].
Η υπόθεσή μας ήταν πως, ως διδακτική ενότητα, τα παραδοσιακά επαγγέλματα θα ήταν ένα πολύ γόνιμο πεδίο συνειδητοποίησης για τους μαθητές των αντινομιών στις οποίες αναφέρεται ο Lacoste αλλά και πως επιπλέον θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρο-καύσιμο για μια κριτική-θετική αντιμετώπιση αυτών των αντινομιών [2].
ΙΙ. Πρέβεζα: Η επίσκεψή μας στην πόλη
Ιστορικά-κοινωνικά-οικονομικά στοιχεία
Η Πρέβεζα [3] μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έπαιζε, εξαιτίας του λιμανιού της, έναν σημαντικό διαμετακομιστικό ρόλο για το χώρο της Δυτικής Ελλάδας. Άνθρωποι και προϊόντα μετακινούνταν μέσω του λιμανιού της Πρέβεζας που η γεωγραφική της θέση της επέτρεπε να είναι μια πύλη και ένα σημείο πρόσβασης της Ευρώπης. Ο ρόλος του λιμανιού επηρέασε καίρια, στον 20ο αιώνα, τόσο την οργάνωση του εσωτερικού χώρου της πόλης, όσο και τη σύνθεση του πληθυσμού, καθώς ο οικισμός υπήρξε πόλος έλξης για τους κατοίκους της γύρω υπαίθρου αλλά και για άτομα από τη Λευκάδα, το Συρράκο των Ιωαννίνων, τους νομούς Αιτωλοακαρνανίας και Ιωαννίνων. Η πόλη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αστικό κέντρο πριν τη δεκαετία του ‘50 παρόλα αυτά όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα αναπτυσσόταν προς αυτή την κατεύθυνση και πρόσφερε τη δυνατότητα της επιβίωσης και της ανάπτυξης δραστηριοτήτων σε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η Πρέβεζα χάνει το διαμετακομιστικό της ρόλο. Το γεγονός αυτό εντάσσεται στις γενικότερες οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις στη μεταπολεμική Ελλάδα. Μια από αυτές τις εξελίξεις αφορά τη στενότερη σύνδεση της ελληνικής οικονομίας με τη διεθνή που υπαγορεύει τη δημιουργία έργων υποδομής: ανοίγονται χερσαίες αρτηρίες που μαζί με την πορθμειακή σύνδεση Ρίου-Αντιρρίου συντελούν στο να γίνεται πια η μεταφορά των προϊόντων από την ξηρά. Η δεύτερη εξέλιξη σχετίζεται με τον γενικότερο τρόπο ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας υδροκεφαλικής πρωτεύουσας και μιας καχεκτικής περιφέρειας. Το λιμάνι αρχίζει να σβήνει, αναπτύσσεται μια καινούρια παραγωγική δραστηριότητα, η παραγωγή οπωροκηπευτικών. Η Πρέβεζα μεταβάλλεται από διαμετακομιστικό κέντρο σε αγροτικό και έτσι σταδιακά η πόλη αλλάζει από αυτό που ήταν προπολεμικά στο δημογραφικό, το κοινωνικό και το οικονομικό επίπεδο. Ο πληθυσμός της πόλης μένει λίγο ως πολύ σταθερός (γύρω στις δέκα χιλιάδες) όλες αυτές της δεκαετίες- η σύνθεση του όμως διαφοροποιείται καθώς οι ντόπιοι Πρεβεζάνοι ακολουθούν την οδό της εσωτερικής μετανάστευσης, προς Αθήνα κυρίως, και νέες ομάδες από την ευρύτερη περιφέρεια έρχονται στην πόλη.
Επιτόπια έρευνα-συνεντεύξεις
Η επιτόπιά μας έρευνα στηρίχθηκε κατά βάση σε συνεντεύξεις. Δεν θελήσαμε να έχουμε έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό συνεντεύξεων καθώς με δεδομένη την πολύ σύντομη παραμονή μας στην Πρέβεζα κρίναμε χρησιμότερο να μιλήσουμε με λίγους επαγγελματίες αλλά πιο διεξοδικά και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από όσο θα καταφέρναμε αν αναλωνόμασταν στο κυνήγι πολλών συνεντεύξεων. Εξάλλου όπως διαπιστώσαμε το δείγμα μας μπορεί να προσεγγίσει αυτό που ονομάζουμε αντιπροσωπευτικό καθώς επιλέξαμε επαγγέλματα που το καθένα τους δεν αριθμεί πάνω από έξι-εφτά επαγγελματίες σε ολόκληρη την πόλη.
Συνολικά πήραμε έξι συνεντεύξεις. Δύο από υποδηματοποιούς (τσαγκάρηδες-μπαλωματήδες), δύο από μεταποιητές ενδυμάτων (ραφτάδες), μία από παλαιοπώλη-πρώην γανωτή και μια από κουδουνά-ιδιοκτήτη ορυχαλκείου. Οι ηλικίες των πληροφορητών μας κυμαίνονταν μεταξύ 58 και 70 ετών, οι δύο ήταν γυναίκες και οι τέσσερις άνδρες.
Η συνολική επεξεργασία των συνεντεύξεων δεν άφησε αμφιβολία για το ότι τα επαγγέλματα αυτού του τύπου βαδίζουν προς την εξαφάνιση. Είναι χαρακτηριστικός ο μεγάλος μέσος όρος ηλικίας των ανθρώπων που απασχολούνται ακόμη σε αυτά καθώς και το γεγονός, σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες τους, ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον από νεότερους να μάθουν τις τέχνες αυτές.
Ο κύριος Δημήτρης, γεννημένος το 1933, είναι σήμερα ο μοναδικός ιδιοκτήτης ορυχαλκείου στην πόλη και ο μοναδικός που δηλώνει κουδουνάς, αν και πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε πρώην κουδουνάς, καθώς σήμερα δεν υπάρχει πια ανάγκη για κουδούνια κοπαδιών όπως παλιότερα. Μέχρι το 1975 υπήρχαν εκτός από το δικό του και άλλα δύο ορυχαλκεία. Τα τελευταία χρόνια και το δικό του κατάστημα στην ουσία υπολειτουργεί, ο ίδιος έχει πια σταματήσει να κατασκευάζει καινούριο εμπόρευμα και δουλεύει κυρίως το καλοκαίρι με όσους επισκέπτονται την πόλη για τουρισμό.
Η κυρία Μαρία και ο σύζυγός της ο κύριος Λεωνίδας, 59 και 63 χρονών αντίστοιχα, έχουν το ένα από τα δύο ραφτάδικα της πόλης. Ο κύριος Λεωνίδας δουλεύει ως ράφτης εδώ και 50 χρόνια. Μέχρι και το 1970 περίπου, υπήρχαν γύρω στα 40 ραφτάδικα. Από τη δεκαετία αυτή και έπειτα το έτοιμο εμφανίζεται στην αγορά και έτσι οι περισσότεροι ιδιοκτήτες ραφτάδικων γίνονται ιδιοκτήτες «μπουτίκ». Σήμερα οι παραγγελίες ρούχων είναι πολύ λίγες και το μαγαζί τους δουλεύει πολύ και με μεταποιήσεις. Ενδιαφέρον είχε, αν και μάλλον δεν μας εξέπληξε, και το γεγονός πως η πελατεία τους βρίσκεται στις ηλικίες 45-50 ετών και άνω.
Ο κύριος Σπύρος, ο ένας από τους δύο τσαγκάρηδες με τους οποίους μιλήσαμε, είναι 62 χρονών και έμαθε την τέχνη αμέσως μόλις τελείωσε το δημοτικό. Δουλεύει ως υποδηματοποιός 46 χρόνια και είναι ένας από τους 6 τσαγκάρηδες της Πρέβεζας, δύο από τους οποίους «είναι πολύ γέροντες» και ένας «νεοφερμένος Βορειοηπειρώτης». Μέχρι το ’60 υπήρχαν 6 καλφάδικα στην πόλη που απασχολούσαν μπορεί και 7-8 άτομα το καθένα μαζί με τους μαθητευόμενους. Από το τέλος του ‘60-αρχές της δεκαετίας του ’70 εμφανίζεται το έτοιμο που οδηγεί στο κλείσιμο των καλφάδικων. Δεν υπάρχουν πια νέοι που ενδιαφέρονται να μάθουν την τέχνη και αυτοί που κλείνουν τα δικά τους μαγαζιά ανοίγουν «εμπορικά» έτοιμου υποδήματος.
Ο άλλος τσαγκάρης με τον οποίο μιλήσαμε ήταν ο «νεοφερμένος Βορειοηπειρώτης». Πολύ διστακτικός ο κύριος Γιώργος, δεν θέλησε να μας δώσει πολλές πληροφορίες για τη ζωή του και για το «καινούριο» του επάγγελμα καθώς πριν έρθει στην Πρέβεζα «δεν είχε σχέση με τη δουλειά αυτή». Πάντως, μας είπε πως η δουλειά του τσαγκάρη δεν αρκεί για να ζήσει την οικογένειά του και έτσι περιστασιακά απασχολείται και στα χωράφια.
Η πρώτη συνέντευξη που πήραμε ήταν από την κυρία Βάσω και το σύζυγό της τον μπάρμπα Σωτήρη. Το 1978 ο μπαρμπά Σωτήρης απόκτησε άδεια παλαιοπώλη και άδεια λειτουργίας περιπτέρου. Το πρώτο επάγγελμα όμως του μπάρμπα Σωτήρη είναι καλατζής ή κασαρωτής ή, όπως πιο συνηθισμένα λέγεται, γανωματής χάλκινων σκευών.
Γεννημένος το 1928 ήξερε την τέχνη «πατροπαράδοτα» αλλά έμαθε και το σκάλισμα του μετάλλου από Κούρδους στο Μοναστηράκι της Αθήνας όταν έζησε εκεί τη δεκαετία του ’40. Από το τέλος του ’60 το επάγγελμα του γανωματή είναι πλέον άχρηστο καθώς τα καινούρια μεταλλικά σκεύη δεν χρειάζονται τη φροντίδα που απαιτεί ο χαλκός και προτιμούνται στην αγορά. Σήμερα το ζευγάρι ζει κυρίως από την πώληση παλαιών αντικειμένων τα οποία επισκευάζει και από εικόνες που φτιάχνει ο κύριος Σωτήρης χτυπητές σε μέταλλο, χρησιμοποιώντας την τέχνη του σκαλίσματος του μετάλλου που έμαθε στη Αθήνα. Τόσο τα παλαιά όσο και οι εικόνες πωλούνται κυρίως το καλοκαίρι στην παραλία, μπροστά στο περίπτερό τους-οι πελάτες είναι σχεδόν αποκλειστικά ξένοι τουρίστες.
Οι συνεντεύξεις δεν περιορίστηκαν ασφαλώς μόνο σε όσα αναφέρουμε παραπάνω. Οι άνθρωποι αυτοί μιλώντας για την τέχνη τους μιλούσαν για τη ζωή τους και την προσωπική τους ιστορία, για τη ζωή στην Πρέβεζα σε διαφορετικές εποχές και συνθήκες, για το τι σημαίνει να ακολουθείς ένα επάγγελμα που «ξεπερνιέται από την πρόοδο και την αγορά». Τα στοιχεία που παραθέτουμε παραπάνω είναι κάποια βασικά σημεία που βοηθούν τον αναγνώστη αυτής της εργασίας να παρακολουθήσει και ελέγξει τα συμπεράσματά μας σε σχέση με το πρόβλημα «κοινωνία και αγορά»
Είναι για παράδειγμα φανερό πως στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970 το λεγόμενο έτοιμο εμπόρευμα εμφανίζεται στην αγορά της Πρέβεζας για να εκτοπίσει μέσα σε πολύ λίγα χρόνια μια σειρά από επαγγελματίες που ως τότε ικανοποιούσαν την ζήτηση στα συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες.
Το βιομηχανοποιημένο εμπόρευμα κοστίζει φθηνότερα και εξυπηρετεί περισσότερο και έτσι πολύ εύκολα πιάνει στην αγορά. Το εργαστήριο (τσαγκάρικο, ραφτάδικο, ορυχαλκείο, γανωματάδικο) αντικαθίσταται από το εμπορικό, που θα φέρει το προϊόν από τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη έτοιμο, ενώ πριν μόνο η πρώτη ύλη ερχόταν από εκεί. Η πορεία μοιάζει να είναι σχεδόν μονόδρομος. Οι νέοι δεν ασχολούνται πια με την εκμάθηση αυτών των τεχνών και ψάχνουν άλλες επαγγελματικές διεξόδους. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, των πληροφορητών μας είναι είτε «στα γράμματα», είτε κάνουν καριέρα «στο στρατό», είτε «στο γάμο» (αυτό αφορά βέβαια τις κόρες), είτε ως υπάλληλοι σε εμπορικά καταστήματα και η μεγάλη τους πλειοψηφία δε ζει καν στην Πρέβεζα.
Παρόλα αυτά οι άνθρωποι αυτοί μιλούσαν με ένα αίσθημα «περηφάνιας» για αυτό που ήταν «η τέχνη» τους όσο και αν αυτή έμοιαζε να είναι πια σχεδόν άχρηστη και όσο και αν δεν τους είχε βοηθήσει πολλές φορές να «τα φέρουν βόλτα ικανοποιητικά» σε περιόδους αναδουλειάς και οικονομικής κρίσης. Από την άλλη όμως ήταν και το μόνο που είχαν, ήξεραν και μπορούσαν να κάνουν για να ζήσουν και αυτό τελικά τους «έζησε και τους ζει». Προφανώς αυτό δεν ισχύει για όλους όσους ήταν στο παρελθόν σε αυτά τα επαγγέλματα- όπως είδαμε άλλοι, ή τα παιδιά τους, μπόρεσαν να μεταφέρουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα πιο κοντά στις νέες κατευθύνσεις και απαιτήσεις της αγοράς, ανοίγοντας εμπορικά καταστήματα ή απασχολούμενοι με το χώρο της εισαγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων ενώ προφανώς κάποιοι άλλοι θα αναγκάστηκαν να αναζητήσουν κάποιο νέο πιο προσοδοφόρο και «βιώσιμο» επάγγελμα.
’Eνα άλλο σημείο που έγινε φανερό από τα όσα ακούσαμε στις συνεντεύξεις, ήταν το κατά πόσο μια κοινωνία είναι σε θέση να αντιμετωπίσει συλλογικά το πρόβλημα της επιβίωσης και όχι μόνο που αντιμετωπίζουν διάφορες επαγγελματικές-κοινωνικές ομάδες της όταν αλλάζουν, μετακινούνται, μετασχηματίζονται οι όροι λειτουργίας και ανάπτυξης αυτού που ονομάζουμε σύστημα της οικονομίας και «νόμοι της αγοράς». Μας φάνηκε ιδιαίτερα προβληματικό το γεγονός πως άνθρωποι κοντά στο όριο της σύνταξης (ή και πέρα από αυτό) είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν ακόμη και μάλιστα σε χώρους που από χρόνια τους εξασφάλιζαν μετά βίας τα απαραίτητα.
Η σχέση κοινωνίας και αγοράς μοιάζει να είναι πολύπλοκη.
- Τι σημαίνει πως «οι ανάγκες της αγοράς» δεν χρειάζονται πια και έτσι καταργούν επαγγέλματα ή «τέχνες»;
- Τι σημαίνει πως κάποιες μορφές παραγωγής έχουν χαρακτηριστικά που θεωρούνται μη προσοδοφόρα, αντι-οικονομικά, αντιπαραγωγικά;
- Πώς αυτές οι δραστηριότητες και μορφές παραγωγής μαζί με τα δημιουργήματά τους απαξιώνονται και αυτό που παρουσιάζεται ως «παραγωγικό», νεωτερισμός, προϊόν με μικρότερο κόστος, παίρνει τη θέση τους όχι μόνο στην αγορά αλλά και στο σύστημα αξιών μιας κοινωνίας;
- Ποιο είναι τελικά το κόστος για μια κοινότητα από τις μεταβολές στην ελεύθερη αγορά και ποια η σχέση αυτού του (κοινωνικού) κόστους με το κόστος στην οικονομίας, στην αγορά, στην επιχείρηση;
ΙΙΙ. Τα παραδοσιακά επαγγέλματα ως διδακτική ενότητα<>
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν διδακτική ενότητα ή και σειρά διδακτικών ενοτήτων σε ένα τοπικό σχολικό πρόγραμμα ενταγμένα-ενσωματωμένα σε θέματα γενικότερα όπως για παράδειγμα «‘Εθνογραφικά και λαογραφικά ζητήματα-σχέση με την ιστορία και την οικονομία της περιοχής».
Η μελέτη της ιστορίας αυτού του κοινωνικού/επαγγελματικού χώρου θα μπορούσε να είναι τμήμα ενός ιδιαίτερου μαθήματος που θα ασχολούνταν με την κατανόηση της μεταπολεμικής κοινωνικοοικονομικής μεταβολής στην Πρέβεζα.
Συγχρόνως θα μπορούσε να είναι το ερέθισμα για την διερεύνηση από μέρους των μαθητών του θέματος κοινωνία και αγορά σε μια μικρή πόλη, των προβλημάτων που προκύπτουν από τους ευρύτερους μετασχηματισμούς στην οικονομία τόσο σε τοπικό-εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, με στόχο να αναπτύξει τον προβληματισμό τους και το αίσθημα της συλλογικής ευθύνης για τα όσα συμβαίνουν στην κοινότητά τους. Η γνώση και μελέτη τέτοιων ζητημάτων μέσα από ένα θέμα που σχετίζεται τόσο άμεσα με τη ζωή των μαθητών -«τα παραδοσιακά επαγγέλματα του τόπου μου»- θα βοηθούσε κατά την άποψή μας στην βαθιά και ουσιαστική κατανόηση χαρακτηριστικών της εποχής μας, που συνήθως έχουν έναν πολύ αφηρημένο και γενικό χαρακτήρα.
Από την άλλη μέσα σε ένα πλαίσιο περισσότερο εθνογραφικό-ανθρωπολογικό, μια τέτοια διδακτική ενότητα μπορεί να είναι θέμα για την μελέτη της κοινότητας στη «μικρο-κλίμακα». Μέσα από την έρευνα-εξέταση των παραδοσιακών επαγγελμάτων οι μαθητές μπορούν να έρθουν σε επαφή και να αναλύσουν τις παραδοσιακές δομές που συγκροτούν την κοινωνία της πόλης τους, την καθημερινή της ζωή σήμερα ή στο παρελθόν, κατευθυνόμενοι από ερωτήματα όπως: κατά πόσο τα επαγγέλματα αυτά έχουν ή όχι κληρονομικό χαρακτήρα, από ποιες κοινωνικές τάξεις προέρχονται-προέρχονταν αυτοί που εργάζονται σε αυτά, ποιο το μορφωτικό τους επίπεδο; Ποιο το κύρος αυτών των επαγγελμάτων, θεωρούνται ‘αντρικά ή γυναικεία’, πόσο και πώς εκτιμούνται από την υπόλοιπη κοινότητα, ποιες οι συλλογικές ανα-παραστάσεις που συνδέονται με αυτά, τα στερεότυπα και οι κώδικες αναφοράς γύρω από και για αυτά; Μέσα από την ανάλυση λιγότερο ή περισσότερο διεξοδική (μέσα από projects, διαλέξεις, μίνι επιτόπιες έρευνες των μαθητών) αυτών των προβλημάτων, στόχος μιας τέτοιας διδακτικής διαδικασίας θα είναι η μελέτη από τα παιδιά των στοιχειών που συγκροτούν την ταυτότητα του τόπου τους, το γιατί και πως αυτής της ταυτότητας.
Μια διακλαδική διδασκαλία έχει χαρακτήρα «ζωντανό, συγκεκριμένο, σφαιρικό» [4]. Στη βάση αυτών των αρχών λοιπόν οι ιδέες και οι προτάσεις μας βλέπουν το θέμα «παραδοσιακά επαγγέλματα» να συνδέεται με μια σειρά από άλλα διδακτικά αντικείμενα, γύρω από δραστηριότητες συλλογικής διδασκαλίας και μαθητείας, με κριτήριο όχι μόνο τη συλλογή γνώσεων αλλά και τα ενδιαφέροντα-ανάγκες των μαθητών.
Πιο συγκεκριμένα:
Οι μαθητές θα μπορούσαν μέσα από τη μελέτη της τοπικής λογοτεχνικής παραγωγής να ανακαλύψουν το ρόλο των συγκεκριμένων επαγγελμάτων στην κοινωνία της περιοχής τους. Ένα εξίσου ενδιαφέρον πεδίο θα ήταν η έρευνα της εικαστικής-καλλιτεχνικής παράδοσης της περιοχής ειδικά στο βαθμό που τα συγκεκριμένα επαγγέλματα αποκαλούνται «τέχνες» και η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της «τρέχουσας» αντίληψης για την τέχνη και την «τέχνη» όπως αυτή νοείται στο πλαίσιο αυτών των επαγγελμάτων- ακόμη περισσότερο όταν φαίνεται πως σήμερα μερικά από τα χρηστικά αντικείμενα του παρελθόντος (όπως οι ορειχάλκινες κατασκευές ή τα χάλκινα σκεύη) αγοράζονται από τους καλοκαιρινούς επισκέπτες της πόλης για να επιτελέσουν μια αρκετά διαφορετική λειτουργία από αυτή που είχαν αρχικά.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θα ήταν επίσης η δημιουργία από τους μαθητές ενός αρχειακού υλικού (μέσα από τη συλλογή τοπικών εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων) που να δίνει τη δυνατότητα της ιστορικής κοινωνικοοικονομικής μελέτης για την αναζήτηση των αιτίων που οδήγησε αυτά τα επαγγέλματα «σε μαρασμό». Μια τέτοια προσπάθεια θα έφερνε τους μαθητές σε επαφή με μια πρωτογενή μορφή ιστορικής έρευνας ενώ συγχρόνως θα τους έδινε μια εικόνα για τη Πρέβεζα του 20ου αιώνα. Παράλληλα με την παραπάνω δραστηριότητα ομάδες μαθητών θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την εκπόνηση βιογραφιών μερικών επαγγελματιών δίνοντας μια περισσότερο ανθρωπολογική και ανθρωποκεντρική, διάσταση στο θέμα, μέσα από τις «αληθινές ιστορίες αληθινών προσώπων».
Γενικότερα, με αφετηρία τις αρχές της διακλαδικής διδασκαλίας που βασίζεται «στο συνεχή επιστημολογικό, κοινωνικό και διδακτικό προβληματισμό» [5] θα προτείναμε η πραγμάτευση του θέματος των παραδοσιακών επαγγελμάτων να μην έχει το χαρακτήρα μιας «στεγνής» συλλογής πληροφοριών- και είναι εύκολο σχετικά να παγιδευτεί η διδακτική πορεία σε μια λαογραφίζουσα προσέγγισή τους καθώς τελευταία όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον για τέτοιους επαγγελματικούς χώρους περιορίζεται στη δημιουργία λαογραφικών μουσείων και εκδόσεων που ιστορούν «παραδόσεις του παρελθόντος». Για μας θα ήταν πολύ σημαντικό να αναδειχθούν μέσα από το θέμα των «παραδοσιακών επαγγελμάτων» τα στοιχεία εκείνα της κουλτούρας που έχουν ζωντανή και οργανική σχέση με το παρόν και την καθημερινότητα των μαθητών και που τους παρέχουν μια γνώση για τη ζωή που μπορεί να προσφέρει στην αντιμετώπιση των αντινομιών που αναφέρει ο Y. Lacoste.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ι. Ρέντζος, Σημειώσεις για το μάθημα της Διδακτικής των Κοινωνικών Επιστημών, μέρος Ι, σελ 36
[2] Πιο απλά μπορούν να διατυπωθούν τα εξής ερωτήματα: Πώς προκύπτουν αυτές οι αντινομίες; Με ποιο τρόπο επηρεάζουν την καθημερινότητά μας; Πώς παραδείγματα από τη ζωή και την παράδοση του τόπου θα μπορούσαν, αν συνδέονταν οργανικά με αυτό που ζούμε σήμερα και ειδωμένα μέσα από μια νέα οπτική, να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτού που ορίζεται ως κοινωνική-οικονομική κρίση;
[3] Τα στοιχεία για την μεταπολεμική Πρέβεζα είναι από το βιβλίο του Βαγγέλη Γρ. Αυδίκου Πρέβεζα 1945-1990, Όψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης, Εκδόσεις Δήμου Πρέβεζας, 1991
[4] Ι. Ρέντζος, μέρος Ι, σελ 24
[5] ό. π.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αυδίκος Βαγγέλης, Πρέβεζα 1945-1990, ‘Οψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης», Εκδόσεις Δήμου Πρέβεζας, 1991
Ρέντζος Ιωάννης, Σημειώσεις για το μάθημα της Διδακτικής των Κοινωνικών Επιστημών, μέρος Ι και ΙΙ
This page hosted by Get your own Free Home Page